Γράφει: Παπαπρίλης Πανάτσας Γ. Κωνσταντίνος
Μια φορά κι έναν καιρό,
ήταν εκείνος κι εκείνη.
Μα εγώ,
ξέρω να σου πω μόνο την ιστορία εκείνου.
Εκείνου, που όταν μεγάλωσε, αποφάσισε να αρχίσει την πιο δύσκολη δουλειά που είχε ακούσει πως υπάρχει.
Να κάνει εκείνη να γελά.
Κι έτσι,
χρωμάτισε τις πληγές του όλες, μην βλέπει εκείνη τα σημάδια, τον κόσμο του έκρυψε στις νύχτες που περάσαν κι οπλίστηκε με λέξεις. Με λέξεις την έμαθε, οι λέξεις δεν την τρόμαζαν, με λέξεις θα συνέχιζε.
Κι έλεγε.
Κι όλο της έλεγε, για ήλιους και φεγγάρια, για πριγκίπισσες και παλάτια, για χαμόγελα πλατιά, για να ζήσει αυτή καλά, και κανένας καλύτερα από κείνη.
Μα όσο οι μέρες του περνούσαν,
έγινε το χαμόγελό της, η αρχή και το τέλος κάθε μέρας του, έγινε η δουλειά του, ανάγκη του μεγάλη, κι έγινε εκείνη ο λόγος για το γέλιο το δικό του.
Και η δουλειά του έγινε οι ώρες του όλες, τα λεπτά του, οι στιγμές που μετρούσαν για να μην σκύβει το πρόσωπό του. Ξυπνούσε και κοιμόταν να δει τα μάγουλά της φωτισμένα.
Μα ένα βράδυ,
τον πλησίασε με μάτια κόκκινα.
Κι εκείνος για να την κάνει να γελάσει, άρπαξε ό,τι μπροστά του βρήκε. Έπρεπε να την κάνει χαμογελαστή ξανά. Κι ήταν μπροστά του μια βελόνα με κλωστή περασμένη από την κορυφή της. Έσφιξε τα χέρια του, χαμογέλασε όσο πιο πλατιά γινόταν κι άρχισε το στόμα του να ράβει.
Κι εκείνη τρόμαξε. Τα μάτια της μείναν κόκκινα, τα έκλεισε κι έφυγε τρέχοντας. Κι εκείνος έμεινε ακίνητος, πάντα χαμογελαστός, μα τώρα πια, με το στόμα ραμμένο, να μην μπορεί να της μιλήσει.
Οι πληγές όλες,
ανοίγουν
για να κλείσουν.
Και το ψαλίδι
είναι στο δωμάτιό σου.
Φωτογραφία,
“Needle & Thread”
Carlos Guerrera