Τα χρώματα

Γράφει: Σωτηρία Βασιλείου

Χθες αποφάσισες να μου μάθεις τα χρώματα. Γέλασα όταν μου το ανακοίνωσες. Πιο πολύ γέλασα όταν είδα τις χρωματιστές καρτέλες σου και τις μπογιές που κουβάλησες, σαν τον δάσκαλό μου στο δημοτικό ήσουν. Γέλασα, με εκείνο το νεοφανές κελαρυστό γέλιο μου, πλήρης απορίας και εκπλήξεως. Δεν μπορούσα να καταλάβω το νόημα της διδασκαλίας. Ωστόσο δεν σε απέτρεψα, δεν το συνηθίζω άλλωστε.Και έτσι πήρες να μου εξηγείς τα χρώματα, το σημαίνον και το σημαινόμενο. Αυτά τα ήξερα τέλεια. Ουδεμία έκπληξη από μέρους σου. Ήσουν βέβαιος για τις γνώσεις μου.

Και το δεύτερο κεφάλαιο, την ακολουθία των χρωμάτων, φαινόμουν να το κατέχω καλά. Πόσο υπερόπτης ήμουν… Μου έδειξες το γκρίζο και μετά ένα ουράνιο τόξο. «Είναι η καταιγίδα και το ουράνιο τόξο που φάνηκε μαζί σου», σου είπα χαμογελώντας. Έπειτα μου έδειξες το μαύρο και το πράσινο. «Ελπίδα μετά τη σκοτοδίνη», σου είπα. Και πάντα χαμογελούσα. Έπειτα… συνδυασμός μαύρο και σκούρο κίτρινο και μετά κόκκινο και μετά ουρανί. «Κίνδυνος, πάθος και γαλήνη», παρατήρησα. Ύστερα… ανθρακί, κόκκινο, λευκό και ροζ. «Ερείπια, φλόγα, γαλήνη…». Και όλο χαμογελούσα. Διότι η συλλογιζόμουν την προτεραία και τη σημερινή κατάσταση. Συλλογιζόμουν τα θλιβερά χρώματα του παρελθόντος και τα ελπιδοφόρα, τα γαλήνια και τα ζείδωρα χρώματα του παρόντος και το μέλλοντος. Αυτό το τελευταίο μάλλον δεν έπρεπε να το συλλογιστώ ως βέβαιο… Μετά το κατάλαβα.

Διότι ξάφνου μου έδειξες ένα θεσπέσιο φούξια μαζί με ένα λαμπερό κίτρινο, σαν του ήλιου, και μετά από αυτό ένα θλιβερότατο σκούρο μωβ… πεθαμενί. Τρόμαξα. «Λάθος έκανες», σου είπα. «Το φούξια πρέπει να ακολουθήσει». Μα εσύ τίποτε. Και ακολούθως συνδύασες πράσινο με μαύρο… με τη σειρά αυτή. Πήρα να αλλάξω τη σειρά αλλά με σταμάτησες. «Ερμήνευσε αυτό που βλέπεις… όπως πριν», με προέτρεψες. Σε κοίταξα μάλλον απεγνωσμένα. Φοβόμουν να περιγράψω το θέαμα, τρέμοντας πως η ρήση θα έφερνε την πραγματοποίησή του σημαίνοντος. Μα εσύ επέμενες. «Βλέπω ήλιο και χαρά, και έπειτα… θάνατο, βλέπω ελπίδα και μετά απελπισία, σκοτοδίνη», ψέλλισα. «Αλλά τέτοιες ακολουθίες δεν συμβαίνουν, εγώ δεν θα τις ζήσω…». Εξακολούθησες να με κοιτάς. Προσπάθησα να διαβάσω τα μάτια σου. Δεν έλεγες τίποτε, ήθελες να πω και άλλα. «Αν συμβεί… μα πώς… αφού είσαι δίπλα μου… δεν γίνεται», ψέλλισα. «Και όμως… είναι κύκλος η ζωή κι εσύ πρέπει να μάθεις να περπατάς και να απολαμβάνεις κάθε τόξο, κάθε ακτίνα, όλη την περίμετρο, κάθε τετραγωνικό του. Μόνο έτσι θα φτάσεις στο κέντρο σοφή και πλήρης, εμφορούμενη από το συναίσθημα πως έζησες. Θες τώρα να μπεις σε ένα κλουβί, να κολλήσεις σε αυτό το σημείο του κύκλου, για να βλέπεις και να απολαμβάνεις μόνο τον ήλιο». «Μα… πως… φοβάμαι…». «Δεν πρέπει να φοβάσαι, διότι ο κύκλος γυρίζει, τα χρώματα αλλάζουν επίσης… μια σταγόνα μπλε μπογιάς να βάλω στο κίτρινο αυτή θα πρασινίσει, αν προσθέσω λευκό στο κόκκινο θα γίνει ροζ και σ’ αυτό το μωβ το θλιβερό ρίξω λίγο λευκό αυτό θα πάρει το χρώμα της ανεμώνης… αν από την άλλη αφήσω τις μπογιές μου άνεργες και απλά τις παρατηρώ αυτές απλά θα στεγνώσουν και θα γίνουν ουσιαστικά άχρηστες».

Και μέσα από τα λόγια σου έφτασα να μην ξέρω ποιος φόβος μου ήταν ο μεγαλύτερος… ο φόβος της αλλαγής ή του απολιθώματος. Έτρεμα την εναλλαγή, την ταλαιπωρία, τον πόνο, το άγνωστο αλλά πλέον έτρεμα πιο πολύ το φόβο της πλεύσης σε στάσιμα νερά.

Σε αγκάλιασα και σου έσφιξα του χέρι. Έπειτα πήρα τις καρτέλες σου και τις πέταξα ψηλά. Έπεσαν στη γη σχηματίζοντας ένα πανέμορφο μωσαϊκό. Κι εσύ χαμογέλασες. «Είμαι περήφανος», μου ψιθύρισες. Δεν είπα τίποτε… ήξερα μόνο πως δεν φοβόμουν πια…