Γράφει: Παύλος Βασιλειάδης
Μου αρέσει η Γερμανία. Τελεία και παύλα. Ξέρω ότι ο γερμανομαθής, ή έστω γερμανόφιλος, υπό τις παρούσες συνθήκες στη χώρα μπορεί να θεωρηθεί ευκολότατα ως γερμανοτσολιάς, οπότε πριν αρχίσουν να πέφτουν οι πρώτες λεμονόκουπες, θα ήθελα να δώσω τις απαραίτητες εξηγήσεις.
Δεν ξέρω αν ήταν οι νουβέλες του Günther Grass, οι ταινίες του Lang, του Fassbinder και του Herzog, τα Βραδεμβούργια Κοντσέρτα του Bach, το μουσικό πάθος του Beethoven, ο θρύλος του Till Eulenspiegel, η τέχνη του Holbein και του Beckman, η σχολή της Φρανκφούρτης, ο καθεδρικός του Aachen μαζί με τους μύθους του, η τραγική κατάληξη της RAF, η συμπάθειά μου για τον Nietzsche (και φυσικά η μουσική μεταφορά του Ζαρατούστρα από τον Richard Strauss), οι μακρόσυρτες αναφορικές προτάσεις του Kant, η πολεμική του Marx, οι Σπαρτακιστές, τα αυτόματα μηχανήματα στους επαρχιακούς σταθμούς, τα αίθρια στα οικοδομικά τετράγωνα, οι πανηγυρισμοί του Klinsmann στο Euro του 1996, οι Kraftwerk, ένα ταξίδι στο Βερολίνο στην πρώιμη εφηβεία μου ή κάποια ασυνείδητα ξεσπάσματα μιας περασμένης ζωής στη γερμανική Μπελ Επόκ, γεγονός πάντως είναι ότι αυτή η χώρα και ο λαός της με έχουν κάνει εδώ και αρκετά χρόνια δηλωμένο οπαδό τους.
Όταν, λοιπόν, συνέβη η μεγάλη έκρηξη ανθελληνισμού στη Γερμανία και αντιγερμανισμού στην Ελλάδα πριν ενάμιση χρόνο με αφορμή την οικονομική κρίση, το στομάχι μου έγινε κόμπος. Δεν ξέρω αν αυτό ίσχυσε και για άλλους γερμανομαθείς ή είναι απλά μια προσωπική υπερβολή, όλος αυτός ο οίστρος, όμως, και η αντιπαράθεση δημιούργησαν πάνω μου μια παράξενη πίεση. Στο μυαλό μου προσπαθούσα να δικαιολογήσω τα αδικαιολόγητα. Λόγω της στενής μου σύνδεσης με τη χώρα και τον πολιτισμό της, αισθανόμουν κατά κάποιο τρόπο ένοχος. Έβλεπα τα περιπαιχτικά σχόλια του Focus και της Bild Zeitung και σκεφτόμουν πόσο αφελής ήμουν να συμπαθώ και να στηρίζω μια χώρα και ένα λαό που αιματοκύλησαν σε πρωτοφανή βαθμό την Ευρώπη, δεν διδάχθηκαν τίποτα από τα 40 χρόνια του διχασμού και τώρα έφταναν στο σημείο να δαιμονοποιούν με περισσή θρασύτητα τους συμπατριώτες μου καταλογίζοντάς τους, μεταξύ άλλων, την πρόκληση της ίδιας της οικονομικής κρίσης. Για ένα φεγγάρι, ένιωθα πως όλα αυτά τα χρόνια είχα επενδύσει συναισθηματικά σε ένα παραπέτασμα και ότι βρισκόμουν σε λάθος στρατόπεδο. Δεν ήμουν πολύ μακριά από το να πιστέψω ότι πράγματι οι Γερμανοί είναι σκληροί, αυταρχικοί και αγνώμονες και έδινα τεράστιο δίκιο στους θιασώτες της θεωρίας περί «ξεχωριστού γερμανικού δρόμου» στην ευρωπαϊκή ιστορία. Ίσως και να έκαναν καλά όσοι, μέσα στην υπερβολή τους, χαρακτήριζαν τους Γερμανούς παιδιά του Hitler, εφόσον έφερναν την Ελλάδα στο χείλος του γκρεμού, καταδικάζοντάς την ανερυθρίαστα, και ίσως με μια δόση σαδισμού, σε οικονομική καχεξία. Μπροστά στα λεφτά, ή μάλλον μπροστά στην έλλειψή τους, όλο το κουλτουριάρικο γερμανικό οικοδόμημα έμοιαζε να καταρρέει σαν χάρτινος πύργος.
Παραδόξως, ήταν οι ίδιοι οι Γερμανοί που τερμάτισαν την σύγχυση, στην οποία με είχαν ρίξει εξαρχής πριν από δυο χρόνια περίπου. Στις αρχές του φετινού Απρίλη επισκέφθηκα την Βαϊμάρη, μια πόλη με εξέχουσα θέση στη γερμανική ιστορία. «Αν θέλεις να μάθεις για την ταυτότητα των Γερμανών, ξεκίνα από τις πόλεις τους» μου είπε ένας Ρουμάνος και πράγματι είχε απόλυτο δίκιο. Για τους λίγους, φαντάζομαι, που δεν θα το ξέρουν, οι Γερμανοί μετά την εμπειρία του Ολοκαυτώματος είναι σχεδόν καταδικασμένοι σε αιώνια ιστορική μνήμη. Και όχι αδικαιολόγητα. Σε όσες πόλεις της Γερμανίας και αν έχω βολτάρει, η δίκαια επιμονή της μνήμης είναι παρούσα στους δρόμους, στις πλατείες, στα μουσεία κ.ο.κ. Η περίπτωση της Βαϊμάρης, ωστόσο, είναι ιδιάζουσα. Το Buchenwald μπορεί να είναι σχεδόν δίπλα της και το άγαλμα του Max Thalman να είναι από τα πρώτα «μνημεία» που βλέπεις όταν βγαίνεις από το σιδηροδρομικό σταθμό, όλα τα υπόλοιπα όμως σε αυτήν την πόλη αποτελούν μια αποθέωση όλων εκείνων των στοιχείων για τα οποία το γερμανικό πνεύμα μπορεί να είναι κάλλιστα υπερήφανο.
