Γράφει: Βασιλειάδης Παύλος
Η εξέγερση είναι γλυκιά. Ας μην κρυβόμαστε. Όλοι μας, ή έστω σχεδόν όλοι μας, έχουμε νιώσει κατά καιρούς να κυριευόμαστε πάνω στο θυμό μας από έναν ακαταμάχητο οίστρο να βρίσουμε, να σπάσουμε, να βιαιοπραγήσουμε, γενικώς να εκτονώσουμε τον στιγμιαίο αρνητισμό μας με πράξεις καταστροφής, ωσότου τελικά ανακτήσουμε την ψυχραιμία μας.
Από μια άποψη θα μπορούσαμε να το αποκαλέσουμε και ψυχοθεραπεία. Ειδικά με τα όσα τραγελαφικά εξελίσσονται στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια, η αγανάκτηση και επιθυμία για εξέγερση έχει πλέον ξεπεράσει τα όρια της προσωπικής εκτόνωσης. Έχει καταστεί κοινωνική αναγκαιότητα (κάποιοι, μάλιστα, το θεωρούνε και μόδα). Και, ίσως, δικαιολογημένα. Το οικονομικό, κοινωνικό και ηθικό αδιέξοδο στο οποίο πρόσφατα περιήλθαμε με την ολοκληρωτική παρακμή του μεταπολιτευτικού συστήματος, έχει φέρει την κοινωνία ένα βήμα πριν το χάος.
Από τον πρώτο αφελή νεανία μέχρι τον τελευταίο χαμηλοσυνταξιούχο ακούς κουβέντες για γιαουρτώματα, ξυλοδαρμούς, κρεμάλες, τουφεκισμούς στο Γουδί και ελικόπτερα της μεγάλης φυγής. Οι ακρότητες και οι φαιδρότητες έγιναν καθημερινότητα. Οπότε τι απομένει; Μια μεγάλη έκρηξη, μια άνευ όρων και προϋποθέσεων φωτιά να μας απαλλάξει από τους διεφθαρμένους και να μας εξαγνίσει από τη σαπίλα. Ας τελειώνουμε μια και καλή από τη γάγγραινα των τριακοσίων προτού αυτή εξαπλωθεί.
Δεν χρειάζεται, νομίζω, να αναφέρουμε ότι όλα αυτά είναι μια μεγάλη χίμαιρα. Μια τέλεια, βολική ψευδαίσθηση. Μπορεί το θυμικό μας να ηρεμεί με τις στριγκλιές, το ρίξιμο μιας πέτρας ή μια συμπλοκή στο δρόμο, σε καμιά περίπτωση όμως δεν μπορεί να λύσει τον γόρδιο δεσμό των πολλών οικονομικών και κοινωνικών προβλημάτων. Εγώ προσωπικά έχω κουραστεί από όλη αυτή την «εξεγερσιολαγνεία». Βαρέθηκα τον πλουραλισμό των έντιμων, αλλά ρηχών, συνθημάτων και την παντελή απουσία σοβαρών επιχειρημάτων.
Γι’ αυτό και κάνω το εξής προκλητικό σενάριο. Ας εξαντλήσουμε, το λοιπόν, όση βαρβαρότητα διαθέτουμε σαν ανθρώπινο είδος και ας κάνουμε τη Βουλή παρανάλωμα του πυρός. Ας κρεμάσουμε ανάποδα πολιτικούς, τραπεζίτες και όλη τους την κομπανία. Δεν αμφιβάλλω ότι, αν ποτέ συμβεί κάτι τέτοιο, θα σκάσουν τόσα πολλά σαρδόνια γέλια στη χώρα που θα μπορούν να ακουστούν και από το διάστημα. Βάζω στοίχημα όμως ότι πολύ γρήγορα θα σωπάσουν, καθώς το μεγάλο ερώτημα θα συνεχίζει να βασανίζει τους εξαθλιωμένους Έλληνες: «Και τώρα; Τι κάνουμε;».
Απάντηση δεν θα υπάρχει, όπως δε θα υπάρχει και η «γενιά του Πολυτεχνείου» να αναλάβει και αυτό το φταίξιμο. Μόνο στάχτες και αμηχανία. Πολύ γρήγορα οι συγχυσμένοι πολίτες θα αρχίσουν να συμπεριφέρονται σαν τους Ισραηλίτες της Βίβλου που, μετά την Μεγάλη Έξοδο, νοσταλγούσαν την Αίγυπτο, ωσότου έπεσε πάνω τους η βαριά κατάρα της περιπλάνησης. Και έστω, αυτοί είχαν επικεφαλής έναν Μωυσή και ένα σχέδιο (με θεϊκή σφραγίδα κιόλας) για να σωθούν στο τέλος. Η αγανακτισμένη Ελλάδα του σήμερα, όμως, δεν φαίνεται να διαθέτει ούτε το ένα ούτε το άλλο.
