Ο πυρήνας της ύπαρξης

Του Άρη Καρδασιάδη

Το κάθισμα, μεταλλικός σκελετός και πλαστική ψάθα, στρίγγλισε κάτι στα κινέζικα καθώς ο Λάζος με όλα τα 120 κιλά του τεντώθηκε επάνω του λες κι’ ήταν ξαπλώστρα.

Ο Λάζος έπληττε. Έντεκα και κάτι πρωί Πέμπτης και κανείς πρόθυμος γύρω για συζήτηση. Δηλαδή για καυγά. Έτσι γινόταν σχεδόν πάντα. Άνοιγες κουβέντα μ’ ελόγου του; Σε καυγά θα τελείωνε. Εκτός αν συμφωνούσες μαζί του και δεν έβρισκε κάποιο λόγο να διαφωνήσει, επειδή ακριβώς συμφωνείς με τις διαφωνίες του.

Ο Λάζος ήταν από εκείνους που όταν τους μιλάς δεν σε κοιτάζουν, παρά καρφώνουν το βλέμμα στο πουθενά, κουνάνε το κεφάλι καταφατικά για να σε πείσουν ότι σ’ ακούνε, ενώ μέσα τους ασφυκτιούν τα μη, τα όχι και τα ναι μεν αλλά, που ψάχνουν μια παύση του συνομιλητή, για να ξεχυθούν χείμαρρος, τα ποτάμια της άρνησης.

Όση ώρα σε άφηνε να μιλήσεις, χτυπούσε με ανυπομονησία τα δάχτυλα στο μπράτσο του καθίσματος σα να μετρούσε τις συλλαβές σου, σα να συγχρονιζότανε για το ντου. Είχε ένα μα για κάθε συλλαβή, ένα όχι για κάθε λέξη κι ένα είσαι μαλάκας για κάθε ολοκληρωμένη -στο βαθμό που σε άφηνε να την ολοκληρώσεις- πρόταση.

Ευχάριστος τύπος, αν σκεφτείς ότι δεν τον ακούσαμε μέχρι στιγμής -χρόνια τώρα στο ίδιο στέκι- να κλάνει.

Όσοι επιχείρησαν να βγάλουν άκρη σε συζήτηση μαζί του, σύντομα εγκατέλειψαν τις ασκήσεις κοινωνικότητας, προσβεβλημένοι και με αρτηριακή πίεση στα όρια του μοιραίου. Ο μπάρμπα Αντώνης έτσι στράβωσε, λένε.

Χρόνια κομματάρχης ο Λάζος, είχε τον μπάρμπα Αντώνη στα πρωτοπαλίκαρά του. Ο τελευταίος καλός άνθρωπος, πίστεψε πως άνοιξαν επιτέλους οι δρόμοι που χάραξαν οι Κάποιοι και τους πήρε στην αρχή με χαρά, μέχρι που την πήρε χαμπάρι και αποτραβήχτηκε.

Με εγγόνια στα ξένα από την αναδουλειά, τι σκατά καλό κάναμε τόσα χρόνια στον τόπο; σκέφτηκε και υπέστειλε τη σημαία.

Ο Λάζος δεν είδε με καλό μάτι την αποστασιοποίηση του Αντώνη. Ο τόπος περνούσε κρίσιμες στιγμές, κινδύνευαν οι αργομισθίες. Το ίδιο και η παράταξη. Άλλωστε η Παράταξη είναι ο τόπος. Τέτοιοι εργάτες της Υπόθεσης είναι χρήσιμος φερετζές, αφού είναι τίμιοι, δουλευτάρηδες και με λόγο.

Έπεσε με το καλό με το άγριο, στάθηκε αδύνατο να μεταπείσει τον Αντώνη ο Λάζος. Στο τέλος του’ πε κανα δυό βαριές κουβέντες, πληγώθηκε στο φιλότιμο ο Αντώνης, έσκυψε το κεφάλι και τράβηξε για το σπίτι.

Μη μου ξαναμιλήσεις, είπε φεύγοντας και ο Λάζος έξυσε επιδεικτικά τον καβάλο του, αμήχανος από τη σιωπή που έπεσε στα γύρω τραπέζια.

«Μαλάκας» είπε φωναχτά. «Προσπαθώ να του ανοίξω τα μάτια κι’ αυτός μου λέει για ψευτιές και κλεψιές. Τι να κάνουμε αγόρι μου; Κυβερνάμε. Θα γίνουν και δυό τρεις κουτσουκέλες. Κοίτα τη μεγάλη εικόνα αγόρι μου. Κοίτα τη μεγάλη εικόνα…» είπε, ψάχνοντας μάταια γύρω για συγκατάνευση.

Την άλλη μέρα μάθαμε πως ο Αντώνης έπαθε εγκεφαλικό, «έχει στραβώσει το στόμα του» είπαν αυτοί που τον επισκέφτηκαν και πως «οι γιατροί είπαν πως υπάρχει περίπτωση να επανέλθει».

Στο καφέ πάντως δεν επανήλθε και καλά κάνει ο άνθρωπος γιατί ο Λάζος του τα’ χει μαζεμένα, που πήγε και έπαθε εγκεφαλικό μετά τον πολιτισμένο μονόλογο που είχαν, με αποτέλεσμα Αυτόν! Το Λάζο! να θεωρεί «ο μαλάκας ο κόσμος» υπεύθυνο, για την κακοτυχία του «παλιού φίλου και συναγωνιστή».

Τον παλιό φίλο και συναγωνιστή μπάρμπα Αντώνη πάντως, δεν τον επισκέφτηκε, ούτε ένα τηλεφώνημα δεν έκανε ο μπαγάσας για τα «περαστικά».

-Άρα ο Αντώνης είναι ακόμα ζωντανός, είπαμε με ανακούφιση, κάποιοι γέλασαν και ο Λάζος μας κοίταξε βλοσυρά, γύρισε τον κώλο του κι έκλασε για πρώτη φορά σε ζωντανό κοινό. Ήταν μια μοσχαρίσια μεν, αλλά αδιόρατη ένδειξη ζωής. Πάμε καλά.

Έμεινε αμίλητος κοιτώντας αλλού, κουνώντας το κεφάλι του πάνω κάτω, σε συγχρονισμό με τα μπινελίκια που έριχνε από μέσα του. Δεν μας λείπει ο λόγος του Λάζου. Τον έχει αναλάβει πλέον για λογαριασμό του, ο πυρήνας της ύπαρξής του. Ο κώλος του.

πηγή