Κρίσεως απαντήσεις

Γράφει: Σωτηρία Βασιλείου

Κυριακή, 18 Δεκεμβρίου 2011, Θεσσαλονίκη, πλατεία Αριστοτέλους. Περπατώ με κατεύθυνση τη θάλασσα και σκέφτομαι τις διαφορές με την πρώτη χριστουγεννιάτικη Θεσσαλονίκη της ζωής μου (2003). Ανακαλώ στη μνήμη μου γεγονότα και φιγούρες και καταλήγω να προτιμώ τη σημερινή εικόνα, τη διόλου εντυπωσιακή, τη διόλου αστραφτερή, τη διόλου επίπλαστη. Λιγοστές ή και απούσες οι σακούλες με τα ψώνια (αλήθεια τι ψώνια ήταν εκείνα, να περπατήσει ο φορτωμένος δεν μπορούσε). Μάλλον επειδή τα πορτοφόλια είναι άδεια. Λιγότερη η βιασύνη στις κινήσεις. Μάλλον διότι το άγχος για τα ψώνια δεν υφίσταται. Η απενοχοποίηση, η αποποινικοποίηση μάλλον, του ντεμοντέ και του φθαρμένου είναι εγγεγραμμένη στην αμφίεση του πλήθους.

Και αργά κι επώδυνα, ψηλαφητά, προσπαθούμε για πρώτη φορά ίσως να ανακαλύψουμε την ευτυχία σε ατραπούς άλλες από τις αγορές, τις πολυέξοδες και τις αδιέξοδες. Και με την έκπληξη του νεοφώτιστου αντιλαμβανόμαστε την ηδονή που μπορεί να κρύβεται πίσω από τα απλά, τα τόσο ουσιαστικά όμως. Η οικονομική κρίση βαθαίνει την κρίση και την ευαισθησία μας.

Τα βλέμματα αποστρέφονται άδεια και απεγνωσμένα από τις βιτρίνες και την αμφίεση του αλλουνού και στρέφονται με την προσμονή της πληρότητας στη θάλασσα και στα παιδιά που ανέμελα παίζουν στο παγοδρόμιο και στα καρουζέλ. Και είναι πανέμορφη σήμερα, μια αλκυονίδα μέρα του Δεκέμβρη, η θάλασσα. Ξαποσταίνει το βλέμμα, καταλαγιάζει η φουρτούνα της ψυχής, το μειδίαμα ανατέλλει στη σκέψη του “Τιτανικού” της 17ης Δεκεμβρίου. Αν ήταν μετρήσιμο το γεγονός, θα καταλήγαμε πως μετά από χρόνια πολλά μέσα στη γάζα (μήπως να έλεγα μπότα;) του χριστουγεννιάτικου καταναλωτισμού στρέφονται τόσα βλέμματα, με τόση απόλαυση, στη θάλασσα αυτή, τις μέρες αυτές.

Όλοι μαζί και ο καθένας ξεχωριστά μαθαίνουμε το αλφαβητάρι της χαράς των Χριστουγέννων από την αρχή. Μετά τη φυγή από τον καταναλωτισμό και τη σιγή που ακολούθησε, επουλώνουμε την πληγή με την επιστροφή στην πηγή των απολαύσεων, στην απόλαυση της ίδιας της ζωής. Αφού οι ώμοι μας πέρασαν κυρτώματα ποικίλης προέλευσης (από τα ψώνια κι έπειτα από την απελπισία) ορθώνονται, ενώ το βλέμμα γυρεύει παρηγοριά σε ό,τι απέμεινε στα ωραία ερείπια της κρίσεως. Αποφασίζουμε να μετουσιώσουμε μέρος της οργής μας σε στοργή για τον πλέον πονεμένο. Παρατηρούμε τη θάλασσα, τα πουλιά και τα παιδιά και ανακαλύπτουμε τη δυναμική μιας συνάντησης ή μιας βόλτας – με τον φίλο ή τον σκύλο – άνευ άγχους στην πλατεία. Ο πόνος της απώλειας των υλικών απαλαίνει με το απαλό χάδι του θαλασσινού ανέμου κι ενός προσώπου αγαπημένου. Οι γονείς αποφασίζουν – δεν μπορούν να κάνουν κι αλλιώς – να προσφέρουν στα παιδιά αντί δαπανηρά δώρα πιο πολλή ώρα ηχηρών γέλιων και παιχνιδιού. Έκπληκτοι, εκστασιασμένοι σχεδόν, αντιλαμβανόμαστε πως μια χριστουγεννιάτικη Κυριακή δεν θέλει και πολλά – ωνητά – για να γεμίσει.

Κοιτάζω την πλατεία και χαμογελώ. Ανεπανάληπτη είναι η μαγεία αυτή, γαλουχημένη από την πενία έστω. Και αν η κρίση ήταν απαραίτητη για την επιστροφή αυτή στην πηγή, θα μπορούσα να πω άξιόν εστί το τίμημα.