Του Γιάννη Αγγελή
Τους τελευταίους μήνες ακούω συνεχώς τις λέξεις επιμήκυνση, χρέος, ευρώ, και δραχμή. Δεν ξέρω πια τη σημασία τους. Μου φαίνονται όλες ίδιες χωρίς να έχουν μεγάλες διαφορές. Ένας αχταρμάς σερβιρισμένος από λαοπλάνους σε νεκρά ακροατήρια.
Αναρωτιέμαι μήπως δεν είμαι σωστά ενημερωμένος και δε μπορώ να κατανοήσω όσα λέγονται. Ίσως πάλι ζητώ απαντήσεις που δε τελειώνουν με δεκαδικούς αριθμούς. Δεν έχω διαβάσει, ούτε έχω ακούσει μέχρι στιγμής τη λέξη «όραμα». Μοιάζει απαγορευμένη λέξη, σα μυστικό που δε συμφέρει πολλούς να μαθευτεί. Η εξουσία την τρέμει, ενώ οι άνθρωποι την αγνοούν. Εγώ ενίοτε τη σιγοψιθυρίζω και παίρνω δύναμη να συνεχίσω. Έχουν, όμως, οι νέοι άνθρωποι όνειρα και βλέψεις για το μέλλον;
Το ερώτημα θα μου πείτε πως είναι δύσκολο και εγώ ίσως ανίκανος να το απαντήσω. Δε θα πάρω θέση ή τουλάχιστον θα προσπαθήσω. Θα ανοίξω το ημερολόγιο μου και θα αφηγηθώ συμβάντα και ιστορίες. Κάποιες είναι παλιές, άλλες πάλι πιο πρόσφατες. Ο χρόνος, εξάλλου, είναι μια ευθεία γραμμή προς το άπειρο.
Θα μεταφερθώ σε ένα αμφιθέατρο, όπου επικρατούσε αναβρασμός. Όλοι φώναζαν, κανείς δεν ακουγόταν. Εγώ, καθισμένος σε μια γωνιά, πάλευα να διατυπώσω επιχειρήματα και να καταλάβω που ανήκω. Συμμετείχα σε μια φοιτητική συνέλευση ή σε ένα φιάσκο πολιτικού λόγου. Όταν ήρθε η στιγμή της ψηφοφορίας κάποιοι σήκωσαν τα χέρια, ενώ άλλοι μούτρωσαν. Μια κοπέλα άρχισε να μετράει ψηφοφόρους- θηράματα, υπακούοντας τις εντολές κάποιου γορίλα-αρχηγού. Ήταν τόσο ευτυχισμένη με αυτό που έκανε. Φορούσε ένα κολάν που την στένευε, αλλά δε την ένοιαζε καθόλου. Αυτό την έκανε πιο ποθητή. Έδινε τον καλύτερο της εαυτό, προσπαθώντας να μην απογοητεύσει κανέναν.
Χαμογελούσε διάπλατα. Την παρατηρούσα προσδοκώντας να κατανοήσω τη συμπεριφορά της. Υποτιμούσε τόσο πολύ τον εαυτό της, που νόμιζε πως μπορεί να κάνει μόνο αυτό; Θα είχε διαβάσει άραγε κάποιο βιβλίο προσπαθώντας να φανταστεί ένα διαφορετικό τέλος; Το πρόσωπο της ήταν μακιγιαρισμένο. Ανέβαινε τα σκαλιά με χάρη. Ήμουν σίγουρος πως από μικρή φαντασιωνόταν ένα πλούσιο γάμο με αυτήν στο επίκεντρο. Δεν είχε μάθει να ελπίζει σε κάτι καλύτερο. Η ελπίδα δεν είναι μόνο ανάγκη, αλλά και εκπαίδευση τελικά. Η πολιτική για αυτήν ήταν απλά μια πούδρα που φεύγει με ένα φύσημα. Ξαναγύρισε στη θέση της. Ο σκοπός της επιτεύχθηκε και με το παραπάνω.
