Ο Ταύρος πέθανε

Του Γιάννη Αγγελή

Την κοίταξα για πολλοστή φορά αλλά δεν ήξερα τι να πω. Κάθε φορά που την έβλεπα έχανα τα λόγια μου. Αυτή δε μου έδινε καμία σημασία. Της ήμουν απλά αδιάφορος. Ήθελα να την αγγίξω ξανά και να τις ψιθυρίσω όσα δε πρόλαβα. Ήταν όμως μάταιο. Το μυαλό της ήταν άλλου.

Έτσι ήταν πάντα η Σόνια. Κάθε φορά ερωτευόταν το τόπο που ζούσε και ξεχνούσε από που ερχόταν. Κάπνιζε πάντα τα ίδια ακριβά τσιγάρα και γελούσε δυνατά με τα αστεία που άκουγε. Γέμισα το ποτήρι μου κρασί. Το μαγαζί ήταν γεμάτο κόσμο αλλά μπορούσα να αναγνωρίσω τη φωνή της άνετα. Μου ήταν τόσο εύκολο, όπως μια μητέρα του παιδιού της. Με τρέλαινε η αδιαφορία της. Ήξερε πως αυτό με αναστάτωνε. Ήπια μια γουλιά από το κρασί μου. Αναρωτήθηκα γιατί τη ποθούσα τόσο έντονα; Τι ήταν άραγε αυτό που σαγήνευε πάνω της. Μήπως ήταν το πρόσωπο της, το γέλιο της ή κάτι άλλο που δεν είχα καταλάβει ακόμα. Κάποιος φίλος μου είπε πως ήταν απλά εγωισμός. Σε κανέναν άντρα δε του αρέσει να τον αφήνουν. Ίσως ήταν αυτό και δεν ήθελα να το παραδεχτώ. Σηκώθηκε από τη θέση της και πήγε προς το μπάνιο. Σκέφτηκα να την ακολουθήσω αλλά δεν είχα κάτι να της πω. Της είχα αφήσει τόσα γράμματα έξω από τη πόρτα της. Απορώ αν θα διάβασε κάποιο από όλα αυτά. Ένιωσα μια έντονη ταχυπαλμία. Πήρα μια πετσέτα και άρχισα να κάνω αέρα. Επέστρεψε στο τραπέζι μετά από λίγο. Τα χείλη της ήταν πιο κοκκινισμένα από πριν. Αναρωτήθηκα για ακόμα μια φορά τι θα κέρδιζα αν ερχόταν πίσω σε μένα; Τι είχε να μου προσφέρει εκτός από κάποιες στιγμές ηδονής; Ο άντρας που ήταν στη παρέα, πλήρωσε το λογαριασμό. Η Σόνια δε πλήρωνε ποτέ το λογαριασμό, όταν συνοδευόταν. Ήταν ένας τρόπος να απομυθοποιηθεί η γοητεία της. Έφυγε από το εστιατόριο εντελώς μόνη. Την ακολούθησα.

Στα σοκάκια έβλεπες μεθυσμένους φοιτητές που προσπαθούσαν να ενηλικιωθούν. Την κοιτούσαν όλοι, αλλά δε την ένοιαζε. Ήταν κάτι το συνηθισμένο για αυτήν. Το μαύρο φόρεμα της, κέντριζε το βλέμμα του κάθε περαστικού. Σε κάποια στιγμή της φώναξα, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Με κοίταξε με απαξίωση και συνέχισε το δρόμο της. Ήθελα να αλλάξω κατεύθυνση αλλά μου ήταν αδύνατο. Ασκούσε μια περίεργη δύναμη πάνω μου. Μπήκε σε μια πολυκατοικία με μπλε παράθυρα. Σκέφτηκα να μπω μέσα αλλά φοβήθηκα. Τότε έκατσα σε ένα παγκάκι που ήταν απέναντι από την πολυκατοικία. Είχα σκοπό να την περιμένω μέχρι το ξημέρωμα. Τότε έβγαλα ένα τσιγάρο από το πακέτο. Καθώς το άναψα, ένιωσα έναν πόνο στο στομάχι. Αυτό το πόνο ένιωθα, κάθε φορά που σηκωνόμουν στο πίνακα. Έπρεπε να αποδείξω σε όλους ότι άξιζα σα μαθητής. Πέταξα το τσιγάρο κάτω. Ήμουν ένας άντρας γεμάτος πληγές που αιμορραγούσαν σε κάθε άγγιγμα. Μια οικογένεια με ένα παιδί πέρασαν από μπροστά μου. Η μητέρα έκανε παρατηρήσεις στο παιδί να είναι ήσυχο. Η ώρα ήταν περασμένη. Ένα υπάκουο παιδί που δεν επιτρέπεται να δημιουργεί προβλήματα. Μου θύμισε τόσα πολλά όλο αυτό. Προσπαθούσα πάντα να μην απογοητεύσω κανέναν. Η απογοήτευση έχει ενοχές και δε τις άντεχα. Προσδοκούσα με όλη μου τη ψυχή να είμαι ένας ακούραστος εραστής, δημιουργικός συγγραφέας και καλός γιος. Αν δε το κατάφερνα, κλεινόμουν στο μικρό μου διαμέρισμα. Έβρισκα παρηγοριά στις στοίβες από βιβλία και μπουκάλια με κρασί.