Για να φτάσω και στο ζουμί αυτών που λέω, η πραγματικότητά μας δεν πρόκειται επ’ ουδενί λόγω να αλλάξει με ένα γιαούρτωμα ή μερικές μπούφλες. Αυτό που χρειαζόμαστε είναι μια ριζική αλλαγή της ουσίας των πραγμάτων, με άλλα λόγια μια επανάσταση. Επανάσταση ατομική και συλλογική. Εδώ όμως τα πράγματα περιπλέκονται και αρχίζουν να περνούνε στη διάσταση του ανέφικτου. Και αυτό γιατί προκειμένου να πετύχεις αυτήν την ριζική μεταβολή που χρειάζεται ο τόπος, θα πρέπει να έχεις, πέρα από θέληση και πάθος, και κάτι άλλο πολύ σημαντικό: όραμα.
Και ποιο θα είναι άραγε αυτό το νέο όραμα, το νέο συλλογικό «desideratum» που θα κινητοποιήσει τις μάζες και θα τις μεταμορφώσει από οργισμένο όχλο σε συνειδητοποιημένο λαό; Κάθε γενιά, κάθε κοινωνία, κάθε χώρα γνωρίζει, έστω και υποσυνείδητα, ότι έχει την υποχρέωση να οικοδομήσει και να ζήσει τους δικούς της «μύθους». Εμείς, εδώ και κάποια χρόνια έχουμε εγκλωβιστεί στα οράματα και παροράματα μιας άλλης γενιάς, μιας γενιάς που παρήκμασε τόσο ηχηρά, τόσο άτακτα. Ποια θα είναι, λοιπόν, τα δικά μας οράματα; Προς ποια κατεύθυνση και υπό ποιες προϋποθέσεις οφείλουμε να βαδίσουμε; Και ποιες θα είναι αυτές οι δυνάμεις που θα αναλάβουν, τελοσπάντων, την ευθύνη ενός τέτοιου εγχειρήματος;
Απάντηση εύκολη δεν υπάρχει. Για την ακρίβεια δεν πρόκειται να υπάρξει…ακόμα. Το σοκ που έχει επιφέρει η τριετής μνημονιακή πολιτική στην Ελλάδα είναι πολύ ισχυρό για να απορροφηθεί μεμιάς από την κοινωνία. Αλλά όταν αυτό συμβεί (και σας διαβεβαιώνω ότι θα συμβεί κάποια στιγμή), τότε οφείλουμε και εμείς να βγούμε από την παρατεταμένη εφηβεία μας και να ξεκαθαρίσουμε τι θέλουμε.
Να επιστρέψουμε στην προ του 2008 κατάσταση, στην παρακμιακή εποχή «του άρτου και των θεαμάτων», είναι σχεδόν ανέφικτο και διόλου τιμητικό για ένα λαό που θέλει να ελπίζει σε καλύτερες μέρες. Το να ξεκινήσουμε, πάλι, κάτι δικό μας, κάτι καινούργιο και ανανεωτικό, και να αφοσιωθούμε πιστά σε αυτό, παρά τις όποιες δυσκολίες και ταπεινώσεις, σίγουρα θα μας οδηγήσει σε κάποια «Γη της Επαγγελίας», προϋποθέτει όμως θυσίες και σκληρό προσωπικό αγώνα. Και για αυτό το τελευταίο αμφιβάλλω αν θα συγκεντρώσουμε ποτέ την απαραίτητη ωριμότητα.
Με όσα περιέγραψα παραπάνω, πολύ φοβάμαι ότι έκανα την Ουτοπία του Μορ να μοιάζει «Realpoltik». Πέρα, όμως, από την (μάλλον κρύα) πλάκα, δεν παύει να παραμένει γεγονός ότι αν δεν βρούμε τη δύναμη να επαναστατήσουμε κάποια στιγμή εναντίον του εαυτού μας, δεν πρόκειται να επαναστατήσουμε ενάντια σε τίποτα. Εκτός και αν προτιμήσουμε την βολική έξαψη της εξέγερσης, οπότε σε αυτήν την περίπτωση μας βλέπω σχετικά σύντομα να σουλατσάρουμε αμήχανοι γύρω από τα αποκαΐδια της παλιάς μας Βουλής, παρακαλώντας σιωπηρά και επί ματαίω τις στάχτες να αναστηθούν.