52o Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης… revisited

Γράφει: Παύλος Βασιλειάδης

Επειδή οι πολιτικές εξελίξεις τρέχουν με ιδιαίτερα μελαγχολικούς ρυθμούς τον τελευταίο καιρό, επιβάλλεται ίσως περισσότερο από κάθε άλλη φορά να μιλήσουμε λίγο και για Τέχνη. Το μεγάλο φθινοπωρινό καλλιτεχνικό γεγονός της Θεσσαλονίκης, το 52ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου, τέλειωσε αισίως πριν μερικές μέρες. Σκηνοθέτες, παραγωγοί, ηθοποιοί, ερμηνευτές που ήθελαν να περάσουν για καλλιτέχνες, αρχάριοι και καραβανάδες σινεφίλ, μπλαζέ αστοί, περίεργοι, τυχαίοι αλλά και απλοί, ανυποψίαστοι πολίτες κατέκλυσαν για ένα δεκαήμερο τις αίθουσες του Ολύμπιον και των αποθηκών στο Λιμάνι της πόλης για να πάρουν μια γεύση από την πολυδιαφημιζόμενη και πολλά υποσχόμενη κινηματογραφική πανδαισία.

Για το καλό του ίδιου του Φεστιβάλ η προσέλευση του κοινού υπήρξε, όπως αναφέρθηκε, μαζικότατη. Παρά το πάστωμα, το στοίβαγμα και το ανελέητο σπρώξιμο σε κάθε σχεδόν προβολή, οι Θεσσαλονικείς, πιστοί στον ιδιόμορφο σαλονικιώτικο πατριωτισμό τους, κατάφεραν και στήριξαν τη διοργάνωση παρά τις αθηναϊκές μεθοδεύσεις και την προϊούσα οικονομική κρίση. Αν η πόλη μπορεί όντως να γίνει μια παρέα, τότε αυτό μπορεί, χωρίς διάθεση υπερβολής, να επιτευχθεί στο πλαίσιο του Φεστιβάλ. Είναι ίσως ένας χώρος που έχει μείνει αμόλυντος από σκοπιμότητες στη συνείδηση του κοινού, ενώ ταυτόχρονα αποτελεί έναν από τους λίγους θεσμούς στη Θεσσαλονίκη που αφήνει έστω και ένα ελάχιστο περιθώριο για επικοινωνία, προβληματισμό και ενδιαφέρουσες συζητήσεις. Όχι βέβαια ότι συντελούνται ζυμώσεις κοσμογονικής σημασίας (ήδη η κολακεία, η διαφήμιση, το κακό γούστο και η επίδειξη έχουν κάνει κάτι παραπάνω από αισθητή τη διαβρωτική τους παρουσία), ταυτόχρονα, όμως, δεν μπορείς παρά να γεμίσεις ελπίδα βλέποντας επί δέκα μέρες ανθρώπους άσχετους με την 7η Τέχνη (και ίσως με την Τέχνη γενικότερα) να μιλάνε για τον Ulrich Seidl, που κέρδισε το θαυμασμό του Werner Herzog, τον Paolo Sorentino και την «ταινιάρα» που γύρισε με τον Sean Penn ή τον Ole Christian Madsen και το δανέζικο σινεμά που «ενηλικιώνεται».

