Τι ξέρεις εσύ από έρωτα;

Γράφει: Παπακώστα Ελένη

Εκείνο το βράδυ παρήγγειλε μπύρα, κάθισε ήρεμη στο μπαρ και αμέσως στην κιτρινισμένη γόπα χαράχτηκε το μπορντό αποτύπωμα των χειλιών της.

Άνοιξε την ταμπακιέρα -δώρο υποχρέωσης κάποιου ταξιδιού- και έριξε μια κλεφτή ματιά στο τελευταίο στριφτό της τσιγάρο, αυτό με το πολύχρωμο χαρτάκι.

Το φυλούσε εκείνο το τσιγάρο μήνες τώρα για κάτι ξεχωριστό και φαντάζονταν τον εαυτό της να το κρατάει μια τύπισσα-στιγμή που θα διέκρινες απ’ τις άλλες σαν καλοσμιλεμένο γυαλί ανάμεσα στους τόσους κόκκους άμμου.

Ένα μειδίαμα τάραξε για λίγο της φακίδες των ζυγωματικών της, έκλεισε βιαστικά την ταμπακιέρα, σαν μια ένδειξη αυτοτιμωρίας που έκανε απαγορευμένες σκέψεις, και γύρισε στον απατεώνα καπνό και την μουσική.

-Χόρεψε μωρό μου, της ψιθύρισε και την τράβηξε από το χέρι.

Η ακίνδυνη βία την επανέφερε για λίγο στην πραγματικότητα και ο καπνός του τσιγάρου αντικαταστάθηκε σιγά-σιγά από το άρωμά του. Ένας περίεργος συνδυασμός πικρού πορτοκαλιού, patchouli και κανέλας.

Η μουσική άρχισε να πνίγεται στους ψιθύρους, η μπύρα έχανε την μεθυστική της ικανότητα, ο κόσμος εξατμιζόταν και τα φώτα άρχιζαν να τρεμοπαίζουν. Το σκηνικό έλιωνε όσο αυτός άρχιζε να την βλέπει σαν άνθρωπο και εκείνη σαν ναρκωτικό: Αυτός ήθελε να μπει μέσα της και αυτή πέθαινε να τον δοκιμάσει.

Φεύγοντας ο τόπος είχε νοτίσει εκείνο το οινοπνευματί χρώμα που παίρνει ο ουρανός πριν ξημερώσει. Η υγρασία τρύπωνε σε κάθε κύτταρο, απομίμηση παράνομου οπίου. Εκείνη ζαλισμένη τον άρπαξε απ’ την μέση και εκείνος την έβαλε κάτω από το σκούρο παλτό του μπερδεύοντας τα σκούρα μαλλιά της.

Αργότερα, σ’ ένα μικρό δωμάτιο, σε κάποιο τριάρι στο κέντρο, η μπύρα της μπερδεύτηκε με μυρωδιά βαριάς τεκίλας και το πικρό πορτοκάλι με βανίλια και μπαγιάτικο καπνό.

-Μη γίνεις πιεστική, της είπε.
-Σ’ αρέσουν τα εύκολα, απατεώνα.
-Όχι, δεν ξέρεις ότι ο έρωτας αργεί καμιά φορά;
-Τι ξέρεις εσύ από έρωτα;
-Ξέρω. Μίλα ψιθυριστά αν είναι να μιλάς για έρωτα.
-Δεν μπορώ να σ’ εμπιστευτώ.
-Δοκίμασε.
-Και αν χάσω;
-Δεν είναι παιχνίδι εξουσίας μωρό μου, δε σε είχα, δε με είχες. Δε χάνουμε τίποτα.

Έβγαλε προσεκτικά την ταμπακιέρα και χάιδευε αμήχανα την επιφάνειά της όσο συνέχισαν να μιλάνε. Είπε κάτι άσχετο για ένα βιβλίο που ήταν ξεχασμένο στο γραφείο, εκείνος άρχισε να γελάει.

Πήρε προσεκτικά το πολύχρωμο τσιγάρο, καπνίζοντάς το με κλειστά τα μάτια. Τον ευχαρίστησε σκουπίζοντας προσεκτικά την στάχτη που είχε πέσει στο κομοδίνο, ντύθηκε ενώ εκείνος άλλαξε πλευρό, έκλεισε βιαστικά την πόρτα πίσω της αφού κοντοστάθηκε για λίγα δευτερόλεπτα προσπαθώντας να αφουγκραστεί κάτι ένοχο -ίσως κάτι πρόστυχο- μέσα στην τόση ησυχία. Κάτι το αναπάντεχο.

Μάταιο. Κανένας δεν είδε, κανένας δεν άκουσε, κανένας μάρτυρας στο ότι το όνομά του από δω και πέρα θα της θυμίζουν τα πιο ζόρικα μεθύσια. Ξημέρωσε.

Πηγή εικόνας