της Γεωργίας Λαγού
Το μεγαλείο του Λουντέμη εντοπίζεται στο ότι αφήνει στην ψυχή και στη συνείδηση του καθένα με πολυδιάστατο τρόπο.
Κάποιος μπορεί να αρκεστεί στον Δημήτρη Βαλασιάδη που γεννήθηκε το 1912 στη Μικρά Ασία και μας άφησε φτωχότερους σαν σήμερα, πριν από 43 χρόνια. Τον λογοτέχνη που τιμήθηκε με το Βραβείο Λογοτεχνίας το 1938, τη Χρυσή Δάφνη το 1951, στο Παρίσι, ενώ η Ελληνική Εταιρεία Λογοτεχνίας, καθιέρωσε ετήσιο βραβείο καλύτερου πεζογραφήματος στο όνομά του.
“Μια μέρα θα κρίνει η Ιστορία. Αλλά κι αυτή, είναι ανάγκη να την περιμένουμε. Γιατί το χέρι της, ακόμα τρέμει.”
Άλλοι, μπορεί να σταθούν και να εμπνευστούν από τον σύντροφο αγωνιστή που αποβλήθηκε από όλα τα Γυμνάσια της χώρας για τα πανανθρώπινα πιστεύω του, την δράση του πλάι στο ΚΚΕ και τη συμμετοχή του στην αντίσταση, όπου διετέλεσε Γραμματέας της οργάνωσης Διανοουμένων. Την ηρωική του στάση που μας χάρισε τόσο πλούτο, με το έργο του να αποτελεί «Αναστάσιμη Ραψωδία των ανθρώπων που αγωνίζονται για να αλλάξει ο κόσμος». Ενώ σε αυτόν, τον ίδιο, απλόχερα χαρίστηκε η καταδίκη σε θάνατο για εσχάτη προδοσία, η εξορία σε Μακρόνησο και Αϊ-Στράτη, η στέρηση της ελληνικής ιθαγένειας από τη χούντα των συνταγματαρχών.
Το παν είναι να κρατήσεις σε απόλυτα κάθετη στάση την ψυχή του, ακόμη κι όταν το κορμί σου βρίσκεται οριζόντια.
Για κάποιους, μαζί κι εμένα, που στεκόμαστε στον άνθρωπο αυτόν, που κατανόησε το σημαντικότερο, πως «χρειάστηκαν εκατομμύρια χρόνια για να γίνουν τα τέσσερα πόδια, δύο. Δεν θα τα κάνω πάλι τέσσερα εγώ», πρέπει μόνο ευγνωμοσύνη. Μας χάρισε την θαλπωρή «των ματιών που κάποτε γίνονται και κόκκινα». Μας δίδαξε την περίεργη γεωμετρική εξίσωση όπου «το παν είναι να κρατήσεις σε απόλυτα κάθετη στάση την ψυχή του, ακόμη κι όταν το κορμί σου βρίσκεται οριζόντια». Στον άνθρωπο που μας έκανε να κατανοήσουμε από την πένα του πως «μια μέρα θα κρίνει η Ιστορία. Αλλά κι αυτή, είναι ανάγκη να την περιμένουμε. Γιατί το χέρι της, ακόμα τρέμει.»