Η πόλη, φυσικά, δε χρειάζεται συστάσεις. Αποτέλεσε γόνιμο έδαφος στα μαχητικά κηρύγματα του Λουθήρου, στέγασε την δημιουργικότερη των φιλιών μεταξύ του Johan Wolfgang von Goethe και του Friedrich Schiller, συνδέθηκε με την περίφημη γερμανική αναγέννηση, ήταν η γενέθλια γη του Bauhaus και του αθεράπευτα ιδεαλιστικού «Συντάγματος της Βαϊμάρης», ενώ τιμήθηκε ουκ ολίγες φορές από την παρουσία σπουδαίων προσωπικοτήτων όπως ο Bach, o Schopenhauer, o Berlioz, o Liszt, o Nietzsche, o Carl Zeiss, ο Richard Strauss κ.α. Βολτάροντας πάνω-κάτω το ιστορικό κέντρο της πόλης, έβλεπα όλη αυτήν την τεράστια κληρονομιά να ζωντανεύει μπροστά μου. Όλα όσα είχα διαβάσει και φανταστεί έπαιρναν σάρκα και οστά. Και μπροστά σε αυτήν την παράξενη ενσάρκωση, η απάντηση δόθηκε σχεδόν αυτονόητα. Η αγάπη και περηφάνια των Γερμανών για τη Βαϊμάρη και όλα όσα αυτή συμβολίζει (όχι μόνο για τη χώρα και για το ανθρώπινο πνεύμα γενικότερα) δεν σβήνει από κανέναν Χίτλερ, Άιχμαν ή Μένγκελε. Το ίδιο και οι δικοί μου δεσμοί με τη Γερμανία. Οι ρίζες που έχουν και οι διαδρομές που ακολουθούν δεν μπορούν να αλλοιωθούν στο ελάχιστο από καμία Μέρκελ, Σόιμπλε, Bild Zeitung και όλο το συρφετό που προσπαθεί να αναζωπυρώσει στερεότυπα και να επαναφέρει την προκατάληψη και την καχυποψία ως αποδεκτή συμπεριφορά μεταξύ λαών και ανθρώπων. Η συνειδητοποίηση αυτή θα μπορούσε κάλλιστα να θεωρηθεί αυτονόητη, τόσο αυτονόητη μάλιστα που να μη χρειάζεται να ταξιδέψει κανείς χιλιόμετρα μέχρι τη Βαϊμάρη. Με τα όσα όμως συμβαίνουν στην Ελλάδα τον τελευταίο καιρό ακόμα και η ίδια η έννοια του αυτονόητου, έχει πάψει προ πολλού να είναι αυτονόητη.
Ξέρω ότι η προσωπική εμπειρία, όσο καθοριστική και βιωματική μπορεί να είναι, αποτελεί επισφαλή οδηγό για τη διαμόρφωση άποψης σε ένα γενικό θέμα και σε καμία περίπτωση δεν μπορώ να κλείσω τα μάτια στα καψόνια εις βάρος των Ελλήνων εντός και εκτός γερμανικών συνόρων. Παράλληλα, όμως, ξέρω ότι υπάρχει μια άλλη Γερμανία, ίσως μια προσωπική Γερμανία, η Γερμανία όλων αυτών που έγραψα στην αρχή του κειμένου, αυτών και άλλων που μου έρχονται στο μυαλό αυτήν τη στιγμή, αλλά δεν έχω χώρο να κατονομάσω. Και οι Έλληνες γνωρίζουν την ύπαρξη αυτής της Γερμανίας, όπως και οι Γερμανοί ξέρουν πως η Ελλάδα δεν είναι μόνο μια χώρα κατεργάρηδων. Οι εικόνες και οι εντυπώσεις που δημιουργούνται είναι μεν τραυματικές, αλλάζουν όμως με την πάροδο του χρόνου και χάνουν εντέλει τη σημασία τους, οπότε οι δεσμοί μεταξύ των ανθρώπων και των λαών οφείλουν να προχωρήσουν βαθύτερα. Και φυσικά, πέρα από τη σκοτεινή πλευρά, όλοι οι λαοί έχουν κάτι καλό μέσα τους, αυτό το «φως» για το οποίο εναγωνίως ικέτευε ο Goethe στις ύστατες στιγμές της ζωής του. Αρκεί βέβαια ο κόσμος να είναι πρόθυμος και έτοιμος να το δεχτεί, αλλά αυτό είναι μια άλλη τεράστια συζήτηση.
Έχοντας, λοιπόν, επίγνωση ότι ίσως αυτό θα ήταν το τελευταίο πράγμα που ένας μεγάλος αριθμός ελλήνων πολιτών θα ήθελε να διαβάσει, αλλά μην μπορώντας να καταπνίξω αυτό που γνωρίζω, αισθάνομαι και είμαι, επαναλαμβάνω: Μου αρέσει η Γερμανία. Τελεία και παύλα.