Μοσχαράκι κοκκινιστό

Σιγοβρέχει. Ξεγελά την καταιγίδα, κρύβει την ξαστεριά. Βαδίζουμε γοργά με τον φίλο μου, έχοντας πάρει στο κατόπι τρεις γυναίκες. Πλέον δεν ξέρουμε τι θέλουμε. Δείχνουν ενοχλημένες, αλλά είμαστε βέβαιοι ότι τους αρέσει. Πυρακτωμένο σίδερο περιφέρεται στο χορό της φύσης.

Λιθόστρωτα καλντερίμια. Ελαφρύς, απαλός φωτισμός. Μυρωδιά υγρασίας χέρι-χέρι με αυτή του φρέσκου, μαστορεμένου ξύλου. Μικρά μαγαζάκια κλαίνε μπροστά στον θρίαμβο του εγωισμού και της ντροπής. Σπίτια σφαλιστά, με σκοτεινά παράθυρα που γελούν, σφυγμομετρώντας την απουσία της.

Μπαίνουν σε μαγαζί, και εμείς από πίσω. Ρούμι με ψυχή, αυτοπεποίθηση δίχως αύριο. Μουσική δυνατή, διαποτισμένη με αλχημεία. Ζωηρός φωτοφράκτης κρύβει και εμφανίζει πήλινα βλέμματα, γεμάτα λόγια και σιωπές. Ψάχνω τον φίλο μου. Μου την σπάει όταν φεύγει και δεν λέει που πάει. Η βροχή λάμπει, το ποτό κυριεύει, οι αναμνήσεις ξεπηδούν.

Πέντε λεπτά μετά, ο φίλος εμφανίζεται και ως δια μαγείας έχει μαζί του τις τρεις πρώην – ενοχλημένες δεσποινίδες. Προσπαθώ να χαμογελάσω στη γνωριμία. Ανοησία. Οι γυναίκες αντιλαμβάνονται την υποκρισία όπως ο Σέρλοκ αντιλαμβάνεται κάθε υπόθεση που αναλαμβάνει. Ανοησία; Ίσως όχι.

Πρώτα νιαούρισμα, μετά γαύγισμα, έπειτα γρύλισμα. Ψίθυροι εξαπατούν την ειλικρίνεια και χορεύουν σε γιαλούς, γιορτάζοντας την πρόσκαιρη επιτυχία τους. Αρχίζει να κινεί ρυθμικά και αρμονικά το σώμα της, χαρίζοντάς μου βλέμματα μεθυστικά και λαγνικές εκφράσεις. Με προκαλεί. Κύματα λατρεμένου εθισμού κάνουν την εμφάνισή τους, συγκρούονται σφοδρά στον βράχο της στιγμής διαβρώνοντάς τον. Μου λείπει.

Ντροπή. Τα πιόνια της σκακιέρας ξεκινούν να κινούνται. Η τελευταία είναι τοποθετημένη στις πρώτες θέσεις αεροπλάνου. Ο πιλότος είναι στην τουαλέτα, έχει βάλει σε λειτουργία τον αυτόματο συνάδελφο και φτιάχνει τα μαλλιά του.

«Μπορείς να σαγηνεύσεις κάθε άντρα, εκτός από εμένα.», της δηλώνω.
«Μπορώ να ξετρελάνω εύκολα κάθε άντρα. Έτσι και εσένα.», μου αποκρίνεται.
Εξαιρετικό αυτό. Μα λίγο μακριά από αυτό που μου λείπει.
«Αμφιβάλλω!», ανταπαντώ, βλέποντάς την να πεισμώνει.

Για να δούμε τι έχουμε. Σαντιγί, κρέμα σοκολάτας και φράουλας, τρούφα, κουβερτούρα, λικέρ ή κονιάκ, ακόμα και κερασάκι. Επιθυμώ δημιουργία τούρτας, αλλά δίχως να έχω παντεσπάνι…

Αποχωρούμε για μια ήσυχη βόλτα και βλέπω τον φίλο μου να μου χαμογελά, χορεύοντας με τις άλλες δύο δεσποινίδες. Ξέρει ότι τα έχουμε χαμένα, αλλά το απολαμβάνει. Δεν ξέρουμε τι κάνουμε, για πού βαδίζουμε. Ίσως να ζυγώνει νοτιάς, αλμύρα και ιδρώτας. Προχωρώ και συζητώ. Σκέφτομαι για το παρόν αλλά παράλληλα αναπολώ.

