Κόντευε πια να ξημερώσει και ο ύπνος συνέχιζε να ξεφεύγει σαν βρόμικο νερό μέσα από τα χέρια μου, εκείνη τη ζεστή νύχτα του Ιουλίου. Βρισκόμουν ξαπλωμένος σε ένα άδειο από σύντροφο και έρωτα κρεβάτι, αντιμέτωπος με πιο σκοτεινές και από τη νύχτα σκέψεις.
Σήκωσα κάποια στιγμή απελπισμένος το τηλέφωνο και την πήρα. Το είχε κλειστό. Οι δυνάμεις μου τελείωναν γρήγορα, δεν θα το άντεχα αυτό, δεν ήμουν σε θέση να αντιμετωπίσω τις ολέθριες συνέπειες που θα έφερνε κάτι τέτοιο.
Δεν υπήρχε τρίτος άνθρωπος, δεν θα μπορούσε να υπάρχει…
Ένιωσα τον άλλοτε πανίσχυρο άγριο ποταμό της αγάπης μας να γίνεται ρυάκι, να στερεύει. Είχε έρθει η ώρα να γυρίσω την πλάτη μου στη Νεφέλη;
Γύρισα στο σκοτάδι προς την μεριά που κοιμόταν εκείνη όταν ήμασταν μαζί και ψιθύρισα μία Καληνύχτα. Κανείς δεν μου απάντησε, δάκρυσα.
Έκλεισα τα μάτια και οι ιδρωμένες, αγχωμένες σκέψεις μου, σαν ηλικιωμένες πόρνες ζευγάρωσαν με τον Φόβο μέσα μου και γέννησαν τον χειρότερο εφιάλτη της ζωής μου…
Μπήκα στην αίθουσα του μεγάλου κατάμεστου θεάτρου και κάθισα στο κέντρο της πρώτης σειράς. Το τρίτο κουδούνι ήχησε, τα φώτα έσβησαν, η αυλαία άνοιξε.
Το σκηνικό ήταν η μεγάλη κρεβατοκάμαρα της Αλίκης στην Θεσσαλονίκη. Όλα όμως τα πράγματα που το αποτελούσαν, τα έπιπλα, το κρεβάτι, ακόμα και οι τοίχοι, ήταν φτιαγμένα από παλλόμενο βαθύ σκοτάδι.
Ένας προβολέας με υπόλευκο ζαχαρώδες φως άναψε, φωτίζοντας απαλά το μεγάλο διπλό κρεβάτι στο κέντρο της σκηνής. Εκεί βρισκόταν ξαπλωμένη, γυμνή και ακίνητη η Νεφέλη.Το κοινό ήταν ήσυχο και παρακολουθούσε με ενδιαφέρον.
Άρχισα να αισθάνομαι άσχημα, ήθελα να φύγω, αλλά το σώμα μου ήταν παγωμένο, παρέμενε ακίνητο.Ένας κόντρα προβολέας από την πίσω πλευρά της σκηνής άναψε, βγάζοντας μία δυνατή πορτοκαλί φωτεινή δέσμη και μπροστά του εμφανίστηκε ένας μικροκαμωμένος άντρας. Γυμνός και εκείνος.
Το φως που έπεφτε από πίσω του σε εμπόδιζε να δεις τα χαρακτηριστικά του, διαγραφόταν μόνο η μαύρη σιλουέτα του. Κάτι μου θύμιζε, αλλά δεν μπορούσα να φέρω στην μνήμη μου ποιος ήταν. Το μόνο που ήθελα ήταν να φύγω, η αγωνία με έπνιγε, το σώμα μου όμως παρέμενε εκεί καθηλωμένο και ανήμπορο.
Ο γυμνός άντρας άρχισε να απαγγέλει κενά ερωτικά λόγια, μιλούσε για τον χρόνο που γιατρεύει τις πληγές, για αγάπες που τελειώνουν. Η φωνή του ήταν επίπεδη και άδεια σαν τις λέξεις που πρόφερε. Γύρισε κοίταξε τη Νεφέλη και άρχισε να πηγαίνει προς το μέρος της αργά και σταθερά.
Ένιωσα το πρόσωπο μου να μουσκεύει από δάκρυα απελπισίας, από πόνο για αυτό που θα ακολουθούσε. Προσπάθησα να κλείσω τα μάτια μου, αλλά ήταν αδύνατο… Ούρλιαξα.
Κανείς δεν με άκουσε, κανένας δεν γύρισε να με κοιτάξει.
Ο μικρόσωμος γυμνός άντρας ανέβηκε στο κρεβάτι, ξάπλωσε επάνω της και τη φίλησε.
Την ώρα του πρώτου φιλιού, ένας γαλάζιος προβολέας φώτισε το αριστερό μέρος της σκηνής. Εκεί βρισκόταν ένα πιάνο και ο μουσικός που καθόταν μπροστά του άρχισε να παίζει την “Σονάτα υπό το Σεληνόφως” του Μπετόβεν.
Οι νότες φτερούγιζαν μέσα από το σκοτεινό πιάνο και μεταμορφώνονταν σε μικρές κόκκινες πεταλούδες γεμίζοντας σιγά σιγά όλη τη σκηνή.
