Γράφει: Σωτηρία Βασιλείου
– Καλημέρα κυρία Αλίκη.
– Καλημέρα.
Πολύ παράξενο σήμερα το καλημέρισμα της κυρίας Αλίκης, κουτσό, άχρωμο και φαφούτικο θα τολμούσα να πω. Συνήθεια μου έγινε εκείνο το τραγουδιστό «Καλημέρα μπέμπα» που ακούω από τη μέρα που μετακόμισα δίπλα της και τώρα μου έλειψε.
Την αγαπάω πολύ την κυρία Αλίκη μου. Εβδομήντα ετών συνταξιούχος καθηγήτρια πιάνου και όμως εξακολουθεί να απολαμβάνει τη ζωή με τρόπο που αποτελεί και ο ίδιος απόλαυση. Βαμμένα κόκκινα μαλλιά, ντύσιμο λιτό αλλά και εντυπωσιακό, διακοπές κάθε καλοκαίρι και σε διαφορετικό προορισμό, ιερή προσήλωση στο μάθημα στο γυμναστήριο, σταθερή παρουσία στις συναντήσεις με τις φίλες από τα παλιά και πιστή στο απογευματινό της ραντεβού με τη μεγάλη της αγάπη, το πιάνο της. Και κυρίως υπομονή και κατανόηση – υπερβολική και επιβλαβής μάλλον – απέναντι σε έναν ελαφρόμυαλο γιο, που ξέρει μόνο να ξεκοκαλίζει την κληρονομιά του πατέρα του. Και μόνο το κελαρυστό καλημέρα αυτής της γυναίκας φτάνει για να μου ομορφύνει τη μέρα, ιδιαίτερα την άνοιξη, όταν συνοδεύεται από ένα κόκκινο ευωδιαστό τριαντάφυλλο από τον κήπο της. Διότι η κυρία Αλίκη μένει σε μία από τις λίγες εναπομείνασες μονοκατοικίες στην πόλη.
Ανησυχώ για το κουτσουρεμένο σημερινό καλημέρα και με έγνοια τη ρωτάω: «Είστε εντάξει;». Σχεδόν το μετανιώνω και προσθέτω: «κι εγώ είμαι κάπως κρυωμένη, ύπουλος αυτός ο καιρός». Τι ήθελα και το είπα; «Ύπουλος καιρός, ύπουλοι άνθρωποι…» ψέλλισε ή μάλλον ψεύδισε η κυρία Αλίκη και βροχή πήραν να τρέχουν τα δάκρυα από τα μάτια της, εκεί, στην αυλή. Αυθόρμητα έσπευσα κοντά της, την αγκάλιασα προστατευτικά, όπως με αγκάλιασε εκείνη τότε, που ήμουν απαρηγόρητη διότι φοβόμουν πως δεν έγραψα καλά στο μάθημα.
«Τι συνέβη;». «Τα πήραν, θα τα πάρουν όλα…». Δεν καταλαβαίνω τίποτε. Μόνο που αντιλαμβάνομαι πλέον με έκπληξη πως απουσιάζουν από το στόμα της κυρίας Αλίκης τρία χρυσά δόντια. Αδυνατώ όμως ακόμα να συνδέσω τα λόγια με το λειψό στόμα. «Μου τα πήραν όλα τα καθάρματα, αλλιώς θα τον σκότωναν κι εκείνον και τη γυναίκα και τα παιδιά του. Εκείνος στο διάολο να πήγαινε κι ας είναι γιος μου, αλλά η γυναίκα, τα παιδιά; Χρωστούσε πολλά… το σπίτι το πούλησα μπέμπα, και τα έπιπλα, και το πιάνο… ήταν αντίκα βλέπεις κι έπιασε πολλά… αύριο φεύγω από εδώ». Δεν μπορώ να συγκρατήσω τα δάκρυά μου, η φωνή μου πνίγεται. «Μου πήραν τα πάντα, ακόμα και τα δόντια και βρίσκουν ακόμα χρέη. Αλλά λένε είναι ψυχοπονιάρηδες και χαρίζουν τα υπόλοιπα». Δεν αντέχω να ακούω… επιτέλους συνδέω τα κομμάτια του πάζλ.
«Εγώ φταίω, όλο έλεγα πως θα αλλάξει αλλά αυτός τίποτε. Τώρα, στα δύσκολα το βούλιαξε το καράβι… Μπέμπα, θα έρθεις καμιά φορά να με δεις; Θα πάω στην Καστοριά… ένα μικρό σπίτι εκεί το γλίτωσα, ξέρεις πόσο ωραία είναι η λίμνη;». Εγώ δεν αντέχω το δράμα της κι εκείνη καλλιεργεί ακόμα και τώρα ελπίδα μέσα στην απόγνωση. Αντιλαμβάνεται τα μάτια μου κολλημένα στο φαφούτικο στόμα της. «Κάτι θα κάνω, δεν θα μείνω έτσι… ο καλός ο καπετάνιος στην φουρτούνα φαίνεται, να το θυμάσαι αυτό». Κατακόκκινη αποστρέφω το βλέμμα από το στόμα της κι εκείνη μου χαϊδεύει το μάγουλο. Αυθόρμητα το βλέμμα μου αγκαλιάζει τις τριανταφυλλιές. Νιώθω το άλικο τριαντάφυλλο της Αλίκης, που κοσμούσε από τον Απρίλη ως τον Ιούνη το ντεκολτέ μου, να μου τρυπά την καρδιά. Ο φαφούτικος ψίθυρος μάθημα δύναμης: «Άντε, άμα έρθεις Μάη στην Καστοριά μπορεί να βρεις και τριαντάφυλλα». Χαμογελάω και σκέφτομαι ένα στίχο-σύνθημα «Δεν θα πεθάνουμε ποτέ κουφάλα νεκροθάφτη».