Πωλείται αγάπη. Πληροφορίες εντός.

Γράφει: Eλένη Παπακώστα

Η Ηλέκτρα έχει δυο βαθουλωτά γκριζοπράσινα μάτια, ίσως τα πιο βαθουλωτά μάτια που έχω δει ποτέ μου. Τα μαλλιά της είναι πορφυρό ξανθό, όπως λέει, μα στο σκοτάδι φαίνονται καστανά, όπως η ρίζα της.

Την γνώρισα σ’ ένα λεωφορείο, ενώ έξω έβρεχε και είχε ομίχλη και δεν είχα κανέναν να έρθει να με πάρει απ’ τον σταθμό. Είχα γυρίσει κρυφά.

Δε μ’ αρέσουν τα Χριστούγεννα, μου είπε μετά από μέρες δίπλα από την ρόδα που είχε στηθεί στην πλατεία για να ενθαρρύνει τον επικείμενο ερχομό των γιορτών. Πολύχρωμα φωτάκια αναβόσβηναν εναλλάξ και το μόνο που άκουγες ήταν κάτι ενθουσιασμένες τσιρίδες πιτσιρικιών που στροβιλίζονταν στο καρουζέλ και στο πλαϊνό τρενάκι. Και το γκάρισμα του άντρα με το μουστάκι που πουλούσε σαλέπι.

Λίγο πιο πέρα γριές πουλούσαν λαθραία τσιγάρα και γέροι είχαν στήσει μπαρμπούτι. Ο αέρας μύριζε καπνό από τα λίγα εναπομείναντα τζάκια και η υγρασία τάραζε κάθε μας κύτταρο.

Μόνο μια φορά λάτρεψα τα Χριστούγεννα, συνέχισε, μια φορά που ξενύχτισα γιατί μέχρι το πρωί στολίζαμε το δέντρο με αγγελάκια και άλλα τέτοια χριστουγεννιάτικα. Μέχρι στις πέντε το πρωί πίναμε ζεστό κρασί με μέλι, ενώ ο τόπος είχε γεμίσει με χρυσόσκονη χωρίς κανένας να ενδιαφέρεται, πραγματικά, να την μαζέψει. Απλώς κοιτούσαμε το δέντρο. Αυτό. Και τότε κατάλαβα ότι εκείνα τα Χριστούγεννα τα είχα -μοιραία- αγαπήσει όμως, γενικά, δε μ’ αρέσουν.

Δε μ’ άρεσαν ποτέ, δηλαδή, γιατί εκείνες τις μέρες -εκείνες τις δεκαπέντε μέρες που γυρνώντας σπίτι στο δρόμο άκουγες χαλασμένα λαμπάκια να παίζουν πνιχτά χριστουγεννιάτικα τραγούδια- με ανάγκαζαν να δίνω αγάπη. Μου έδειχναν πόσο παρτάκιας είμαι που δεν αγόραζα τα -πανάκριβα- παιχνίδια της Unicef για καλό σκοπό, πόσο σκουλήκι του καπιταλιστικού συστήματος ήμουν που έβγαινα πρωτοχρονιά σε κάποιο -αποπνικτικό- νυχτερινό κέντρο διασκέδασης, πόσο θα έπρεπε να ντρέπομαι -κατά τους γονείς μου- που δε τους συνόδευα Χριστούγεννα στην «Ανεμούτσα» να παίξουμε την ευτυχισμένη οικογένεια. Άσχετα αν όλες τις υπόλοιπες μέρες του χρόνου με το ζόρι συναντιόμαστε μέσα στο σπίτι.

Κι όμως εκείνες τις «Άγιες Μέρες» έπρεπε σώνει και ντε να μοιράζω αγάπη. Πιστεύω πως -και έγειρε συγκαταβατικά προς το μέρος μου σαν να είχε να μου πει κάποιο ύπουλο μυστικό- αν η αγάπη ήταν κάτι υλικό, αν με λίγα λόγια μπορούσες να την πιάσεις, ο κόσμος θα είχε βγει σαν τρελός στους δρόμους και θα πουλούσε αγάπη.

