Ο λεπρός μας Μεσσίας!

Του Παύλου Βασιλειάδη

Πριν από κάποιο καιρό άκουσα μεταμεσονύκτια στο ραδιόφωνο έναν μάλλον άγνωστο τύπο να παρομοιάζει εποχές και καταστάσεις του σήμερα με δίσκους της παλιάς καλής ροκ εποχής. Αν έχεις ελεύθερο χρόνο να σκοτώσεις και, πιθανότατα, επί πληρωμή…διάβαινε! Παρά το φαιδρό του πράγματος, δεν μπόρεσα να αντισταθώ (κυρίως λόγω μουσικών γούστων) και με το μυαλό μου αφέθηκα να παίξω…

Αν κάποιος, λοιπόν, είχε το χρόνο να μπει σε αυτήν την άσκοπη διαδικασία και προσπαθούσε να φαντασιωθεί το μεταίχμιο μετάβασης της ελληνικής κοινωνίας από την παρακμιακή ευμάρεια της τελευταίας δεκαετίας (αγαπημένο θέμα του τύπου) στην καταθλιπτική κρίση του σήμερα με κλασσικούς ροκ όρους, η δική μου εντύπωση είναι ότι θα επέλεγε τον εκπληκτικό δίσκο «The Rise and Fall of Ziggy Stardust And The Spiders From Mars», τον οποίο κυκλοφόρησε εν έτει 1972 ο «χαμαιλέων της ροκ», David Bowie. Η επιλογή αυτή μπορεί να φαίνεται άστοχη, όσοι όμως έχουμε ακούσει και είμαστε λίγο-πολύ εξοικειωμένοι με την γοητεία του «ειδωλολατρικού» κόσμου του Ziggy, μπορούμε ίσως να καταλάβουμε πόσο αυτός μοιάζει με την Ελλάδα της αβάσταχτης ελαφρότητας λίγο πριν την ολέθρια της σύγκρουση με την πραγματικότητα. Όπως πολύ εύστοχα έχει ειπωθεί, «όλα ξεκίνησαν το 1968, όταν ο Bowie εκτόξευσε τον Major Tom στο διάστημα και ταυτόχρονα απογειώθηκε και ο ίδιος σε άλλους γαλαξίες επιστρέφοντας στον ταπεινό μας πλανήτη μόνο όταν και όπως αυτός το επιθυμούσε. Ευτυχώς, μας έκανε την τιμή πολλές φορές…».

Το «Ziggy Stardust» ήταν μία από αυτές. Ο (κατά κόσμον) David Robert Jones «έπεσε» για άλλη μια φορά στη Γη, ψαλίδισε την α λα Greta Garbo κόμμωσή του βάφοντάς την πορτοκαλί, εγκατέλειψε τα φορέματα και ντύθηκε με έξαλλα, γυαλιστερά κοστούμια παρουσιάζοντας έτσι τον εαυτό του σαν έναν αλλόκοσμο, ερμαφρόδιτο σταρ. Το εγχείρημα του ήταν τόσο τέλειο σε σχεδιασμό, εκτέλεση και αισθητική που σχεδόν κανείς δεν μπορούσε να πει με απόλυτη σιγουριά που τελείωνε η παραπλάνηση και που ξεκινούσε η πραγματικότητα.

Αυτό το μικρό εικονικό ψέμα, ωστόσο, έκρυβε από πίσω του μεγάλες (και ενίοτε άβολες) αλήθειες. Μέσα από την προκατασκευασμένη προσωπικότητα του Ziggy Stardust, ενός θεόσταλτου, χαρισματικού, εγωκεντρικού και τρελά φιλήδονου προπαγανδιστή, ο Bowie κατόρθωσε να αποδώσει με έναν αμείλικτα γλαφυρό τρόπο τις πολλές, θλιβερές συνέπειες που μπορεί να επιφυλάξει η δόξα και το εύκολο χρήμα, την ανομολόγητη λόξα των ανθρώπων να θεοποιούν πρόσωπα και καταστάσεις πέραν του κόσμου τούτου, τους επιφανειακούς συναισθηματισμούς, την ψευδαίσθηση της ποπ κουλτούρας, αλλά και τον υψηλής αισθητικής ναρκισσισμό που απέπνεε η τότε glam-rock εποχή. Το διονυσιακό πνεύμα και οι υποκριτικές ικανότητες του Bowie προσέθεσαν αρκετό χιούμορ και φαντασία στην ήδη πληθωρική, διεξοδική και κυρίως ειλικρινή αφήγηση της ακμής και της παρακμής του κόσμου του Ziggy Stardust, ενός κόσμου ζοφερού και κουρασμένου, ενός κόσμου που αναζητεί εναγωνίως τον Μεσσία (καλή ελληνική ώρα!), ενώ παράλληλα οδεύει ολοταχώς προς την δική του Αποκάλυψη. Και όλα αυτά μέσα σε μια οργιώδη μουσική πανδαισία που τόσο επιδέξια δημιουργούν ο μπασίστας Trevor Bolder, ο ντράμερ Mick Woodmansey και ο μακαρίτης «κιθαρωδός» Mick Ronson.

Και σε εκείνο ακριβώς το σημείο ο μυσταγωγός David αποφάσισε να πλανέψει ακόμα μια φορά κοινό και κριτικούς, όταν τον Ιούλιο του 1973 ανακοίνωσε στο μεγαλειώδες Hammersmith Odeon του Λονδίνου μετά από μια εξαιρετική παράσταση του Ziggy: «Αυτή είναι η τελευταία μου παράσταση»! Δημιουργός και δημιούργημα είχαν ταυτιστεί σε τέτοιο βαθμό που άπαντες θεώρησαν ότι ο Bowie αποχωρούσε αμετάκλητα από το καλλιτεχνικό προσκήνιο χαρακτηρίζοντας την κίνησή του αυτή ως την «rock’n’roll αυτοκτονία» του αιώνα! Ο Bowie ωστόσο δεν επρόκειτο να σταματήσει εκεί. Αποκηρύσσοντας μονίμως τον προηγούμενο εαυτό του και έχοντας πάντα τη διάθεση να πειραματιστεί και να ανακαλύψει νέους τρόπους έκφρασης, φλέρταρε παθιασμένα με κάθε μουσικό είδος, οικοδομώντας έτσι μια ακμαιότατη καριέρα πέντε δεκαετιών. Αιώνιος ταξιδιώτης, ξεπεσμένος ευγενής, επαγγελματίας εραστής ή υπερόπτης ομοφυλόφιλος είναι μερικές από τις εικόνες που έφτιαξε ο Bowie κατά καιρούς, καθιστώντας τη μεταμφίεση, τη θεατρικότητα και τον ασυγκράτητο πειραματισμό αναπόσπαστα κομμάτια του μεγάλου πάζλ της ροκ μουσικής. Καθόλου τυχαίο που, ανεξαρτήτως κοινού και εποχής, οποιαδήποτε persona και αν υποδύεται αυτός ο άνθρωπος, γίνεται στη στιγμή…grata!

Και, ίσως, παίρνοντας θάρρος από αυτό, ο ανέκαθεν λεπρός μας Μεσσίας, μας ορμηνεύει με τις αβάσταχτα θελκτικές του μελωδίες ότι η μοναδική σανίδα σωτηρίας είναι το να μην περιμένουμε πότε θα τη φέρει μόνο του το κύμα. Όπως λέει και ο ίδιος, μόνοι δεν είμαστε. Είμαστε υπέροχοι. Ας δώσουμε τα χέρια και…