Ας περάσουμε, όμως, και στο καθαυτό κινηματογραφικό θέαμα του Φεστιβάλ. Εδώ τα πράγματα κάθε άλλο παρά ενθαρρυντικά φάνηκαν, καθώς ένα σημαντικό ποσοστό από τις προβληθείσες ταινίες απείχε παρασάγγες από τις προδιαγραφές και το επίπεδο που είχαμε συνηθίσει. Για να το θέσουμε πιο απλά, οι ταινίες του φετινού Φεστιβάλ, παρά τις ευγενείς τους φιλοδοξίες, ήταν από τις χειρότερες των τελευταίων ετών. Σαφέστατα υπήρξαν φωτεινές εξαιρέσεις. Σαφέστατα υπήρξαν ευχάριστες εκπλήξεις. Αυτό όμως που έμεινε στο τέλος ήταν μια ανικανοποίητη προσδοκία. Όλοι περίμεναν το κάτι παραπάνω, κάτι περισσότερο από μια απλή παρέλαση «διεκπεραιωτικών φιλμ», τα οποία και ο πιο αδύναμος σπουδαστής σε μια σχολή κινηματογράφου θα μπορούσε να φτιάξει. Αναμφίβολα οι διοργανωτές κατέβαλαν ιδιαίτερη προσπάθεια προκείμενου να εξασφαλίσουν ένα ευχάριστο και όμορφο Φεστιβάλ, τη στιγμή μάλιστα που τα οικονομικά της χώρας δεν επέτρεπαν φέτος πολλές πολυτέλειες. Όλοι νομίζω την αναγνωρίζουμε και την επικροτούμε. Παράλληλα όμως θα όφειλαν, βάσει των νέων δυσμενών συνθηκών, οι υπεύθυνοι διοργανωτές να ξεκαθαρίσουν αν οραματίζονται ένα επιφανειακό Φεστιβάλ Κινηματογράφου με πολλές αλλά μέτριες ταινίες ή ένα ουσιαστικό Φεστιβάλ Κινηματογράφου με λίγες και καλές ταινίες. Όλοι θα θέλαμε έναν αρμονικό συνδυασμό αυτών των δύο, τα αντικειμενικά δεδομένα όμως που σήμερα επικρατούν (και θα συνεχίσουν μάλλον να επικρατούν για κάποια χρόνια) καθιστούν ένα τέτοιον στόχο μάλλον ανέφικτο. Όσο εμπρηστικό και να φαίνεται, δεν πιστεύω πως έχει κάποια αξία το να προβάλλεις 200 ταινίες χάριν ποικιλίας και οι 150-170 εξ αυτών να «κάνουν χαμηλές πτήσεις». Αυτόματα η διοργάνωση οδηγείται σε υποβάθμιση του επιπέδου και μοιραία σε απώλεια κύρους. Σίγουρα ένα φεστιβάλ οφείλει να λαμβάνει υπόψη την κινηματογραφική ποικιλομορφία, τα διάφορα ρεύματα και τις πολύπλευρες απαιτήσεις των κινηματογραφόφιλων, αυτό όμως δε θα πρέπει να πλήττει την ποιότητα των εκάστοτε ταινιών. Όταν αρχίσουμε να μετρούμε την ποιότητα με όρους ποσότητας, τότε δεν υπάρχει αμφιβολία ότι βαδίζουμε σε επικίνδυνο έδαφος.

Από την άλλη, είναι αυτονόητο ότι ένα τέτοιο ζήτημα είναι εξαιρετικά περίπλοκο για να αναλυθεί μέσα σε λίγες γραμμές. Οι παράγοντες που εμπλέκονται είναι πολλοί και χρήζουν ο καθένας ιδιαίτερης εξέτασης. Δεν αποκλείεται όμως και όλα αυτά που περιέγραψα παραπάνω να είναι μια κακή παρένθεση. Ένα ολίσθημα που στη μακρόχρονη πορεία ενός φεστιβάλ κινηματογράφου, όπως αυτό της Θεσσαλονίκης, ενδέχεται να συμβεί. Παρ’ όλ’ αυτά, εγώ θα επιμείνω στην αρχική μου θέση, καθώς οι 38 ταινίες που παρακολούθησα το φετινό νοεμβριανό δεκαήμερο δεν μου άφησαν περιθώριο για να καταλήξω σε κάποιο άλλο αξιόλογο συμπέρασμα. Μπορεί να είναι αποτέλεσμα αφέλειας, κακής κρίσης ή καχυποψίας. Πιθανόν. Το 53ο Φεστιβάλ θα δείξει…