12 Δεκεμβρίου. Το ανάθεμα στον Βενιζέλο, οι παπάδες μπλέκουν με την πολιτική.

Στις 12 Δεκεμβρίου του 1916, διοργανώνεται και εκτελείται ογκώδης αντιβενιζελική πορεία, με επικεφαλής της την… Ιερά Σύνοδο. Οι διαδηλωτές, με την εκκλησιαστική ηγεσία ως μπροστάρη, κατευθύνονται προς το Πεδίο του Άρεως, για να αναθεματίσουν τον «σατανά» της πολιτικής ζωής του τόπου. Τον Ελευθέριο Βενιζέλο.

Το σημερινό σημείο του αναθέματος, το άγαλμα της Αθηνάς.

Ρίχνονται πέτρες, 280 στο σύνολό τους, και επαναλαμβάνεται από τον καθένα που την ρίχνει, η κατάρα του Αρχιεπισκόπου Αθηνών, Θεόκλητου: «Κατά Ελευθερίου Βενιζέλου φυλακίσαντος αρχιερείς και επιβουλευθέντος την βασιλείαν και την πατρίδαν, ανάθεμα έστω». Η εκκλησία εισβάλλει στην πολιτική ζωή του τόπου.

Ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Θεόκλητος Α’ (δείτε τον εδώ, δεν θα προσθέσω τη μούρη του στο άρθρο), πολιτικοποιεί την εκκλησία και την αναμειγνύει στα εθνικά θέματα.

Η κατάσταση της χώρας

Ο Κωνσταντίνος και ο Βενιζέλος στο ελληνικό στρατηγείο, στη Σμύρνη.

Βρισκόμαστε στο 1916. Η Ελλάδα είναι κυριολεκτικά κομμένη στα δύο. Η μεγάλη διαμάχη του Ελευθερίου Βενιζέλου με τον βασιλιά Κωνσταντίνο, κατά την διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, έχει διχάσει την Ελλάδα. Από τη μία η επιμονή του Βενιζέλου να ταχθεί η χώρα στο πλευρό της Αντάντ και από την άλλη ο βασιλιάς Κωνσταντίνος. Επιμένει να διατηρηθεί η ουδετερότητα δεχόμενος προφανώς γερμανικές πιέσεις.

Την ίδια στιγμή, οι Βούλγαροι έχουν καταλάβει το οχυρό Ρούπελ. Η φιλοβασιλική κυβέρνηση δεν έχει αντιδράσει. Τα γερμανικά και βουλγαρικά στρατεύματα έχουν εισβάλει στην Ανατολική Μακεδονία και η Αντάντ, υπό το Γάλλο στρατηγό Σαράιγ, έχει αποβιβαστεί στη Θεσσαλονίκη. Εκδηλώνεται το κίνημα της «Εθνικής Άμυνας» και ζητά να μπει η Ελλάδα στον πόλεμο. Με την Αντάντ. Ο Βενιζέλος πείθεται και σχηματίζει τη δική του κυβέρνηση.

“Να τους μαραθούν τα χέρια, να τους τυφλωθούν τα μάτια και να τους κουφαθούν τ’ αυτιά.”

Σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας, η εκκλησία, πέρασε σε αφορισμούς και αναθέματα κατά του Βενιζέλου. Παραθέτουμε ένα διαμάντι, συντάκτης του οποίου είναι ο μητροπολίτης Φωκίδος Αμβρόσιος και ο αρχιεπίσκοπος Νικηφόρος:

«Ημείς οι υπογεγραμμένοι Μητροπολίται εντολήν ελάβομεν παρά χιλιάδων εφέδρων και πολιτών να αναγνώσωμεν βαρύτατον αφορισμόν κατά του ενόχου εσχάτης προδοσίας Ελ. Βενιζέλου, του προδώσαντος το έθνος μας εις τους Αγγλογάλλους του ατίμως συνεννοηθέντος μετ’ αυτών ίνα στείλωσι την προχθεσινήν νόταν είς την Ελλάδα, μόνον και μόνον διά να πικρανθεί ο λατρευτός μας Βασιλεύς και εκβιασθή όπως καλέση επί την αρχήν τον πουλημένον σενεγαλέζον τράγον Βενιζελον, τον ηθικόν αυτουργόν της πυρπολήσεως του Τατοΐου , τον ηθικόν αυτουργόν των βασάνων ας υπέστησαν οι ανδραγαθήσαντες αξιωματικοί μας εις χείρας του ανάνδρου Σαράιγ.
Κατ’ αυτού όθεν του προδότου Βενιζέλου ανεγνώσαμεν αφορισμόν όπως ενσκήψωσι:

  • Τα εξανθήματα του Ιώβ
  • Το κύτος του Ιωνά
  • Η λέπρα του Ιεχωβά
  • Ο μαρασμός των νεκρών
  • Το τρεμούλιασμα των ψυχορραγούντων
  • Οι κεραυνοί της κολάσεως
  • Και αι κατάραι και τα αναθέματα των ανθρώπων.