Μπαίνω στο σπίτι. Η κούραση με έχει γονατίσει. Φορώντας τις φόρμες μου, ξαπλώνω στον καναπέ και ανοίγω την τηλεόραση. Λάθος, αλλά δεν έχω δύναμη για τίποτε άλλο. Ούτε για ύπνο. Έρχεται και κάθεται δίπλα μου. Αρχίζει να με τρίβει, μου κάνει μασάζ. Λίγο αργότερα, κουρνιάζεται στην αγκαλιά μου. Την σφίγγω με το χέρι πάνω μου και με το άλλο προσπαθώ να πιάσω μια κουβέρτα που είναι παραδίπλα μου, καθώς μου φάνηκε λίγο κρύα. Καταλαβαίνουμε ο ένας τον άλλο χωρίς να μιλάμε. Παρατηρεί το ύφος μου, βλέπει τα μάτια μου και μαντεύει τις σκέψεις μου. Μαθαίνει δίχως την ακοή της όλη τη μέρα που πέρασε από το σώμα μου. Και μ’ αρέσει αυτό.

Πέντε λεπτά κουβέντα. Τα βασικά και τα αγαπημένα. Όχι για την μέρα που έχει παρέλθει, αλλά για την χαρά που μας διακατέχει επειδή φτάσαμε στην Ιθάκη μας. Η γαλήνη φουσκώνει σαν τρανή παλίρροια και σκεπάζει τις υποχρεώσεις. Ο έρωτας αλυσοδένεται και μένει ακίνητος και ήρεμος. Έχει ήδη κλείσει τα μάτια της, ήταν πιο κουρασμένη από μένα. Απλώς με περίμενε. Η αναπνοή της ομαλοποιείται σε χαμηλό ρυθμό. Αφού την προσέχει ο Μορφέας, μπορώ να κοιμηθώ και εγώ. Κλείνω το χαζοκούτι και έπειτα το φως με το anti-stress μπαλάκι. Άλλωστε μόνο ηλίθιος θα την ξυπνούσε κουνώντας το σώμα του. Σηκώνω τα χέρια μου εμπρός στην κόπωση.

«Αυτό μου λείπει. Αυτό χρειάζομαι. Με καταλαβαίνεις ε;»
Με κοιτάζει για αρκετά δεύτερα μ’ ένα βλέμμα πλημμυρισμένο απορία και έπειτα μου λέει:
«Και μετά;»
«Το πρωί με λαχτάρα παραδινόμαστε στην φύση μας.»

Ο έρως ελευθερώνεται και ταξιδεύει πίσω στον χωροχρόνο. Φτάνει σε εκείνη την ήρεμη βραδιά, στην μικρή λιμνούλα που είναι ποτισμένη με μυρωδιά τριανταφύλλου. Σκοπιά κρατάει η σελήνη και οι μικροί λόφοι, γεμάτοι καταπράσινη χλόη, εξασφαλίζουν την ιδιωτικότητα, περιτριγυρίζοντας τον υγρό βιότοπο. Και κάπου στη μέση της λίμνης, ένα μεγάλο νούφαρο πλέει με ανεπαίσθητες ταλαντώσεις σε ακαθόριστο προορισμό. Τα βλέμματα των αστεριών είναι στραμμένα στους επιβάτες του φυτού. Δύο ροδανθοί, σε πλήρη εγρήγορση, κάθονται σε απόσταση αναπνοής. Δέντρα αναπαύονται εκεί που σμίγει η γη με το νερό. Έχουν πάρει κλίση προς το εσωτερικό της λίμνης, προς το νούφαρο, ωσάν να είναι οι αισθήσεις που θέλουν να υποκλιθούν στην μαγεία του τοπίου και της στιγμής. Τότε με την βοήθεια ελαφρού ανέμου, οι ροδανθοί κινούνται ο ένας προς το μέρος του άλλου. Τόλμη συνδυασμένη με αθωότητα. Τα πέταλά τους ενώνονται και η ψυχή τους γίνεται ένα.

Η δίψα των συναισθημάτων κλέβει το φεγγαρόφως και το αφήνει απαλά. Σταγόνα – σταγόνα το διαχέει ισόποσα σε κλίματα, φορτωμένα με κοκκινοστάφυλα τσαμπιά, λουσμένα με ηδονική, απτή ευτυχία.

«Επιστρέφουμε στο μαγαζί;», την ρωτώ τελικώς.
«Πάμε όπου θέλεις.», μ’ απαντά, κοιτάζοντάς με ασκαρδαμυκτί στα μάτια.

Λίγο αργότερα, έφαγα τα δύο τελευταία κομμάτια κοκκινιστού που είχαν απομένει από το απόγευμα. Ήταν πεντανόστιμα. Είχαν απορροφήσει όλο το ζουμί…

Παπαπρίλης Πανάτσας Γ. Χρήστος