13 Ιανουαρίου. Το ομορφότερο ποίημα της ελληνικής γλώσσας.

Στις 13 Ιανουαρίου του 1859, στην Πάτρα, γεννιέται ο Κωστής Παλαμάς. Είναι ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές και κεντρική μορφή της λογοτεχνικής γενιάς του 1880.

Το 1912, ο Κωστής Παλαμάς εκδίδει την συλλογή “Η Πολιτεία και η Μοναξιά“. Αποτελείται από έξι “βιβλία”. Στο “Βιβλίο Τέταρτο” περιέχεται το ποίημα “Ο Σάτυρος ή το γυμνό τραγούδι”. Κι αυτό, είναι το ομορφότερο ποίημα της ελληνικής γλώσσας.

Ακολουθεί η έκδοση που υιοθέτησε η ελληνική δισκογραφία:

Το γυμνό τραγούδι

Εδώ τα πάντα ξέστηθα
κι αδιάντροπα λυσσάνε
αστέρι είν’ ο ξερόβραχος,
και το κορμί φωτιά.

Εδώ ειν’ ο ίσκιος όνειρο
εδώ χαράζει ακόμα
στης νύχτας το αχνό στόμα
χαμόγελο ξανθό.

Εδώ ο λεβέντης μάγεμα
η σάρκα αποθεώθη,
οι παρθενιές, Αρτέμιδες,
Ερμήδες είναι οι πόθοι.

Η κάθε ώρα ολόγυμνη,
θάμα στα υγρόζωα κήτη
πετιέται κι η Αφροδίτη
και χύνεται παντού.

Μέτωπο, μάτια, κύματα
μαλλιά γλουτοί, λαγόνες
κρυφά λαγκάδια του Έρωτα
ρόδα, μυρτιές, κρυψώνες.

Τα στρογγυλά, τα ολόισια
χνούδια, γραμμές, καμπύλες
ω θείες ανατριχίλες,
χορεύτε το χορό.

Κάτι γυμνό και ξέσκεπο
στα ολανοιγμένα πλάτια,
που ζωντανό θα το’ δειχναν
μόνο δυο φλόγες μάτια,

κάτι από τους σάτυρους
κρατιέται κι είναι αγρίμι
και είν’ η φωνή του ασήμι,
μη φύγεις, ειμ’ εγώ.

Μια πλήρης περιγραφή σεξουαλικής πράξης, με αυτό τον τρόπο. Ναι, είναι το ομορφότερο ελληνικό ποίημα. Ακολουθεί ολόκληρο:

Ο Σάτυρος ή το γυμνό τραγούδι

Όλα γυμνά τριγύρω μας,
όλα γυμνά εδώ πέρα,
κάμποι, βουνά, ακροούρανα,
ακράταγ’ είναι η μέρα.
Διάφαν’ η πλάση, ολάνοιχτα
τα ολόβαθα παλάτια·
το φως χορτάστε, μάτια,
κιθάρες, το ρυθμό.

Εδώ είν’ αριά κι αταίριαστα
λεκιάσματα τα δέντρα,
κρασί είν’ ο κόσμος άκρατο,
εδώ είν’ η γύμνια αφέντρα.
Εδώ είν’ ο ίσκιος όνειρο,
εδώ χαράζει ακόμα
στης νύχτας τ’ αχνό στόμα
χαμόγελο ξανθό.

Εδώ τα πάντα ξέστηθα
κι αδιάντροπα λυσσάνε·
αστέρι είν’ ο ξερόβραχος,
και το κορμί φωτιά ’ναι.
Ρουμπίνια εδώ, μαλάματα,
μαργαριτάρια, ασήμια,
μοιράζει η θεία σου γύμνια,
τρισεύγενη Αττική!

Εδώ ο λεβέντης μάγεμα,
η σάρκα αποθεώθη,
οι παρθενιές, Αρτέμιδες,
Ερμήδες είναι οι πόθοι.
Εδώ κάθε ώρα ολόγυμνη,
θάμα στα υγρόζωα κήτη,
πετιέται κι η Αφροδίτη
και χύνεται παντού.

—Παράτησε το φόρεμα,
και με τη γύμνια ντύσου,
Ψυχή, της γύμνιας ιέρισσα,
ναός είναι το κορμί σου.
Μαγνήτεψε τα χέρια μου,
της σάρκας κεχριμπάρι,
τ’ ολύμπιο το νεχτάρι
της γύμνιας δώσ’ να πιω.

