Το ξύλινο αυτοκινητάκι

Γράφει: Έκτορας Δέλτα

Ήταν αργά το βράδυ, παραμονής Χριστουγέννων του 1990. Έπεφτε λίγο χιόνι και ο βοριάς που φυσούσε άγρια, πάγωνε κορμιά, όνειρα και ελπίδες. Ο Γιώργος κρύωνε πολύ, μέσα στα φθαρμένα σαν τη ζωή του ρούχα. Πρόλαβε τελευταία στιγμή να σταματήσει στο κόκκινο φανάρι της μεγάλης διασταύρωσης, στην Πειραιώς και Χαμοστέρνας.

Οδηγούσε ένα ταλαιπωρημένο, σαν και εκείνον, μηχανάκι και πήγαινε μία παραγγελία με σουβλάκια και μπύρες, σε κάποιον άγνωστο πελάτη, του σουβλατζίδικου που δούλευε τα τελευταία τέσσερα χρόνια.

Ο Γιώργος, πολλές φορές σκεφτόταν πικρόχολα, ότι είχε διευρυμένο κοινωνικό κύκλο, αφού καθημερινά συναναστρεφόταν με δεκάδες ανθρώπους. Φυσικά, το μοναδικό κοινό σημείο του με όλους εκείνους τους αγνώστους, ήταν πάντα μία αργοπορημένη νυχτερινή παραγγελία.

Κοίταξε πάλι, μέσα από τα θολά του γυαλιά το κόκκινο φανάρι, περιμένοντας υπομονετικά μέσα στο κρύο, να ανάψει το πράσινο. Αν κάτι έκανε καλά σε αυτή τη ζωή, ήταν η ικανότητα του να περιμένει.

Ο Γιώργος πάντα περίμενε πράγματα, που ποτέ όμως δεν έρχονταν. Είχε πια φτάσει σαράντα χρονών και ακόμα περίμενε να φανεί η γυναίκα των ονείρων του. Περίμενε τόσα χρόνια υπομονετικά να γνωρίσει την αγάπη και τον έρωτα. Περίμενε μία καλύτερη δουλειά, ένα καλύτερο μισθό και ίσως ένα μεγαλύτερο σπίτι.

Μία ζωή περίμενε…

Ακόμα και τη μάνα του, που τον άφησε ένα πρωί, όταν εκείνος ήταν πέντε χρονών για να πάει να αγοράσει λίγο γάλα, από το μπακάλικο του κυρίου Στάθη. Η καρδιά της όμως την πρόδωσε εκείνη την παγωμένη μέρα και αντί για το μπακάλικο βρέθηκε στον ουρανό. Λες και ο Θεός, είχε και εκείνος ξαφνικά λαχταρήσει για λίγο ζεστό γάλα.

Τον μισούσε τον Θεό από τότε… Τον Θεό και το γάλα.

Δεν μπόρεσε ποτέ να καταλάβει γιατί του άρεσε τόσο πολύ, να παίρνει από τους ανθρώπους τις μάνες, τα παιδιά, τους φίλους. Η ειρωνεία ήταν, ότι ο Θεός του είχε πάρει τη μάνα Παραμονή των Χριστουγέννων.

Θυμόταν, που για μέρες κρατούσε στα χέρια του, το κακογραμμένο γράμμα που είχε γράψει προς τον Άγιο Βασίλη. Δεν είχε προλάβει να το δώσει στη μάνα του για να το ταχυδρομήσει. Ζητούσε από τον Άγιο, ένα ξύλινο αυτοκινητάκι… Ένα απλό, ξύλινο αυτοκινητάκι.

Και τι έκανε ο Θεός; Αντί για ένα αυτοκινητάκι του πήρε την ίδια του τη μάνα.

