Το ποδήλατο του Γιώργου

Γράφει: Γιάννης Αγγελής

Το μάθημα δεν είχε πολύ ώρα που είχε τελειώσει. Καθόμουν στη λέσχη της σχολής συζητώντας με φίλους. Η κουβέντα περιστρεφόταν γύρω από το γνωστό θέμα της κρίσης. Οι λέξεις που κυριαρχούσαν ήταν φόβος, ανεργία και μείωση μισθών. Ένιωθα μια δυσφορία καθώς τα άκουγα για πολλοστή φορά. Δεν λέω ότι τα παιδιά υποκρίνονταν. Ίσως εγώ ήμουν αρκετά αδύναμος για να αντεπεξέλθω στην σκληρή πραγματικότητα. Έφυγα γρήγορα χρησιμοποιώντας ως πρόφαση τον πονοκέφαλο.

Μπήκα στο πρώτο λεωφορείο που είδα. Θα κατέβαινα στο κέντρο της πόλης. Είχα ανάγκη να κάνω μια βόλτα. Ήλπιζα ο καθαρός αέρας να με αναζωογονούσε έστω και λίγο. Ίσως ήταν η τονωτική ένεση που χρειαζόμουν. Μόλις κατέβηκα από το λεωφορείο, άρχισα να περπατώ στην αγορά. Καθώς περνούσε η ώρα, μετάνιωνα για αυτή την επιλογή. Τα περισσότερα είχαν κατεβασμένα ρολά ενώ έβλεπες παντού χαρτόσημα και απλήρωτους λογαριασμούς. Έψαχναν παραλήπτη αλλά κανείς δεν έδειχνε ενδιαφέρον. Όλα έμοιαζαν καμένη γη με ηγέτη τη φωτιά. Παρακαλούσα το Θεό να μου στερήσει την αίσθηση της όρασης προσωρινά. Οι προσευχές όμως δεν εισακούονται πάντα. Το μόνο σίγουρο είναι πως εκφράζουν μια επιθυμία.

Πως κατάντησε αυτή η χώρα έτσι; Μερικούς λόγους τους ξέρω αλλά δε φτάνουν για να φέρουν μια λύση. Τα γέλια των ανθρώπων αντικαταστάθηκαν με σιωπή και η απόλαυση με ενοχή. Που να κρύβεται άραγε αυτή η ελπίδα; Μήπως κρύβεται σε κανένα υπόγειο των κλειστών μαγαζιών; Οι πιθανότητες είναι λίγες και εγώ αρκετά καταπονημένος για να τις εξαντλήσω. Ήθελα να βρω ένα μέρος για να ξαποστάσω. Είχα κουραστεί να βλέπω φακέλους με χαρτιά και λουκέτα. Κατηφόρισα προς τα κάτω.

Καθόμουν στο προαύλιο μιας εκκλησίας. Προσπαθούσα να ανασυνταχτώ αλλά ήταν δύσκολο. Η βόλτα είχε τα αντίθετα αποτελέσματα από αυτά που περίμενα. Καθόμουν με σκυμμένο το κεφάλι και κοιτούσα το πλακόστρωτο. Ήθελα να χαθώ αλλά αυτό δε γινόταν. Εστίασα το βλέμμα μου στο κτίριο δίπλα στην εκκλησία. Κάποιοι το είχαν πυρπολήσει μετά το τέλος μιας πορείας. Ήταν υπό κατάρρευση. Ένα φύσημα του αέρα ήταν αρκετό για να το ρίξει. «Η βία γεννάει αδιέξοδα και τα αδιέξοδα κυβερνήσεις», είχα δει κάπου γραμμένο. Όλα είναι ένας φαύλος που ενίοτε έχει άλλη σειρά.

Τότε είδα τρεις άντρες να πλησιάζουν το κτίριο. Ο πρώτος φωτογράφιζε το κτίριο ενώ ο δεύτερος κρατούσε ένα μέτρο και μετρούσε τις διαστάσεις. Ο τρίτος έτρωγε ένα σουβλάκι και έδινε οδηγίες στους άλλους δυο. Η περιβολή του ήταν κάπως περίεργη. Φορούσε βερμούδα, μάλλινες κάλτσες και καλοκαιρινές παντόφλες. Ξεπουλιόταν και αυτό με τη σειρά του. Σε λίγο θα μου ζητούσαν χρήματα που καθόμουν στο παγκάκι. Εκείνη την ώρα δυο σκυλιά πέρασαν από μπροστά μου. Έπαιζαν δαγκώνοντας μια μπλε και μια πράσινη σημαία. Περνούσαν πολλές αναμνήσεις από το μυαλό μου. Μου θύμιζαν πολιτικές του μπαλκονιού, της προχειρότητας και προεκλογικές αφίσες γεμάτες χρυσόσκονη. Κάθε φορά που τις έβλεπα, έχανα τον προσανατολισμό μου. Δεν ήξερα που ήταν το δεξιά και το αριστερά κι αν υπάρχει κέντρο. Όλα ήταν μπερδεμένα στο κεφάλι μου. Ευχόμουν να ξεπροβάλλει από κάπου το φως της ελπίδας. Οι φιλόσοφοι δε λένε ότι το φως υπάρχει μέσα στο σκοτάδι; Πιο δίπλα είχε στηθεί ένα πηγαδάκι κάμποσων ατόμων. Τους μίλαγε ένας ψηλός άντρας με μακριά γένια. Τους παρέθετε τσιτάτα ρώσικων καταβολών. Ακούγονταν εύηχα αλλά ήταν ασυνάρτητα μεταξύ τους. Χρησιμοποιούσε τη λέξη δικτατορία χωρίς να φοβάται. Ισχυριζόταν πως δεν έχει φασιστικές θέσεις. Πίστευε απλά πως αξίζει να στερηθείς την προσωπική σου ελευθερία για το μεγάλο όραμα. Το μοναδικό πράγμα που σου διδάσκει η ιστορία, είναι ότι δε σου διδάσκει τίποτα τελικά. Ήμουν μόνος και είχε αρχίσει να βραδιάζει.

