Γράφει: Σωτηρία Βασιλείου
Δυο μέρες τώρα, δυο βδομάδες περίπου πριν την Εβδομάδα των Παθών, τα πάθη των μεταναστών της Μανωλάδας αποτελούν πρώτη είδηση στα ΜΜΕ και κοινό θέμα συζήτησης. Η ευαισθησία, ατόφια ή και επίπλαστη, βγαίνει αλαλάζουσα σεργιάνι στον κάμπο με τις φράουλες. Ομαδικός περίπατος κάτω από τα φώτα και ανάμεσα στα φυτά… Αλήθεια, τόση ευαισθησία πού κρυβόταν τόσο καιρό; Διότι ούτε για μετεωρίτη μιλάμε ούτε για εξωγήινους. Μιλάμε για ένα φαινόμενο που κρατάει καιρό, στην Ελλάδα και όχι μόνο. Και είναι ένα ματωμένο φαινόμενο, που πονάει και προσβάλλει βάναυσα την κοινή λογική και την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Το έργο… μυριοπαιγμένο… με τους μετανάστες, τους ανταγωνιστές ντόπιους και τις αξίες να καταλαμβάνουν τον ρόλο του θύματος.
Καλοκαίρι 1991… Κύπρος… ένα χωριό… και ένας κάμπος γεμάτος άνθη φυτεμένα σε πρασιές, σε θερμοκήπια και εκτός θερμοκηπίων. Η μαμά μου, εργάτρια στο χωράφι. Η θερινές διακοπές άφησαν ως μόνη επιλογή στην τελευταία την διημέρευση εμού στο χωράφι… Να πω την αλήθεια, αν εξαιρέσεις τις μέρες που ο υδράργυρος σκαρφάλωνε στο σαράντα, δεν περνούσα και χάλια. Τριαντάφυλλα, γαρύφαλλα, κρίνα, ζέρμπερα, γυψοφύλλη, γλαδιόλες, ίριδες, αστρομέρια, χρυσάνθεμα και υάκινθοι γέμισαν τα καλοκαίρια μου με χρώματα και αρώματα. Απώτερο κληροδότημα από εκείνη την περίοδο… η γνώση του κύκλου της ζωής των λουλουδιών και το μπόλιασμά μου με την κατανόηση του «άλλου».
Οπωσδήποτε, εκείνο το καλοκαίρι, συνάντησα στο φυτώριο, πέρα από τα γνωστά πρόσωπα των συναδέλφων και των συναδελφισσών της μαμάς και τους νεήλυδες «Αραπάες». Οι «Αραπάες», εκ Συρίας ορμώμενοι, διέμεναν σε ένα κατάλυμα, το οποίο ολίγον διέφερε από τα θερμοκήπια… Δούλευαν ολημερίς φυτεύοντας, ψεκάζοντας, ξεβοτανιάζοντας και μαζεύοντας άνθη ενώ με τα σπαστά ελληνικά τους έλεγαν για τα παιδιά και τις γυναίκες που άφησαν πίσω. Ο Ιμπραήμ, ο Μεχμέτ, ο Νάσερ, ο Τζονάρ και ο Αχμέτ… Στους δύο τελευταίους ίσως οφείλω το αριστερό μου πόδι. Ήταν τέλη Αυγούστου κι εγώ, τριγύριζα ανάμεσα στα θερμοκήπια όταν πάτησα ένα παλιό ξύλο με δυο σάπια καρφιά. Πόνος και ουρλιαχτά (εμού, της μητρός και των συναδελφισσών) και άμεση δράση από τον Τζονάρ και τον Αχμέτ. Θυμάμαι τον Αχμέτ να με κρατά ακίνητη και τον Τζονάρ να μου αφαιρεί παπούτσι και κάλτσα, να ξεκαρφώνει το ξύλο από το πόδι και με ξύλο καθαρό να μου χτυπά το πόδι, να απομακρυνθεί το βρώμικο αίμα. Το σημάδι στο πέλμα μου υπάρχει ακόμα, λιγότερο έντονο πάντως από το σημάδι στη μνήμη.
Λίγες μέρες αργότερα, στο τέλος της «δύσκολης σαιζόν» η έως τότε άφαντη αστυνομία διενήργησε έλεγχο στο φυτώριο. Ο Τζονάρ και ο Αχμέτ βρέθηκαν παράνομοι, συνελήφθησαν και απελάθηκαν. Θυμάμαι, πιο πολύ από εκείνη την ημέρα, τα υγρά μάτια του Αχμέτ… του βαρήκοου μικρόσωμου Αχμέτ που με κρατούσε και μου μιλούσε ώσπου να απομακρύνει το μολυσμένο αίμα ο Τζονάρ και ενώ εγώ ούρλιαζα. Οπωσδήποτε, όσον αφορά στον «μάστρο»… δεν θυμάμαι οιανδήποτε δίωξη για την παράνομη εργοδοσία. Όταν, το επόμενο καλοκαίρι διάβασα την «Καλύβα του Μπάρμπα-Θωμά», δεν δυσκολεύτηκα στη νοερή αναπαράσταση του δράματος του νέγρου.
Στο μεταξύ η δουλειά στο εξαπλωνόμενο στους κάμπους φυτώριο συνεχίστηκε, με άλλους «Αραπάες», νόμιμους και μη, και αργότερα, και με ευάριθμους Βούλγαρους, νόμιμους και μη. Οι Κύπριες εργάτριες, επτά πρώτα, κατέληξαν να γίνουν τρεις… άνευ ενσήμων και με την απειλή της αντικατάστασης με «ξένους» ως απάντηση στην παράκληση πληρωμής ενσήμων ή και περαιτέρω αύξησης μισθού (για τις Κύπριες οκτώ λίρες το άνευ διαλείμματος οκτάωρο στα 1989, δώδεκα μετά βίας στα 1997, δέκα λίρες το απεριόριστο ωράριο για τους αλλοδαπούς, στους οποίους βεβαίως παρεχόταν και τσίγκινη στέγη, τροφή-κονσέρβα σε ποικιλία και ύδωρ από το λάστιχο κυρίως).
Βεβαίως, η ζωή συνεχίστηκε. Εσχάτως, η αίτηση της μαμάς μου, ετών 69 και πόδων τριών και κάτι, για σύνταξη γήρατος απορρίφθηκε, διότι δεν πληροί τις προδιαγραφές ως προς τα ένσημα… Τις ώρες της οργής καταριέται τον παλιό μάστρο και τους «Αραπάες», εκείνους που τις ώρες της παράκλησης για ένσημα προβάλλονταν ως το αντίπαλο δέος, ως ο μπαμπούλας. Τις προάλλες… μου δήλωσε πως συμφωνεί με το κόμμα που θέλει με κάθε τρόπο να διώξει τους μετανάστες για να δουλέψουν οι Έλληνες. Τρόμαξα και ανατρίχιασα! Τρόμαξα τόσο διότι ίσως και άλλων απηυδισμένων η σκέψη φλερτάρει με τη διολίσθηση στην οδό αυτή… Και είναι η οδός αυτή ποτισμένη με μολυσμένο αίμα, ποικίλης προελεύσεως. Έδαφος γόνιμο για δηλητηριώδη άνθη και καρπούς, οδός άγουσα στα άκρα και από εκεί στον γκρεμό και στο χάος…