Ο ήχος των ελαστικών που στρίγγλισαν με μανία, τον γύρισε απότομα στην παγωμένη πραγματικότητα. Ούτε που πρόλαβε να δει από τους καθρέφτες του, τι όχημα ήταν εκείνο που ερχόταν με ταχύτητα από πίσω του, αν και αμέσως κατάλαβε ότι ήταν κάτι πολύ μεγαλύτερο από ένα ξύλινο αυτοκινητάκι.
Η σύγκρουση ήταν σφοδρή…

Ο Γιώργος εκσφενδονίστηκε με δύναμη και άρχισε να πετάει πάνω από τη βρώμικη άσφαλτο. Κοίτα να δεις, σκέφτηκε, που πάλι θα περιμένω μέχρι να προσγειωθώ.Η προσγείωση και το βίαιο χτύπημα με τον δρόμο όμως δεν άργησε να έρθει…

Άνοιξε μετά από λίγη ώρα τα μάτια του. Το πρόσωπο του ήταν σχεδόν κολλημένο στην υγρή παγωμένη άσφαλτο. Ευτυχώς δεν ένιωθε πόνο, ίσως τελικά να μην ήταν τόσο άτυχος όσο πίστευε.

Ένα κουρασμένο χαμόγελο σχηματίστηκε στο ταλαιπωρημένο του πρόσωπο, σκεπτόμενος, ότι μία ζωή περίμενε κάτι όμορφο να του συμβεί και εκείνη τη νύχτα, του ήρθε τελικά ένα ακόμα χτύπημα, από εκεί που δεν το περίμενε.

Γύρισε με κόπο ανάσκελα και κοίταξε το όχημα που τον είχε χτυπήσει, ήταν ένα ασθενοφόρο.
Αν δεν ήταν ό ίδιος θύμα του τροχαίου, το πιθανότερο θα ήταν να γελούσε με την ειρωνεία του γεγονότος.

Τα ρούχα του είχαν μουσκέψει αλλά δεν ένιωθε κρύο και ο βοριάς έμοιαζε να έχει σταματήσει. Αφουγκράστηκε τους ήχους της πόλης, έμοιαζαν πολύ μακρινοί και συνέχιζαν γρήγορα να εξασθενούν, μέχρις ότου μία απόκοσμη ησυχία σκέπασε τα πάντα. Έχει γούστο να κουφάθηκα, σκέφτηκε τρομαγμένα.

Πολλά περιμένεις να σου συμβούν σε ένα τροχαίο ατύχημα, αλλά το να χάσεις την ακοή σου δεν είναι ένα από αυτά.

Η πόρτα του οδηγού του ασθενοφόρου άνοιξε, ένας ηλικιωμένος άντρας κατέβηκε αργά και άρχισε να πηγαίνει προς το μέρος του.

Ο Γιώργος ανακάθισε πάνω στην άσφαλτο και άρχισε να τον περιεργάζεται, καθώς ο ηλικιωμένος οδηγός συνέχιζε αργά να τον πλησιάζει. Είχε πολύ ήρεμη και ευγενική φυσιογνωμία και δεν φαινόταν καθόλου ταραγμένος από το τροχαίο που μόλις είχε προκαλέσει.

Ο ηλικιωμένος άντρας έσκυψε από πάνω του και του άπλωσε το χέρι χαμογελώντας του ζεστά. Ο Γιώργος ξαφνιάστηκε αρκετά με την εκκωφαντική απουσία αρνητικών συναισθημάτων, όπως ήταν ο θυμός και η οργή, αισθήματα που κανονικά θα έπρεπε να νιώθει. Αντιθέτως, εκείνος ένιωθε γαλήνιος και ήρεμος.

Έδωσε το χέρι του στον ευγενικό γέροντα και σηκώθηκε.

Ο ηλικιωμένος άντρας, με ένα απαλό νεύμα του πρότεινε να τον ακολουθήσει. Έφτασαν μαζί στην πίσω πλευρά του ασθενοφόρου και ο γέρος οδηγός άνοιξε την πόρτα.

Το εκτυφλωτικό φως που ξεχύθηκε μέσα από το εσωτερικό του οχήματος, τον ανάγκασε να κλείσει για λίγο τα μάτια σαστισμένος.

Όταν το βλέμμα του συνήθισε μετά από λίγο το φώς, μπήκε μέσα και έκπληκτος είδε να σχηματίζεται στο βάθος, μία γυναικεία μορφή.

Η μάνα του…

Η δική του χαμένη μάνα, τον περίμενε χαμογελαστή κρατώντας στο χέρι ένα μικρό ξύλινο αυτοκινητάκι…

«Χρόνια Πολλά αγόρι μου», ψιθύρισε ευγενικά η όμορφη γυναίκα…

«Χρόνια σου Πολλά…».