Γράφει: Δαγουλά Χρύσα
Μέρες τώρα, από την περίφημη ανακοίνωση του ακόμα πιο περίφημου δημοψηφίσματος προσπαθώ να εκφέρω άποψη για όλα αυτά που συμβαίνουν στη χώρα μου. Και δεν μπορώ. Νιώθω πως δεν έχω να πω τίποτα ή ακόμα χειρότερα αυτοαναιρούμαι αμέσως, προβάλλοντας ένα αντίθετο επιχείρημα. Δεν είναι μόνο εκεί έξω μπάχαλο, είναι και στο μυαλό μας τελικά. Σα να μη ξέρουμε τι να πιστέψουμε, ποιον και κυρίως γιατί.
Ένα δημοψήφισμα που δεν έγινε ποτέ, μια συνάντηση στις Κάννες που έγινε αλλά μάλλον θέλουμε να την ξεχάσουμε, μια παραίτηση που άργησε αρκετές μέρες, εκλογές που ανακοινώθηκαν αλλά «βλέπουμε», μια κυβέρνηση που πήρε 5 μέρες να συσταθεί, ένας πρωθυπουργός μη πολιτικός και ένας λαός μπροστά από μία οθόνη προσπαθώντας να επιλέξει «στρατόπεδο». Οι μεν αυτό, οι δε το άλλο και τελικά το «αυτό» και το «άλλο» έγιναν ένα, τουλάχιστον τύποις. Μεγάλη πρόοδος θα μου πεις αλλά δεν ξέρω αν είναι για καλό. Όλοι από κοντά, για ένα πουκάμισο αδειανό, για μια καρέκλα.
Ερωτήσεις αντικαθίστανται από άλλες ερωτήσεις: Που είναι η αριστερά σε όλα αυτά; Έκανε καλά που δε συναίνεσε; Που δεν πήρε μέρος στην κυβέρνηση σωτηρίας; Μήπως έπρεπε να συμμετέχει; Να έχει πραγματικά λόγο σε όλα αυτά; Να δείξει πως μπορεί να σταθεί όταν της δίνεται κυβερνητικός ρόλος; Αλλά και πάλι, συναινείς με τον ανέκαθεν «αντίπαλο;» Και η αντιπολίτευση; Ποιος θα κάνει αντιπολίτευση όταν δεν μένει κανένας άλλος;
Οι ειδήσεις, οι πληροφορίες γίνονται εξάρτηση. Τα ΜΜΕ, τουλάχιστον τα «παραδοσιακά», σε μια ταλάντευση δίχως τέλος. Πολιτικές και πρόσωπα υποστηρίζονται παθιασμένα για να αναιρεθούν την επόμενη μέρα. Ο ένας «κατάλληλος» αντικαθίσταται από κάποιον «καταλληλότερο». Τα μη παραδοσιακά εκ του παραλλήλου να δείχνουν δυσπιστία προς πάσα ιδέα και κατεύθυνση. Κάπου στο ενδιάμεσο η παραπληροφόρηση, σαν απαραίτητο συστατικό για να είμαστε υπ’ ατμόν. Και λίγη τρομοκρατία σαν αλατοπίπερο. Αν δεν κάνετε αυτό, θα γίνει αυτό το τρομερό. Αν δεν υποστηρίξετε τούτο, θα γίνει το άλλο, το ακόμα πιο τρομερό. Ο φόβος σαν κατασταλτικό στις αντιδράσεις. Σπρώξτε να προχωρήσουμε. Να μην φύγουμε από την Ευρώπη. Να μη γυρίσουμε στη δραχμή. Να συνεχίσουμε να παίρνουμε τις δόσεις μας. Λες και ξέρει κανένας από μας τι πραγματικά σημαίνει το ένα ή το άλλο σενάριο. Λες και μπορούμε να πούμε με ασφάλεια ότι πήραμε τη σωστή απόφαση. Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα. Και στο ενδιάμεσο μερικές διαρθρωτικές κινήσεις, λίγο «σουλούπωμα», λίγο κούρεμα.
Δεν παίρνω θέση. Δεν υποστηρίζω τον ένα ή τον άλλο. Γίνομαι δύσπιστη μέχρις εσχάτων και μετά, αμέσως μετά, αλλάζω γνώμη και γίνομαι ευκολόπιστη. Βιάζομαι να δώσω «ψήφο εμπιστοσύνης», βιάζομαι να πιστέψω σε σωτήρες. Υποκύπτω στο διάχυτο μεσσιανισμό που ακολουθεί τη νέα κυβέρνηση. Θέλω τόσο πολύ η χώρα να σωθεί, θέλω τόσο πολύ η καθημερινότητα να πάψει να είναι γκρίζα (ή μαύρη), θέλω τόσο πολύ να ορθοποδήσουμε, που βιάζομαι να πιστέψω. Λιγάκι εθελοτυφλώ, λιγάκι πιάνομαι από ελπίδες χωρίς να κοιτάξω την πίσω όψη του νομίσματος. Λέω στον εαυτό μου πως λίγη πίστη πάντα βοηθάει. Ποιον δεν ξέρω, ελπίζω και μένα, και μας.
Μπερδεμένα συναισθήματα. Μπερδεμένες σκέψεις. Τα «καλά νέα» προσκρούουν σε ένα -ακόμα- χαράτσι. Οι συναινέσεις και η κοινή προσπάθεια πέφτουν πάνω στα αυξανόμενα ποσοστά της ανεργίας (ακόμα και τα επίσημα πλέον είναι απογοητευτικά). Τα ελπιδοφόρα νέα έρχονται σε πλήρη αντίθεση με σκέψεις για κομματικά συμφέροντα. Όσα ακούν τα αυτιά δε συνάδουν με όσα βλέπουν τα μάτια. Ο νέος πρωθυπουργός, η νέα κυβέρνηση. Οι δημοσκοπήσεις, το μη κομματικό κόστος (τουλάχιστον για τον πρώτο) και οι εκλογές που είναι μπροστά λειτουργούν μάλλον υπέρ τους. Προσπαθώ να εκφράσω γνώμη: «Νέα, πως νέα αφού οι μισοί είναι οι ίδιοι;» «Ε, μα πως υπάρχουν και κάποιοι νέοι, υπάρχουν και κάποιοι που δεν περίμενες ποτέ να δεις σε κυβερνητικό σχήμα» «Μα καλά τι ελπίζεις, άλλαξε ο Μανωλιός…» «Η Ευρώπη έχει το λόγο, εκεί παίζεται το παιχνίδι». Καταλήγω πως ίσως και να μη με νοιάζουν τόσο τα πρόσωπα. Με νοιάζει τι θα κάνουν αυτά τα πρόσωπα. Πράξεις επιτέλους και όχι προγραμματικές δηλώσεις επί προγραμματικών δηλώσεων. Όχι άλλα μεγαλόπνοα σχέδια και θριαμβολογίες. Όχι άλλη «ανάπτυξη» στα χαρτιά. Όχι άλλη βαρύτητα στο ποιος αλλά στο τι. Προσπαθώ να ελπίσω πως αυτή τη φορά κάτι να γίνει. Κι ύστερα παύω να κοιτάω το δέντρο και κοιτάω το δάσος. Τι βλέπω; Γκρίζο. Τι εύχομαι; Να βλέπω λάθος.