Ένας τρελός ανάμεσά μας

Γράφει: Ελένη Παπακώστα

Γενικά μαγάρισα πολλά βράδια, στο χω πει. Βράδια που σκεφτόμουν πότε το ένα πότε το άλλο, βράδια που παρακαλούσα, θεούς και δαίμονες, να μη φύγουν ποτέ -με τα πιο αρρωστημένα ανταλλάγματα-, βράδια που φοβήθηκα ότι δε θα ξημέρωναν.

Δεν ξέρω το γιατί, ίσως επειδή όλα μου έλειπαν περισσότερο τα βράδια και έφτιαχνα εικασίες σαν μικρό παιδί -αλλά δεν το μαρτύρησα ποτέ- ότι ήτανε, λέει, κάποια σατανική συμφωνία, ένα τερτίπι του διαβόλου να πάρει την ψυχή μου. Σ’ αυτόν τα έριχνα όλα. Είναι άρρωστο, θα μου πεις και ίσως έχεις δίκιο.

Απόψε αποφάσισα να μην μαγαρίσω το βράδυ μου ούτε στο ένα μα ούτε στ’ άλλο. Το αφιέρωσα σε εκείνον.

Σε είδα. Ήσουν ψηλός, γύρω στα σαράντα υπολόγισα. Σε είδα. Μπήκες ήρεμος μέσα στο βαγόνι και κάθισες ακριβώς πίσω μου. Μια περίεργη γλυκιά μυρωδιά -ανακατεμένη με μια δόση πιπεριού θα έλεγα- σε ακολουθούσε σιωπηλή και αυτή μαζί με τις δυο γοητευτικά συνοφρυωμένες γραμμές που είχες για μάτια, με έκανε να σε προσέξω. Το περπάτημά σου ήσυχο, αλλά προσπαθούσες να με ξεγελάσεις.

Καθώς το βαγόνι έφευγε μουγγρίζοντας, μια βραχνή φωνή έκανε την σιωπή του αμήχανου πλήθους να σαλέψει. Εσύ, χωρίς να το προσπαθήσεις ιδιαίτερα, έγινες για λίγο πρωταγωνιστής σε ένα υποκριτικό θέατρο παραλόγου, σ’ ένα θέατρο όπου οι θεατές κοιτούσαν αδιάφορα έξω από το παράθυρο -δήθεν και τάχα μου ότι δεν ακούνε, επειδή ένιωθαν ντροπιασμένοι γι’ αυτή την ανικανότητά τους να «μην στήσουν αυτί»-.

-Όλες τους γυρίζουνε σε μένα εκτός από εκείνη που έθαψα.
Έκλαψα γι’ αυτήν, μα έκλαιγα εύκολα εκείνη την εποχή. Δεν καταλαβαίνεις, έτσι; Δεν εκπλήσσομαι. Πρέπει να έχεις ερωτευτεί για να γράψεις ποίηση κι εσύ δεν ξέρεις τι σημαίνει να είσαι ερωτευμένος. Αυτό είναι το πρόβλημα με εσένα.

Γύρισα το κεφάλι μου, τυχαία να φωνάξω κάποιον ελεγκτή, και εσύ συνέχισες σε μια γλώσσα σουαχίλι. Το πρόσωπό σου έδειχνε ταλαιπωρημένο, νοτισμένο με μια σχεδόν περίεργη δόση νοσταλγίας. Λόγια, λόγια, λόγια. Λόγια που έκλεψες από κάποιον διάσημο Αμερικανό ποιητή, από κάποιον διάσημο συγγραφέα που τώρα είχε πεθάνει μα για σένα, είχαν γίνει κάτι σαν στοιχειό. Τον ακροατή -και ενίοτε συνομιλητή- σου τον έβλεπες μόνο εσύ.

