Γράφει: Σωτηρία Βασιλείου
«Ξεπούλημα! Όλα τζάμπα! Κλείνουμε!». «Όλα σε τιμές κάτω του κόστους λόγω διάλυσης». «Κλείνουμε στο τέλος του μήνα. Προλάβετε!». Διαβάζω τις επιγραφές και με πιάνει πονόματος. Σαν προσκλητήρια σε κηδεία μου φαίνονται. Θα κλείσουν και αυτά τα καταστήματα, όπως έκλεισαν πρόσφατα και η μπουτίκ της κ. Ελευθερίας, το μπακάλικο του κ. Γιώργου, το μανάβικο της κ. Στέλλας, το κατάστημα ηλεκτρικών ειδών του κ. Γιάννη, το κουρείο του κ. Σταμάτη, το ψιλικατζίδικο της κ. Φωτεινής, το βιβλιοπωλείο της κ. Αθηνάς, το ινστιτούτο αισθητικής της Μαίρης…. και περιορίζομαι στα «δικά» μου μαγαζιά. Στα μαγαζιά, τα οποία επισκεπτόμουν για να ψωνίσω ή να εξυπηρετηθώ και λάμβανα πακέτο με τα προϊόντα και ένα καλό λόγο, ένα ζεστό χαμόγελο. Τώρα, στη θέση αυτών των μαγαζιών βλέπω ένα τίποτε… ένα τίποτε είναι και το μέλλον των καταστημάτων που αναγγέλλουν ξεπούλημα και διάλυση με τρόπο τραγελαφικά πανηγυρικό. Διότι πρέπει να ζητωκραυγάσουν το τζάμπα, ώστε να πουλήσουν έστω ό,τι απέμεινε, ώστε να καταγράψουν όσο το δυνατό λιγότερες ζημιές.
Πονεμένες ιστορίες… ένα λουκέτο ο θλιβερός επίλογος σε ιστορίες θυσιών και κόπων μιας ζωής. Δεν θα ξεχάσω ποτέ το κλάμα του κ. Γιώργου, όταν η μεταφορική έπαιρνε και τα τελευταία απομεινάρια από το άλλοτε τρανό μπακάλικο. Πενήντα χρονών άνθρωπος και έκλαιγε σαν μικρό παιδί… Η Μαίρη τώρα τρέχει με το βαλιτσάκι από σπίτι σε σπίτι… όποτε βρει δουλειά. Και τον κ. Γιάννη τον βλέπω όλο και συχνότερα να επισκέπτεται την κάβα της γειτονιάς. Και η κ. Στέλλα επισκέφτηκε για τρίτη φορά αυτό τον μήνα το μαγαζί που άνοιξε στη θέση του παλιού της μανάβικου.
Ναι! Το μαγαζί νοικιάστηκε – το μόνο ενοικιασθέν από τα ερημωθέντα – και στη θέση του άνοιξε ενεχυροδανειστήριο! Ο κλάδος είναι ίσως ο μόνος που ανθεί – εξαπολύοντας μια άρρωστη δυσοσμία – ενώ οι άλλοι κλάδοι φυλλοροούν και μαραίνονται, εν μέρει εξαιτίας αυτού του μαρασμού. Έτσι είναι, ο θάνατός σου, η ζωή μου. Άνοιξαν πολλά ενεχυροδανειστήρια στην πόλη αυτό τον καιρό… Παντού… Εξαπλώθηκαν σαν τις ακρίδες. Αδιάφανα τζάμια και μέσα, πίσω από ένα τζάμι ενίοτε, ο εκτιμητής ταμίας. Εκτός του μαγαζιού διακηρύσσεται η ποιότητα των υπηρεσιών, η προσωρινά υψηλή τιμή του χρυσού και του ασημιού, η φερεγγυότητα των συναλλαγών, ενίοτε και η τιμιότητα του καταστήματος… και πάντοτε δίνεται η διαβεβαίωση της διαφοράς από τους ανταγωνιστές. Διότι σε ένα ραγδαία αναπτυσσόμενο τομέα οι ανταγωνιστές είναι πολλοί, ορισμένοι παρελαύνουν και στο διαδίκτυο. Και προσφέρουν μάλιστα και τρελή εξυπηρέτηση οι τύποι… τους ενημερώνεις, σου στέλνουν κουτί, τα στέλνεις τα κοσμήματα, σου στέλνουν χρήμα.
Βρέθηκα κι εγώ κάποτε σε ένα τέτοιο χώρο. Πάνε πολλοί μήνες. Τέλος του μήνα ήταν και βρέθηκα χωρίς ούτε ένα ευρώ στο πορτοφόλι. Δανεικά δεν ήθελα να ζητήσω, σε δύσκολους καιρούς ντρέπεσαι να το κάνεις. Έβαλα σε ένα κουτάκι ένα ζευγάρι παιδικούς κρίκους και ένα δακτυλίδι της ίδιας εποχής, δεκαοκτώ καρατίων όλα, και πήγα να τα ανταλλάξω με ευρώπουλα. Ήταν οι πρώτοι μου κρίκοι… αλλά έπρεπε κάτι να δώσω. Η κυρία με το βεβιασμένο χαμόγελο έβαλε πρώτα τα κοσμήματα στην ιδρωμένη χούφτα της, τα περιεργάστηκε, έπειτα τα ζύγισε. Συνοφρυωμένη μου δήλωσε πως η αξία ήταν χαμηλή… αλλά επειδή με συμπάθησε – πότε πρόλαβε; – θα προσπαθούσε να κάνει το καλύτερο. Το καλύτερο ήταν εξευτελιστικό αλλά δεν έφερα αντίρρηση. Έπρεπε… Έφυγα από το ενεχυροδανειστήριο με ένα πρωτόγνωρο αίσθημα αηδίας. Ένιωθα να μου λείπουν οι κρίκοι μου… ένιωσα, σαν σε παραίσθηση, εκείνο τον πόνο που μου προκάλεσε το πρώτο τρύπημα των αυτιών, για να βάλω εκείνους τους κρίκους.
Μου έλειπαν οι κρίκοι μου… μου λείπουν πιο πολύ από όσο φανταζόμουν πριν τους π(α)ρ(α)οδώσω. Υποψιάζομαι τώρα το δράμα της κ. Στέλλας. Είμαι σίγουρη πως πούλησε ακόμα και τη βέρα της… δεν την φορούσε χθες. Το δράμα της κ. Αλίκης δεν μπορώ καν να το συλλογιστώ… πώς μπορεί κανείς να συμμεριστεί το δράμα του ξεπουλήματος των χρυσών δοντιών;
Σκέφτομαι πως το χρυσάφι των κρίκων, της βέρας, των δοντιών, απογυμνωμένο από τη συναισθηματική αξία και τη λειτουργία του, αποστειρωμένο από το αίμα που χύθηκε – μεταφορικά και κυριολεκτικά – κατά τον αποχωρισμό του, μπορεί κάποτε να βρεθεί στο ίδιο χωνευτήρι… Ματωμένο χρυσάφι…