Το ζευγάρι άρχισε να κάνει έρωτα, αργά θεατρικά και εγώ ένιωσα τη ψυχή μου να πέφτει κομμάτι κομμάτι, να σαπίζει και να χάνεται. Προσευχήθηκα να τελειώσει. Προσευχήθηκα να πεθάνω.
Εκείνοι όμως κορύφωναν τον έρωτα τους, αργά και σταθερά.
Την ώρα όμως της μεγάλης κορύφωσης, άρχισε να εμφανίζεται στο κέντρο της σκηνής ακριβώς μπροστά από το κρεβάτι, μία σκοτεινή τρομακτική φιγούρα.
Ήταν πανύψηλη και λεπτή, είχε ρυτιδιασμένο πλαδαρό γέρικο σώμα και όλη της η ύπαρξη έμοιαζε να χλευάζει την ίδια τη ζωή. Στο τερατώδες πρόσωπο της δεν είχε μάτια, μύτη ούτε αυτιά, παρά μόνο ένα μεγάλο λεπτό στόμα, που έχασκε μισάνοιχτο.
Χαμογέλασε ύπουλα, δείχνοντας τα δεκάδες, κοφτερά, κιτρινισμένα της δόντια που έσταζαν αίμα και γύρισε αργά το γέρικο, άρρωστο σώμα της προς το ζευγάρι που άηχα κορύφωνε.
Ευχαρίστησα τα δάκρυα μου που έκαναν θολό το βλέμμα μου και δεν μπορούσα πια να δω καθαρά. Έμεινα ανήμπορος, αβοήθητος και καταράστηκα τον Θεό.
Η γέρικη μορφή πλησίασε το ζευγάρι που δεν έδειχνε να τρομάζει από το πανύψηλο φρικαλέο ον. Προχωρούσε αργά και απειλητικά προς το μέρος τους κρατώντας ένα μεγάλο χρυσό μαχαίρι. Την ώρα του ταυτόχρονου σιωπηλού οργασμού, τράβηξε απαλά από τα μαλλιά τον άντρα και με μία αργή και σίγουρη κίνηση, του έκοψε τον λαιμό.
Αίμα… Αίμα πηχτό, ζωηρό, άρχισε να αναβλύζει από τη πληγή του άντρα, λες και χαιρόταν που επιτέλους απέδρασε από τη σάρκινη φυλακή του και συναντούσε για πρώτη και τελευταία φορά το φως των προβολέων, δίνοντας τη δική του μικρή παράσταση.
Το αίμα συνέχισε να ρέει αστείρευτο, βάφοντας κόκκινο το λευκό της σώμα, τα μαύρα της μαλλιά, το θλιμμένο της χαμόγελο.
Η εικόνα που αντίκριζα με φρίκη, έμοιαζε με πίνακα παράφρονα ζωγράφου που είχε έρωτα κρυφό με το πορφυρό χρώμα. Πετώντας το παντού βίαια και άτακτα, αδιαφορώντας για συμβολισμούς και νοήματα.
Ο Θάνατος είναι τέχνη.
Τα φώτα άναψαν. Το κοινό σηκώθηκε όρθιο, ενθουσιασμένο, ξεσπώντας σε χειροκροτήματα και κραυγές θαυμασμού.
Οι πρωταγωνιστές του δράματος ματωμένοι, ήρθαν μπροστά στη σκηνή και υποκλίθηκαν. Στο κέντρο βρισκόταν η γέρικη ψηλή μορφή του Δαίμονα, δεξιά της στεκόταν η Νεφέλη φορώντας κόκκινο φόρεμα φτιαγμένο από αίμα χαμογελώντας θλιμμένα.
Αριστερά από τη φριχτή μορφή, έστεκε ο άντρας με τον κομμένο λαιμό. Το κεφάλι του έπεφτε αφύσικα προς τα πίσω, αφήνοντας τη μεγάλη πληγή στον λαιμό του να χάσκει ανοιχτή. Σαν ματωμένο χαμόγελο.
Οι μικρές κόκκινες πεταλούδες έπεσαν νεκρές όλες μαζί από ψηλά, σαν ροδοπέταλα πάνω στους τρεις πρωταγωνιστές.
Το γέρικο πλάσμα έκανε δύο βήματα μπροστά και σηκώνοντας απαλά το ρυτιδιασμένο πλαδαρό του χέρι, με έδειξε στο κοινό, ζητώντας του σιωπηλά, την αναγνώριση μου σαν τον σκηνοθέτη του αιματοβαμμένου δράματος.
Κοινό και ηθοποιοί, με κοίταξαν με σεβασμό και χειροκρότησαν.
Μέχρι που πόνεσαν τα αυτιά μου από την βουή.
Μέχρι που πετάχτηκα ουρλιάζοντας, μέσα στη νύχτα.
Του Έκτορα Δέλτα
H youropia, με μεγάλη χαρά, εγκαινιάζει τη συνεργασία της με τον συγγραφέα Έκτορα Δέλτα.