-Και τούτη εδώ η πιτσιρίκα είπε:
Νομίζω πως είσαι ένα μάτσο σκατά. Κι εγώ της είπα, μωρό μου μόνο εσύ με καταλαβαίνεις. Στο λέω, είναι η μόνη γυναίκα στον κόσμο απ’ την οποία θα το δεχόμουν αυτό.

Μαρτυριάρηδες ψίθυροι σε χαρακτήριζαν τρελό και εσύ συνέχιζες αδιάφορος καθώς δημιουργούνταν το σούσουρο μία να κουνάς τα χέρια, μία να πνίγεις τα λόγια σου καρτερώντας απάντηση και μία να γελάς. Όλο γελούσες, γελούσες. Τότε ήταν που οι ψίθυροι έγιναν φωνές, οι ακροατές σου άρχιζαν να γελούν, να σε δείχνουν με το δάχτυλο και να αλλάζουν βαγόνι.

Δεν καταλαβαίνουν, σκέφτηκα, και άρχιζα να φαντάζομαι τον συνομιλητή σου σαν κάποιο ξανθό νέο με διάφανα μάτια. Όχι ότι έχω κάποιο φετίχ, όμως ο νους μου είχε κάποια ανάγκη να του δώσει μορφή παραδεισένιου αγγέλου, ξέρεις, σαν αυτούς που έβλεπες μικρός στα παραμύθια.

Και σε φανταζόμουν σαν τον πατέρα μου, λέει, σαν κάποιο μακρινό συγγενή που δεν συνάντησα ποτέ ή σαν έναν εραστή που ένα -φθαρμένο πια και ξεχασμένο στην ντουλάπα μου- μπλουζάκι του μαρτυρά την ύπαρξή του. Ίσως να είχες οικογένεια και να ξυπνούσες κάθε πρωί, να έπαιρνες το τρένο για την βαρετή δουλειά σου και το μεσημέρι να έμπαινες σπίτι, ενώ ο μικρός σου γιος έτρεχε να σ’ αγκαλιάσει. Ίσως, πάλι, όλη σου η ζωή να ήταν το αλκοόλ και ο τζόγος. Δεν θα είχες λεφτά, μα θα ήθελες πάντα να παίζεις. Ίσως να έφταιγε μια κοπέλα που τώρα τα έλεγες με τον Θεό, ίσως να μη μάθω ποτέ την ιστορία σου μα με έκανες, για λίγο, να σε συμπαθήσω χωρίς να το θέλω, χωρίς να σε ξέρω. Εσένα και τον συνομιλητή σου.

Και έτσι όπως υποκλίθηκες στην σκηνή, λίγο πριν φύγεις μου είπες, πρόσεχε κοπελιά, είναι ένα θηρίο έξω. Πρόσεχε μην σε δαγκώσει. Και τότε συνειδητοποίησα γιατί μου άρεσαν οι έκφυλοι άνθρωποι, γιατί μαγευόμουν από ένα διεστραμμένο μυαλό, από ένα μυαλό χωρίς την μεταξωτή κλωστή που διαχώριζε την πραγματικότητα απ’ την παράνοια.

Γιατί συνομιλούν με το Θεό και φώτιζαν ανέκαθεν τα βράδια μου μ’ ένα ενδιαφέρον, χωρίς να μετανιώσω που χαράμισα το πολύχρωμο τσιγάρο που φυλούσα. Γι’ αυτό.

(Ο άντρας με τα χαραγμένα μάτια, εκείνος που υπολόγιζα γύρω στα σαράντα, εγκατέλειψε το βαγόνι σε μια στάση που το όνομά της άρχιζε από Μ. Η κυρία, που είχε φύγει προηγουμένως από δίπλα του, επέστρεψε στην αρχική της θέση και το βαγόνι βυθίστηκε στην αρχική σιωπή του. Οι επόμενοι επιβάτες θα άκουγαν την ίδια σιωπή με εμάς μα όχι τη δική του ερμηνεία.)

Ξημέρωσε.