H παθητικοποίηση λαού, όπλο του δυνατού

Γράφει: Νίκος Σπυρίδης

Βρισκόμαστε σε μια περίοδο έντονων πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών αναταραχών, με την τρικομματική κυβέρνηση να προσπαθεί πάση θυσία να κατακρεουργήσει κεκτημένα δικαιώματα και κοινωνικές υπηρεσίες στο βωμό της πλήρους υποταγής στα υπερκείμενα συμφέροντα. Το ζήτημα, όμως, το οποίο με προβληματίζει ιδιαίτερα, είναι γιατί δεν υπάρχει αλλαγή της συμπεριφοράς των πολιτών απέναντι σε αυτή την καταστροφική πολιτική που εφαρμόζεται. Μια κριτική αναζήτηση στους μηχανισμούς που χρησιμοποιούν για να προπαγανδίσουν τα μηνύματα και την αδιέξοδη πολιτική τους, μπορεί να δώσει πολύ σημαντικές ερμηνείες της συμπεριφοράς των πολιτών.

Σε πρώτη φάση, αυτό που βλέπουμε είναι ότι σε όλα τα μηνύματα που εκπέμπουν τα «μνημονιακά παπαγαλάκια» και οι «μνημονιακοί» κυβερνητικοί σχηματισμοί, το περιεχόμενο είναι άκρως εκφοβιστικό. Ένα περιεχόμενο γεμάτο με τόσο εκφοβισμό που καθιστά τον δέκτη συναισθηματικά ευάλωτο στην επιχειρηματολογία τους, με αποτέλεσμα να έχει σημαντικό αντίκτυπο στην συμπεριφορά του και εν μέρει αποδοχή της εφαρμοζόμενης πολιτικής. Η επιχειρηματολογία που χρησιμοποιείται κάνει αναφορά σε έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ, σε αδυναμία καταβολής μισθών και συντάξεων και γενικότερο αποκλεισμό της χώρας από τις συλλογικές δραστηριότητες της ευρωζώνης. Μηνύματα τα οποία προκαλούν φόβο. Υπέρμετρο φόβο που προκαλεί συναισθηματική αποδιοργάνωση. Αμέσως μετά την παρουσίαση του εκφοβιστικού μηνύματος και πολλές φορές διλήμματος, ακολουθεί η συναισθηματική καθησυχαστική επιχειρηματολογία του τύπου «εφαρμόζοντας το μνημόνιο διατηρούμε την αξιοπιστία μας, μπορούμε να πληρώσουμε μισθούς και συντάξεις κτλ.», οδηγώντας έτσι σε πλήρη συμμόρφωση του ακροατηρίου, παθητικοποίησή του απέναντι στα μέτρα, παρουσιάζοντας συγχρόνως τους εαυτούς τους ως σωτήρες. Αξίζει να αναφερθεί ότι ούτε ένα ευρώ από τη δανειακή σύμβαση δε διατίθεται για την πληρωμή μισθών και συντάξεων, αλλά όλα επανακατευθύνονται στους δανειστές μας.

Σε δεύτερη φάση προσπαθούν να περιθωριοποιήσουν την άλλη άποψη και να την παρουσιάσουν σαν άκρο. Λαμβάνοντας υπόψη τις δημοσκοπήσεις για την παραμονή στο ευρώ, οι τρικομματικοί λίβελοι παρουσιάζουν τους εαυτούς τους ως ευρωπαϊστές και παράλληλα εξισώνουν τα άλλα κόμματα με το «λόμπι της δραχμής», προκειμένου οι πολίτες να χάσουν οποιαδήποτε ταύτιση με τους αντιπάλους τους. Έτσι, η τριμελής κυβέρνηση φαίνεται να ανήκει στις φιλοευρωπαϊκές δυνάμεις και να αποτελεί το μοναδικό σωσίβιο του λαού.

Ένα τρίτο μέσο προπαγάνδας έχει σχέση με αυτό που στην κοινωνική ψυχολογία αναφέρεται ως «θεωρία του εμβολιασμού», σύμφωνα με την οποία όταν οι άνθρωποι δεν έχουν πολλά επιχειρήματα για μια γνώμη τους είναι πιο εύκολο γι’ αυτούς να αλλάξουν γνώμη. Στην περίπτωσή μας, βλέπουμε ότι συνεχώς προπαγανδίζεται η παραμονή μας στο ευρώ και ότι αυτή αποτελεί τη μόνη ορθή διέξοδο από την κρίση. Ο κόσμος πολλές φορές λέει: «με τη δραχμή αγοράζαμε ένα ματσάκι μαϊντανό 50 δραχμές (ήτοι 10 λεπτά του ευρώ) και τώρα θέλουμε 50». Ωστόσο, μεγάλο μέρος του κόσμου πιστεύει ότι θα πρέπει να παραμείνουμε στο ευρώ. Συνδέοντας, λοιπόν, το παραπάνω παράδειγμα με τη θεωρία του εμβολιασμού, μας παρέχονται συνεχώς μηνύματα για την παραμονή στο ευρώ. Κατά συνέπεια, ο κόσμος οδηγείται σε αλλαγή της στάσης του υπέρ του ευρώ, γιατί πολύ απλά απουσιάζουν τα επιχειρήματα υπέρ της δραχμής. Άρα, ο κόσμος επειδή δεν έχει εμβολιαστεί με γνωστικά επιχειρήματα υπέρ αυτής της άποψης, την απορρίπτει. Αξίζει να σημειωθεί ότι δεν έχει γίνει καμία αναλογιστική μελέτη για τα αποτελέσματα εξόδου της χώρας από το ευρώ, πράγμα που καθιστά την σύγκριση ευρώ – δραχμής απλά μια θεωρητική συζήτηση.