Ένα ζεστό μεσημέρι βρισκόμουν σε φιλικό σπίτι. Έπινα το καφέ μου απολαμβάνοντας την ωραία συντροφιά. Κάποιοι φίλοι φοβούνταν πως το πτυχίο τους δε θα είχε αντίκρισμα. Τρομοκρατούνταν με την ιδέα της ανεργίας. Εκείνη ακριβώς την ώρα περίμενα να ακούσω την εναλλακτική τους πρόταση. Ένα όραμα που θα με συναρπάσει και θα μου δώσει κουράγιο. Τότε είπαν πως θα ανοίξουν ένα στριπτιτζάδικο, για να εξοικονομήσουν πολλά χρήματα. Ήταν αυτονόητο φυσικά πως θα είχαν πολλές γυναίκες. Θα μου πείτε αυτοσαρκασμός. Εγώ θα σας πω φιλοδοξία, που τους είχε τριβελίσει το νου χιλιάδες φορές. Επιθυμούσαν διακαώς να είναι δυνατοί και όχι ξενέρωτοι. Ο ένας από τους δυο εκδήλωσε την επιθυμία να ανοίξει κι ένα μπαρ. Δε τον ένοιαζε η αισθητική του μαγαζιού. Ένα παιδί στα είκοσι κάτι που δε τον ένοιαζε να δημιουργήσει κάτι. Τον ενδιέφεραν μόνο τα φράγκα. Δε ήθελε να αλλάξει τον κόσμο. “Αυτά είναι μπούρδες των μαλλιάδων”, θα σου έλεγε. Ας βολευόταν αυτός και είχε ο Θεός για τους άλλους. Τα όνειρα του καταναλώνονται γρήγορα σα σφηνάκια που πίνουν μεθυσμένες τουρίστριες. Έπειτα από λίγο έφυγε. Θα πήγαινε σε ένα εμπορικό κέντρο να δει καμία ταινία. Δε του άρεσαν τα συνοικιακά σινεμά. Τα θεωρούσε παλιομοδίτικα και δήθεν.
Καθόμουν σε ένα μπαλκόνι με θέα το πέλαγος. Ο καύσωνας ήταν αφόρητος. Συνομιλούσα με συγγενείς σε αρκετά ευχάριστο κλίμα. Κάποιος από αυτούς εργαζόταν ως στρατιωτικός. Ήταν τριάντα χρονών. Μας έλεγε πως οι Έλληνες επιβίωναν πάντα και αυτό θα πράξουν σε αυτές τις δύσκολες συγκυρίες. Πίστευε πως ο ελληνικός πολιτισμός ήταν ο καλύτερος από όλους. Παρότι δεν γνώριζε αν ο Πλάτωνας ή ο Αριστοτέλης προηγείται σε χρονολογική σειρά. Ο σπαραγμός της κοινοτοπίας ήταν ατέλειωτος. Η βεβαιότητα του για τα πάντα, με σόκαρε. Δεν έχει αμφισβητήσει το παραμικρό στη ζωή του. Είχε καταβροχθίσει όλους τους ελληνικούς μύθους με απίστευτη λαιμαργία. Ένα ακόμη θύμα που αλυσοδέθηκε από έννοιες και σύμβολα. Θα ήθελε ποτέ στην εφηβεία του να δραπετεύσει; Να μεταμορφωθεί σε έναν περιπλανώμενο ταξιδιώτη που θέλει να χτίσει καλύβες στην άμμο και να ζήσει εκεί. Δε θα πρόλαβε μάλλον. Η μονιμότητα της θέσης είναι πιο ασφαλές ταξίδι. Πηγαινοερχόταν στο σπίτι χωρίς να τον ενδιαφέρει τίποτα και κανείς. Δε κοίταξε ούτε μια φορά τη θάλασσα. Έπαιζε με το κινητό του κατηγορώντας την κυβέρνηση πως δεν έχει απελάσει πολλούς μετανάστες. Δεν είπα κάτι, αν και σκέφτηκα πολλά…
Αυτοί οι άνθρωποι αν τους ρωτήσεις, θα σου πουν πως έχουν όνειρα και φιλοδοξίες. Θα βρίσουν το σύστημα, δανειζόμενοι φράσεις από “τηλεοπτικούς αγίους”. Τι είναι, όμως, τα όνειρα και τα οράματα; Το όραμα είναι να κοιτάς πιο μακριά από κει που σου επιτρέπουν. Να αμφιβάλεις για όσα οι άλλοι θεωρούν καθιερωμένα. Να ονειρεύεσαι το άπιαστο και να μη φοβάσαι το αναπάντεχο. Είναι η φλόγα που δε σταματάει να σιγοκαίει πάνω στον κόσμο. Ας την ανάψουμε ξανά λοιπόν…