Συναπάντημα

Γράφει: Σωτηρία Βασιλείου

Με κοίταξες. Με κοιτούσες καιρό πολύ, με παρατηρούσες καιρό πολύ. Κοιτούσες πρώτα ένα αγρίμι, μετά ένα σπουργίτι, μετά έναν άνθρωπο.

Άλλαζε το θέαμα αλλά εσύ εκεί, μάρτυρας και συνεργός της μεταμόρφωσης. Δεν πλησίαζες, απλά κοίταζες. Η ματιά σου, εκείνη η ανείπωτη στοργή της ματιάς σου, αποτυπώθηκε στην ψυχή μου για να της δώσει άλλη μορφή.

Σε κοίταξα κι εγώ. Πρώτα αδιάφορα, ύστερα μάλλον ταραγμένη και θυμωμένη. Ποιος ήσουν εσύ που θα τάραζες τη μοναξιά και την τρικυμισμένη γαλήνη μου; Ποιος σου είπε εσένα πως δεν ήμουν και μόνη μου καλά; Μάλλον το κατάλαβες πριν από εμένα. Τα μάτια σου… Πρώτα δεν πρόσεξα τίποτε άλλο πέρα από το χρώμα τους… γαλάζια.
Έπειτα… έπειτα όμως, το αγρίμι έγινε σπουργίτι. Με κοιτούσες… διερευνητικά. Όχι, όχι εξεταστικά… δεν ήσουν αδιάκριτος. Με κοιτούσες και όταν το αγρίμι έγινε σπουργίτι πήρες να πλησιάζεις… με βήματα αργά… διότι τα σπουργίτια τρομάζουν εύκολα.

Εγώ έβλεπα τα μάτια σου… στο γαλάζιο τους έβλεπα πλέον ουρανό και θάλασσα, όπου ίσως, όταν τα φτερά μου μεγάλωναν, θα μπορούσα να ταξιδέψω. Έβλεπα και μέσα μου όμως… εκεί έβλεπα έρημο. Και όλο έστρεφα το βλέμμα στα μάτια σου, με προσμονή. Σε έβλεπα να πλησιάζεις, πλημμυρισμένη με προσμονή και ενίοτε με φόβο. Διότι εκείνη η θάλασσα των ματιών σου θα άλωνε την μοναξιά μου. Και δεν ήμουν σίγουρη πως ήμουν πρόθυμη ή έτοιμη να ζήσω έξω από τη μοναξιά μου.

Εσύ πάλι ήσουν σίγουρος… έβλεπες μέσα από μένα και πέρα από εμένα. Και όλο πλησίαζες. Κρατούσες πλέον κι ένα τριαντάφυλλο. Και σε κάποια στιγμή το σπουργίτι πήρε να γίνεται άνθρωπος. Οι φτερούγες έγιναν χέρια, μάλλον για να αγκαλιάσουν. Και με τα πόδια μου τα ανθρώπινα πήρα να κάνω βήματα αργά προς το μέρος σου.

Όταν είδες τον άνθρωπο έτρεξες και τον αγκάλιασες, για να μην γίνει ξανά σπουργίτι ή αγρίμι. Όταν ένιωσα τα χέρια σου στα χέρια μου ήμουνα πλέον σίγουρη πως ήθελα να είμαι άνθρωπος. Σε αγκάλιασα κι εγώ. Και τότε εξανεμίστηκαν όλοι οι φόβοι μου… Διότι φοβόμουν την αφή της κρυάδας του φιδιού… Ήσουν όμως φίλος. Έτρεμα την πληγή από τις βελόνες του ρόδου… Διότι ως τότε το μόνο άλικο που ήξερα ήταν το αίμα. Ουρανός, θάλασσα κι ένα άλικο τριαντάφυλλο. Θέαμα πρωτόγνωρο.

Πήρα το ρόδο στα νεωστί αναπτυγμένα χέρια μου, το έσφιξα πάνω μου. Η μοναξιά μου ούρλιαξε, δεν ήταν συνηθισμένη σε τέτοια αλλόκοτα. Τρόμαξα αλλά δεν άφησα το ρόδο. Με έσφιξες στην αγκαλιά σου και τότε ήμουν πλέον σίγουρη… έπρεπε να μάθω κι εγώ να αγκαλιάζω, έπρεπε κι εγώ να δώσω κάποτε τριαντάφυλλα. Έπειτα μου έδωσες το χέρι.

Και πήραμε να περπατάμε στην ακρογιαλιά… Και περπατώ μαζί σου, με τα νεωστί αναπτυγμένα πόδια μου, με τη νεωστί αναπτυγμένη ανθρώπινη υπόστασή μου.

Φωτογραφία άρθρου