Μερικά ακόμη στοιχεία που θα μπορούσαν να αιτιολογήσουν την παθητικότητα που παρουσιάζεται, σχετίζονται με το γεγονός απόδοσης αυθεντίας σε άτομα κύρους. Αυτό σημαίνει ότι επειδή ο πομπός ενός μηνύματος είναι ένα άτομο κύρους προβαίνουμε σε μια παράλογη συνεπαγωγή ότι αυτό που μας λέει είναι και το σωστό. Έτσι, δεχόμαστε αβίαστα τις πληροφορίες που μας παραθέτει ένας δημοσιογράφος με κατασκευασμένο κύρος, χωρίς να προβαίνουμε σε ενεργητική επεξεργασία των λεγόμενών του. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το γεγονός ότι αποδεχόμαστε τις ερμηνείες για τα οικονομικά και πολιτικά θέματα από δημοσιογράφους που δεν έχουν σχέση με τα οικονομικά – πολιτικά ζητήματα, καθώς ούτε πολιτικοί επιστήμονες είναι, ούτε οικονομολόγοι. Εντούτοις, η άποψη που προπαγανδίζουν γίνεται αποδεκτή από εμάς λόγω του κατασκευασμένου κύρους τους.

Η παθητικότητα του κόσμου, όμως, αιτιολογείται και από τον τρόπο με τον όποιο εφαρμόζονται τα μέτρα και ποιες κοινωνικές ομάδες επηρεάζουν. Από τη ψυχολογία γνωρίζουμε ότι όταν κάτι δεν μας αφορά άμεσα, τόσο χρονικά όσο και ταυτοτικά, τότε η ενασχόλησή μας με αυτό είναι περιορισμένη. Αυτό το στοιχείο εφαρμόστηκε κατά κόρον με τα δυο προηγούμενα μνημόνια. Το Μνημόνιο 1 αφορούσε κυρίως διαρθρωτικές ρυθμίσεις και περικοπές στους δημοσίους υπαλλήλους, ενώ το Μνημόνιο 2 αφορούσε ναι μεν και το δημόσιο τομέα, αλλά έπληττε περισσότερο τους ιδιωτικούς υπαλλήλους. Και στις δύο περιπτώσεις, η εφαρμογή των νόμων του μνημονίου γίνονταν μετά από λίγους μήνες και όχι άμεσα. Όλα αυτά δεν έγιναν καθόλου τυχαία. Και στις δύο περιπτώσεις τα μέτρα έπλητταν κοινωνικές ομάδες, οι οποίες ήταν διαφορετικές, με αποτέλεσμα την παθητικοποίηση της ομάδας που δεν πλήττονταν άμεσα. Για παράδειγμα, στο Μνημόνιο 1, όπου πλήττονταν περισσότερο οι δημόσιοι υπάλληλοι, οι εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα ήταν πιο παθητικοί, ενώ στο Μνημόνιο 2 συνέβη περίπου το αντίστροφο. Από την άποψη της χρονικής εφαρμογής των μέτρων του μνημονίου, καθώς αυτή γινόταν μετά από κάποιους μήνες και όχι άμεσα, αυτό είχε σαν αποτέλεσμα την μη άμεση κινητοποίηση των πολιτών.

Γνωρίζοντας το οπλοστάσιο της προπαγάνδας τους και όλες τις μεθοδεύσεις τους για την προώθηση της συγκεκριμένης πολιτικής, οφείλουμε να σκεφτούμε πιο κριτικά αυτά που ακούμε και να αναρωτηθούμε πόσα από αυτά ισχύουν και τι κρύβεται πίσω από τα τρομολαγνικά μηνύματά τους. Στόχος του παρόντος άρθρου είναι η παροχή ενός γνωστικού οπλοστασίου για μια περισσότερο κριτική αντιμετώπιση των μηνυμάτων με τα οποία μας κατακλύζουν τα ΜΜΕ, αλλά και για έναν ενεργητικό αντίλογο σε όλα αυτά που μας λένε.

Υ.Γ. “Ειλικρινά είμαι καχύποπτος απέναντι σε οποιονδήποτε έχει μια ακλόνητη και κατασταλαγμένη άποψη σε ένα περίπλοκο θέμα.” Scott Adams, 1957.

Φωτογραφία του mark O’Rourke