Τας ιδίας αράς θα αναγνώσωμεν και κατ’ εκείνων οίτινες κατά τας προσεχείς εκλογάς θέλουσι δώσει λευκήν ψήφον προς τον κατάπτυστον προδότην Βενιζέλον και θα παρακαλέσωμεν, συν τοις άλλοις, όπως μαραθώσιν αι χέραι, τυφλωθώσιν οι οφθαλμοί και κωφαθώσι τα ώτα. Γένοιτο».

Η Πηνελόπη Δέλτα, οικογενειακή φίλη του Βενιζέλου, περιγράφει το ανάθεμα:

«Όταν, μετά τα Νοεμβριανά του 1916, ο αξιοθρήνητος μητροπολίτης Αθηνών Θεόκλητος Α’ έκανε το περίφημο «ανάθεμα», άντρες, γυναίκες, παιδιά, κυρίες και κύριοι του λεγομένου “καλού κόσμου”, πήγαν φορτωμένοι πέτρες μεγάλες και μικρές και τις έριξαν, μάζα άμορφη, στο Πεδίον του Aρεως, αναθεματίζοντας, το «Σατανά», το “Βελζεβούλ”, τον “προδότη” που εκείνη την ώρα, με όλη τη δύναμη του δαιμόνιου μυαλού του, με όλη την ένταση της θελήσεώς του, μάζευε και οργάνωνε στρατό, για ν’ απωθήσει τους Βουλγαρο-Τουρκο-Γερμανούς και να ελευθερώσει την Ανατολική Μακεδονία που είχε δώσει ο Κωνσταντίνος και η Κυβέρνησή του στους Βουλγάρους.
Η άμορφη αυτή, σιχαμένη μάζα από πέτρες όλων των μεγεθών και σχημάτων, άσπριζε εκεί, όλη μέρα, στα χώματα του Πεδίου του Άρεως. Τη νύχτα, πιστοί, θλιμμένοι πατριώτες, πήγαιναν κρυφά και στόλιζαν με λουλούδια της εποχής, τις άσχημες πέτρες. Το πρωί, οι αρχές έβαζαν και μάζευαν βιαστικά τ’ αφιερώματα αυτά των πιστών.
[…]

Η μητέρα μου έφερε βαριά το ανάθεμα. Το θεωρούσε ασχημιά και ντροπή και, θεοσεβούμενη όπως ήταν, έτρεμε μην πάθει τίποτε ο Βενιζέλος, που τον αναθεμάτισε η εκκλησία.

Ένα από τα πρώτα βράδια που ήμαστε όλοι συναγμένοι στο πατρικό, έφερε την ομιλία αυτήν και παρακάλεσε το Βενιζέλο να προκαλέσει μια τελετή, όπου πάλι η εκκλησία να σηκώσει το ανάθεμα.

Ο Βενιζέλος άναψε.

-“Όχι, βέβαια, κυρία Μπενάκη, δε θα το κάνω αυτό ποτέ!”, αναφώνησε. “Το ανάθεμα θα μείνει, και κάτω από το ανάθεμα θα νικήσομε, θα ελευθερώσομε τη Μακεδονία και θα τσακίσομε τους Βουλγάρους. Όχι μόνο δε θα ζητήσω να σηκωθεί το ανάθεμα, αλλά και θα μείνουν οι πέτρες εκεί που έπεσαν στοίβα, να ξέρει και να θυμάται ο κοσμάκης πως είμαι αναθεματισμένος, και όμως πως η νίκη θα είναι δική μας…”

Κάποιος είπε: “Δε θα μείνουν πολύ οι πέτρες! Ήδη μίκρανε η στοίβα, και κάθε νύχτα μικραίνει…”

Ο Βενιζέλος έβγαλε τις φωνές.

“Δεν εννοώ να γίνει αυτό!”, αναφώνησε. “Δε θέλω να χαθεί η απόδειξη αυτή του αναθέματος! Θα βάλω φύλακες! Εννοώ να μείνουν οι πέτρες όπως είναι, να τις βλέπουν κάθε μέρα οι περαστικοί και να ξέρουν τι ανόητα, τι μάταια πράγματα που είναι οι κατάρες της εκκλησίας!”

-“Είναι όμως μια ασχημιά στο Πεδίο του Άρεως, κύριε Πρόεδρε”, είπε ο πατέρας μου, που αν και παραιτημένος, δεν ξεχνούσε πως υπήρξε Δήμαρχος Αθηναίων.

-“Θα υποστούμε και την ασχημιά αυτή, κύριε Μπενάκη”, αποκρίθηκε ο Βενιζέλος, “θα την υποστούμε για την ανατροφή του λαού, που πρέπει να μάθει την αξία της εκκλησιαστικής κατάρας όσο και της ευλογίας της, όταν γίνεται η εκκλησία όργανο πολιτικών παθών”.

(Αρχείο της Π. Σ. Δέλτα, Α΄, “Ελευθέριος Βενιζέλος”, Ημερολόγιο-Αναμνήσεις, επιμέλεια Π. Α. Ζάννας, Ερμής, Αθήνα 1978, σ. 279-280).

Ο Εθνικός Διχασμός κορυφωνόταν και θα έφτανε σύντομα σε καταστροφικές συνέπειες.