Τότε έκανε την εμφάνιση του ένα παιδί πάνω σε ένα ποδήλατο και μια γιαγιά. Η γιαγιά κάθισε πάνω σε ένα πεζούλι ενώ το αγόρι άρχισε να κάνει γύρους στη πλατεία. Είχε αρκετή δύναμη και ζωντάνια. Ξαφνικά η ρόδα έφυγε και το παιδί έπεσε κάτω. Οι τρεις άντρες τρόμαξαν που το είδαν. Αμέσως έτρεξαν κοντά του. Το αγόρι δεν έδειχνε να πονάει. Το πρωταρχικό του μέλημα ήταν διορθώσει τη βλάβη. Προσπάθησε να βιδώσει ξανά τη ρόδα. Δε το κατάφερνε όσο κι αν τον προσπαθούσε. Οι ξένοι προθυμοποιήθηκαν να το τοποθετήσουν αυτοί. Το αγόρι αρνήθηκε ευγενικά. Ήθελε να το κάνει μόνος του. Οι ξένοι του εξήγησαν πως μπορούσε να το κάνει ο ίδιος. Το αγόρι τους άκουσε προσεχτικά. Κατόπιν πήγε προς τον κάδο. Η γιαγιά του φώναζε να φύγουν. Έψαξε τα σκουπίδια και βρήκε μια ρόδα. Αυτό το παιδί με εντυπωσίαζε. Έπειτα έσκυψε και την βίδωσε. Οι ξένοι τον κοιτούσαν εκστασιασμένοι. Η γιαγιά του είχε μείνει άφωνη. Η δυσφορία μου είχε μετατραπεί σε χαρά. Ίσως αυτή ήταν η λύση του προβλήματος. Να ανακαλύψουμε ξανά τη φαντασία, τη δημιουργικότητα και την παιδικότητα μας. Να μην μισούμε τους ξένους αλλά ούτε να γίνουμε υπόδουλοι τους. Να μάθουμε από αυτούς ότι είναι αναγκαίο. Ας ξαναχτίσουμε αυτό τον τόπο, χρησιμοποιώντας καινούργια υλικά.

Το αγόρι διέσχιζε το προαύλιο σα θαλασσοπόρος. Δε τον ένοιαζε τίποτα. Ήταν ελεύθερος. Πήγα προς το μέρος του. Τον ρώτησα το όνομα του και τι θα γίνει όταν μεγαλώσει. Μου απάντησε πως τον λένε Γιώργο. Δεν ήξερε το επάγγελμα που θα ακολουθήσει αλλά ήθελε να αλλάξει τον κόσμο. Τον ρώτησα αν φοβάται. Μου απάντησε κοφτά όχι. Έπειτα άρχισα να του αναλύω τη δύσκολη κατάσταση της χώρας και πόσο ρευστά είναι όλα στη ζωή μας. Δε ξέρω γιατί του έλεγα όλα αυτά. Δεν ήταν δικά μου λόγια αλλά των συγγενών και των δασκάλων μου. Μιας γενιάς του βολέματος, του εξοχικού και του άκρατου λαϊκισμού. Μια εποχή που οι δημαγωγοί ενέπνεαν οράματα και η κομματικοποίηση θεωρούνταν σπουδαία αρετή. Μου απάντησε πως δεν τον νοιάζει ιδιαίτερα και έφυγε. Ήθελε να δοκιμάσει τη καινούργια του ρόδα. Πόσο τον ζήλεψα. Αυτή η χώρα, έχει άξιους απογόνους τελικά.

Μήπως είναι ουτοπικό να ονειρεύεσαι μια καλύτερη Ελλάδα; Η ουτοπία δεν είναι όπως το κυνήγι του ορίζοντα. Παλεύεις να τον πλησιάσεις αλλά δε τον φτάνεις ποτέ. Στο μεταξύ όμως έχεις προχωρήσει πολλά χιλιόμετρα.