Σκίσε τον πέπλο, πέταξε
τον άμοιαστο χιτώνα
και με τη φύση ταίριασε
την πλαστική σου εικόνα.
Λύσε τη ζώνη, σταύρωσε
τα χέρια στην καρδιά σου·
πορφύρα τα μαλλιά σου,
μακρόσυρτη στολή.

Και γίνε ατάραχο άγαλμα,
και το κορμί σου ας πάρει
της τέχνης την εντέλεια
που λάμπει στο λιθάρι·
και παίξε και παράστησε
με της ιδέας τη γύμνια
τα λυγερά τ’ αγρίμια,
τα φίδια, τα πουλιά.

Και παίξε και παράστησε
τα ηδονικά, τα ωραία,
λαγάρισε τη γύμνια σου
και κάμε την ιδέα.
Τα στρογγυλά, τα ολόισα,
χνούδια, γραμμές, καμπύλες,
ω θείες ανατριχίλες,
χορεύτε ένα χορό.

Μέτωπο, μάτια, κύματα
μαλλιά, γλουτοί, λαγόνες,
κρυφά λαγκάδια, του Έρωτα
ρόδα, μυρτιές, κρυψώνες,
πόδια που αλυσοδένετε,
βρύσες του χάιδιου, ω χέρια,
του πόθου περιστέρια,
γεράκια του χαμού!

Και ολόκαρδα, κι αμπόδιστα
λογάκια, ω στόμα, ω στόμα,
σαν το κερί της μέλισσας,
σαν του ροδιού το χρώμα.
Τα κρίνα τ’ αλαβάστρινα,
του Απρίλη θυμιατήρια,
ζηλεύουν τα ποτήρια
του κόρφου σου.— Ω! να πιω,

να πιω στα ροδοχάραγα,
στα ορθά, στα σμαλτωμένα,
το γάλα που ονειρεύτηκα
της ευτυχίας· εσένα.
Εγώ είμαι ιεροφάντης σου,
βωμοί τα γόνατά σου,
στην πύρινη αγκαλιά σου
θεοί θαματουργούν.

Μακριά μας όσα αταίριαστα,
ντυμένα και κρυμμένα,
τα μισερά και τ’ άσκημα
και ακάθαρτα και ξένα.
Ορθά όλα· ξέσκεπα, άδολα,
γη, αιθέρες, κορμιά, στήθια.
Γύμνια είναι κι η αλήθεια,
και γύμνια κι η ομορφιά.

—Στη γύμνια την ηλιόκαλη
της αθηναίισσας μέρας
κι ανίσως και φαντάξει σου
κάτι άντυτο σαν τέρας,
κάτι σα δέντρο αφύλλιαστο
και δίχως ίσκιου χάρη,
αδούλευτο λιθάρι,
ξεραγκιανό κορμί,

κάτι γυμνό και ξέσκεπο
στα ολανοιγμένα πλάτια,
που ζωντανό θα το ’δειχναν
μόνο δυο φλόγες μάτια,
κάτι που από τους σάτυρους
κρατιέται, και είν’ αγρίμι,
και είν’ η φωνή του ασήμι,—
μη φύγεις· είμ’ εγώ,

ο Σάτυρος. Και ρίζωσα
σαν την ελιά εδώ πέρα,
λιγώνω τους αγέρηδες
με τη βαθιά φλογέρα.
Και παίζω και παντρεύονται,
λατρεύονται, λατρεύουν,
και παίζω και χορεύουν
ανθρώποι, ζα, στοιχειά.

Υ.Γ. Ο Παλαμάς και το Νόμπελ Λογοτεχνίας

Ο Κωστής Παλαμάς μετρά ένα ρεκόρ 14 υποψηφιοτήτων για το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Συγκεκριμένα, ήταν υποψήφιος κάθε χρονιά από το 1926 μέχρι το 1940, με μόνη εξαίρεση το 1939. Προτείνονταν κυρίως από ξένους συναδέλφους του…

Υ.Γ.2 Ο Φιλολογικός Σύλλογος “Παρνασσός”.

Όταν μιλάμε για “παρεάκια καλύτερα από το δικό σου”, το παράδειγμα θα ‘πρεπε να είναι της κεντρικής εικόνας της ανάρτησης:

Στο έργο του Γεωργίου Ροϊλού, απεικονίζεται μια καθημερινή συνάθροιση του Φιλολογικού Συλλόγου “Παρνασσός”. Από αριστερά: Γεώργιος Στρατήγης, Γεώργιος Δροσίνης, Ιωάννης Πολέμης, Κωστής Παλαμάς, Γεώργιος Σουρής, Αριστομένης Προβελέγγιος. Κάνετε μια google έρευνα για τον καθένα τους…