Η εικόνα του εαυτού μου ήταν πληκτική σαν ταινία που βλέπεις ξανά και ξανά. Άκουσα τον ήχο του ακορντεόν. Ένα παιδί με σκισμένο παντελόνι, προσπαθούσε να επιζήσει μέσω της μελωδίας. Έπαιζε όπως αισθανόταν χωρίς να το νοιάζει τίποτα. Πόσο ζήλευα τους ανθρώπους που δεν έχουν να αποδείξουν το οτιδήποτε στον οποιοδήποτε. Ήταν ευλογημένοι από τον Θεό. Ένιωθα εγκαταλειμμένος από τους πάντες. Μου ήρθαν στο μυαλό όλα τα κορίτσια που ερωτεύτηκα στη ζωή μου. Τι μου άφησαν εκτός από υποσχέσεις και πεταχτά φιλιά αποχαιρετισμού. Τελικά οι έρωτες είναι για να καίγονται ή απλά έτσι με βολεύει; Έβγαλα μια φωτογραφία της Σόνιας από τη τσέπη μου. Μου την είχε χαρίσει στο πρώτο μήνα της γνωριμίας μας. Το πιο λάγνο βλέμμα το κρατούσε για το φακό. Ήταν τόσο τέλεια που έχανε το ενδιαφέρον της. Θυμήθηκα τις νύχτες που κάναμε έρωτα. Δε με αγκάλιασε ποτέ όσα σφιχτά θα ήθελα. Της άρεσε μόνο να προκαλεί και να φεύγει. Με το μοναδικό πράγμα που ήταν ερωτευμένη, ήταν με το είδωλο της. Δε την αδικώ, ήταν τόσο όμορφο το αναθεματισμένο. Εγώ πάλευα να δημιουργήσω μια εικόνα που όλοι θα αγαπούσαν. Ένας ταύρος που κερδίζει πάντα και δε πεθαίνει ποτέ.

Η Σόνια βγήκε από την πολυκατοικία. Την ακολούθησα αμέσως. Θα της έλεγα όσα σκεφτόμουν. Αυτή προχωρούσε γρήγορα σα να ήθελε να με αποφύγει. Έτρεξα μήπως και την προλάβω. Μπήκε σε ένα ταξί και έφυγε. Θα την περίμενε κάποιους από τους χιλιάδες εραστές της. Κάποιος από αυτούς, θα χάιδευε τα καλλίγραμμα πόδια της. Δε θα μου έλειπε καθόλου. Ο ταύρος που τόσα χρόνια συντηρούσα, πέθανε. Εκείνη την ώρα ήρθε το παιδί με το ακορντεόν. Τότε έβγαλα το σακάκι και το ρολόι. Του τα έδωσα χωρίς περιστροφές. Θα εξοικονομούσε κάποια χρήματα. Εκτός αυτού, ήταν ένας τρόπος να αποχαιρετίσω το παλιό μου εαυτό. Τότε το παιδί άρχισε να παίζει πιο ρυθμικά το ακορντεόν. Εγώ έφυγα χωρίς να κοιτάξω πίσω. Ήμουν ελεύθερος.

Φωτογραφία του jev55