Δε θα την μοίραζαν, εννοείται, αλλά θα την πουλούσαν.

Θα υπήρχαν μάλιστα και ειδικά μαγαζιά που θα πουλούσαν ελπίδα με γελοίους τίτλους όπως “Σ’ εμάς θα βρείτε την αγάπη”, “Ψάχνετε για αγάπη;” και άλλα τέτοια. Και ακριβώς απ’ έξω, κάποιος πλανόδιος θα πουλούσε απομίμηση αγάπης σε διάφανα ελκυστικά βαζάκια με έντονα χρώματα και διάφορα σχεδιάκια ανάλογα με την περίσταση. Δηλαδή, αν κάποιος έψαχνε για ερωτική αγάπη το δοχείο θα στολίζονταν από ανέραστες καρδούλες, αν έψαχνε για μητρική αγάπη θα είχε κάποιο παιδί νηπιακής ηλικίας με άνοιγμα στα δόντια και ούτω καθεξής. Φυσικά, σε πιο χαμηλή τιμή για να μπορέσουν να κερδίσουν τον ανταγωνισμό με τις πολυεθνικές. Και όλοι θα ήταν ευτυχισμένοι.

Την κοίταξα λίγο με περιέργεια αφού δεν καταλάβαινα, η αλήθεια είναι, που το πήγαινε. Το ξέρω, δεν μπορείς να το καταλάβεις, μου είπε σαν να διάβασε την σκέψη μου, και σε αυτή την περίπτωση, θα σκεφτείς, θα χάναμε το μόνο πολύτιμο αγαθό που έχουμε τζάμπα. Μαζί με τον αέρα, προς το παρόν φυσικά, και τα τζάμπα μολύβια του IKEA. Όμως, σκέψου, αν πουλούσαμε την αγάπη τότε δε θα υπήρχε αυτή η φρενίτιδα ενόψει Χριστουγέννων και άλλων τέτοιων εορτών να αγαπήσουμε. Δε θα υπήρχαν άνθρωποι με προεόρτια κατάθλιψη, ούτε το άγχος να βρεις κάποιον να σε αγαπήσει, να αγαπήσεις.

Και τι θα γινόταν με αυτούς που δεν έχουν λεφτά;

Το κράτος θα προνοούσε γι’ αυτούς.

Σιωπή.

Η Ηλέκτρα κρατούσε μια απ’ αυτές τις διάσημες φυλλάδες που κυκλοφορούν σε πλατείες πόλεων και ενίοτε στριμώχνονται σε τραπέζια πολυσύχναστων καφέ. “Αλίμονο σ’ αυτούς που δε ξενύχτησαν”, φώναζε με κόκκινα γράμματα η φυλλάδα, πράγμα που φάνηκε να την προβληματίζει για λίγο. Θυμήθηκε το δέντρο, την χρυσόσκονη και το κρασί με μέλι.

Καλά, ίσως ήμουν λίγο υπερβολική, συμφώνησε. Αλλά δε θέλω να δώσω αγάπη, σκέφτηκε και ντρεπόμουν λίγο γι’ αυτή τη σκέψη. Σαν ξώπετση ευγένεια, που λέει και αυτό το άρθρο -μου έδειξε με τον δείκτη του δεξιού χεριού της τη φυλλάδα- είναι να δίνεις αγάπη όταν σε αναγκάζουν: ψεύτικο.

Φαντάσου πως θα είναι να την πουλάς, συμπλήρωσα.

(Η πλατεία με την ρόδα, το τρενάκι, το καρουζέλ, τις γριές με τα λαθραία τσιγάρα, τους γέρους που παίζουν μπαρμπούτι, τον κύριο που πουλάει σαλέπι και τις τσιρίδες των πιτσιρικιών… ναι, είναι η Αριστοτέλους).