«Λίγες οἱ νύχτες μὲ φεγγάρι ποὺ μ᾿ ἀρέσαν…»

Γράφει: Σωτηρία Βασιλείου

Διότι κάτι τέτοια βράδια βλέπω την μοναξιά μου καλύτερα. Δεν είναι ψηλαφιστή η επαφή κατά την πανσέληνο, όπως συμβαίνει άλλοτε. Και είναι πολύ σκληρή η παρουσία της απουσίας στο φέγγος της σελήνης. Μαρμαρωμένη κάθεται απέναντί μου, ετούτη η μοναξιά, μάρτυρας βωβός, κωφός και άλαλος του απολογισμού μου∙ θα μπορούσα δε να την ονομάσω και κριτή μου, θα μπορούσα να την πω και τιμωρία ή και εξιλέωση που θα επιφέρει την κάθαρση.

Αδελφούλα… σου έστειλα πέντε μηνύματα στο κινητό… σου έλεγα πως έπρεπε να σου μιλήσω… Με πήρες ώρες αργότερα, είπες πως ήσουν σε meeting. Δικαιολογία ήταν… Το ξέρω.

Μαριαννάκι, προσπάθησα να σου μιλήσω στο φατσοβιβλίο. Δε μου απάντησες… βγήκες offline. Αργότερα είπες πως έπεσε το δίκτυο. Δικαιολογία ήταν… Το κατάλαβα.

Ελένη, μου είπες πως έλειπες την Παρασκευή, όταν βαρούσα το θυροτηλέφωνο. Ψέμα ήταν, μέσα ήσουν.

Αλέξη, ανέβαλες εκείνο το ραντεβού στην πλατεία… ήσουν λέει κουρασμένος. Μπορεί… αλλά αν ήθελες θα ήταν όλα αλλιώς.

Μαμά… μια αγκαλά ζήτησα στο κλάμα μου… απλά μου είπες να πάψω, πως θα περάσει. Και η αγκαλιά. Το ξέρω… δεν σου έβγαινε… το σώμα άλλαξε ρότα.

Μπαμπά… γιατί έκανες πέντε μέρες να απαντήσεις σε εκείνο το μήνυμα στον τηλεφωνητή. Τι ρωτάω; Αφού ξέρω.

Ξέρω… Τώρα το συνειδητοποιώ. Mea Culpa. Διότι άργησα να σας εντάξω στο πρόγραμμά μου το βεβαρημένο. Χαραμάδα καμιά, είτε για σας είτε για οποιοδήποτε άλλο. Σας αφιέρωνα χρόνο μόνο για να σας κρίνω αυθαίρετα και να κατακρίνω – σιωπηρά ή και δημόσια – τις αδυναμίες και τα σφάλματά σας. Χρόνια ολόκληρα πέρασα με απαρέγκλιτο πρόγραμμα και απόλυτο αυτοέλεγχο. Διαχύσεις; Απαγορευμένες. Άνοιγμα καρδιάς; Σιγά μην αφιέρωνα κάποια λεπτά έστω για να ακούσω τον καημό σας. Διότι ο χρόνος ήταν χρήμα, μάθηση, περιποίηση και ανύψωση του εγώ μου. Το χέρι μου δεν έγινε ποτέ στήριγμα, στον ώμο μου δεν στέγνωσε ούτε ένα δάκρυ… Άχρηστα λοιπόν, αμφότερα τα μέλη μου.

Πάντοτε ζητούσα χρήματα και δώρα δαπανηρά ως έκφραση της αγάπης των οικείων. Τώρα, κορεσμένη από αυτά τα ανούσια, τα μισώ. Διψώ για αγάπη, τη ζητιανεύω αλλά αυτή δεν μου δίνεται. Είναι που δεν πιστεύει, έστω και ένας στην ανάγκη της. Άπαντες θεωρούν πως θα την τσαλακώσω και θα την πετάξω στον πλησιέστερο κάδο απορριμμάτων, αφού τους χλευάσω για το τόλμημά τους. Πόσο λάθος κάνουν! Πόσα σφάλματα διέπραξα!

Δεν έδωσα ποτέ στοργή αντίδοτο στην οργή. Δεν επούλωσα καμιά πληγή. Δεν έδωσα αγάπη. Δεν σπατάλησα τα πολύτιμα λεπτά μου για να νοιαστώ έστω…

Λησμόνησα πως μοναξιά και ουσιαστική ανυπαρξία είναι έννοιες πολύ κοντινές, όπως και οι έννοιες πόνος – μόνος – φόβος. Εγώ… λάτρης της μυθολογίας, λησμόνησα πως «η ύβρις φέρει την τίσιν». Και τώρα νάμαι, μόνη να παλεύω να συγκολλήσω το διαμελισμένο εαυτό μου μετά την υπερήφανη πτήση μου και την οδυνηρή πτώση μου. Μόνη, πληρώνω με οδύνη την ηδονή της έπαρσής μου.

«Καιρός του σπείρειν, καιρός του θερίζειν», ως λέει και ο ποιητής..

πηγή φωτογραφίας