Μαζί στο πουθενά

Γράφει: Ντώνα Μαρίτα

Εξήγησε μου πως έγινε αυτό το κακό σε εμάς; Βάλαμε πλώρη για το ταξίδι μας, έτοιμοι να περάσουμε στην απέναντι όχθη του ονείρου μας. Κάναμε κουπί μια εγώ και μια εσύ. Το πανί μας ανέμιζε τα βράδια σαν φωτιά. Έμοιαζε με την δικιά μας φωτιά, που έχει πηγή το πάθος και μας ζεσταίνει. Ήταν φορές που η βάρκα κουνιόταν πολύ και σε αγκάλιαζα για να νιώσω σιγουριά.

Κάπως έτσι περνούσαν οι μέρες, ώσπου ένα βράδυ τα αυτιά μου άρχισαν να βουίζουν. Το κορμί μου να κρυώνει και η ψυχή μου να αγριεύει. Δεν μπορούσα άλλο μέσα σ’ αυτή τη βάρκα. Ο χώρος μικρός και η ανάγκη μου να βρούμε στεριά μεγάλη. Και πάνω που άρχισα να διακρίνω τη στεριά, έστριψες το τιμόνι. Είπες ότι είχες στο νου σου κάποιο άλλο μέρος , πιο μακριά. Μου ήταν αδύνατον να αντέξω και άλλο στη βάρκα. Δεν έφταιγες εσύ! Εγώ δεν άντεχα άλλο μαζί στο πουθενά!

Και εκεί άρχισε η διαμάχη. Λόγια και κινήσεις, όλα εχθρικά. Πληγώθηκες και έκλαψα. Με αγκάλιασες και σε έσπρωξα.

Άρχισε να βρέχει και η θάλασσα αγριεμένη από τα καπρίτσια μου, αναποδογύρισε την βάρκα μας. Σε ανυποψίαστο χρόνο βρεθήκαμε μόνοι και γύρω μας μόνο θάλασσα. Δεν αντέξαμε για πολύ έτσι. Σου ζήτησα συγγνώμη και με τα χείλη κολλημένα αφήσαμε την θάλασσα να μας πάει βαθιά. Σε κοίταζα μέσα στα μάτια μέχρι η αλμύρα να μου κάψει της κόρες. Σε αγκάλιαζα σφιχτά μέχρι οι μύες μου να νεκρώσουν. Συγγνώμη που μας σκότωσα.

Έχουν περάσει χρόνια από εκείνο το βράδυ. Η βάρκα μπάρκαρε μόνη δίχως τα όνειρα μας. Έχει μείνει σαν μνημείο σε κάποια αμμουδιά να την βλέπουν τα άλλα ζευγάρια. Σαν σημείωμα δικό μας, να θυμούνται ότι δεν πρέπει να φτάσουν στο σημείο που να πουν «τώρα είναι αργά».

Φωτογραφία της HELEN M BUSHE