Γράφει: Παπαπρίλης Πανάτσας Κωνσταντίνος
Κι αν ξημερώσει,
τις τσέπες σου θα γεμίσω αχτίδες,
τροφή για μάτια δύσπιστα
και χείλη σφραγισμένα.
Σήκω, τον κόσμο σου να τρέξεις,
να κάνεις θόρυβο σε ξύλινα πατώματα,
να μάθεις, ποια σανίδια θα ρημάξουν.
Σημάδια να τ’αφήσεις,
με κόκκινο κραγιόν,
να τ’ αποφεύγεις.
Ή, να κοιμάσαι πάνω τους.
Τον ύπνο του τρελλού, του διψασμένου,
που κύματα αρμύρας προσμένει στο λαιμό του.
Κι αν κολυμπήσεις,
χαμογέλα.
Είναι απέναντι, τ’ απάτητο νησί σου.