Γράφει: Σωτηρία Βασιλείου
Είναι Παρασκευή, 9 παρά τέταρτο… βράδυ… άλλο ένα τέταρτο και άλλη μια μέρα – βδομάδα κατακρίβειαν – στη δουλειά τελειώνει. Η Μαρίνα Μ. κοιτάζει το ρολόι, νιώθει πως κόλλησαν η δείκτες. Δουλειά δεν έχει.
Κλείνει την πόρτα του γραφείου τους και υπολογίζει τι πρέπει επειγόντως να πληρώσει και τι θα μείνει, αφού πληρωθούν η δόση στο Στεγαστικό, η δόση στο αυτοκίνητο, η δόση στον υπολογιστή, η ΔΕΗ, η Cosmote, η ΕΥΑΘ και τα κοινόχρηστα. Απογοήτευση. Στο τέλος του μήνα πάλι θα μείνει πανί με πανί, παρά το ξεπούλημα…
Η Μαρίνα ξανακοιτάζει το ρολόι. Εννέα ακριβώς. Ανακουφισμένη σπεύδει να κτυπήσει την κάρτα της και βγαίνει στο δρόμο, ακροβατώντας στις δεκάποντες γόβες της. Τελικά όλα τα συνηθίζει ο άνθρωπος. Κάποτε, το 2002, όταν ήρθε για πρώτη φορά σε αυτό το ινστιτούτο, τα πόδια της υπάκουαν μόνο σε αθλητικά και μπαλαρίνες. Η χρήση της γόβας επιβλήθηκε στη νεαρή από τον διευθυντή του ινστιτούτου, μαζί με τις μεθόδους του ινστιτούτου.
Δεν ήταν το όνειρο της Μαρίνας η δουλειά στο ινστιτούτο αδυνατίσματος. Εκείνη γιατρός ονειρευόταν πάντα να σπουδάσει και γιατρός σπούδασε. Μόνο που εν αναμονή της θέσης για ειδικότητα στη δερματολογία έπρεπε να ψάξει για δουλειά. Στο ινστιτούτο δεν της άρεσε το γεγονός πως έπρεπε παράλληλα με τα προσαρμοσμένα στη φιλοσοφία του χώρου καθήκοντα της ιατρού να εκπληρώνει και τα καθήκοντα της πωλήτριας δια της προώθησης των προϊόντων. Σύντομα κατάλαβε πως έπρεπε ουσιαστικά να πείθει τα υποψήφια αγαπητά μέλη – εύσωμες κυρίες και κυρίους, βουλιμικά ή ανορεξικά κοριτσάκια ή απλά άτομα κολλημένα με την οιανδήποτε ατέλεια στο σώμα τους – που ψάρευαν οι συνάδελφοί στην είσοδο του ινστιτούτου – πως λόγοι υγείας επέβαλλαν την ολική απώλεια βάρους, την τοπική απώλεια λίπους ή την γράμμωση. Και για την επίτευξη του μεγαλεπήβολου στόχου ζωής έπρεπε τα αλιεύματα – της μαριδούλας συμπεριλαμβανομένης – να αγοράσουν προγράμματα θαυματουργά. Και βεβαίως η Μαρίνα και οι συνάδελφοί της θα εξασφάλιζαν για το μέλος ειδική τιμή και ευέλικτο τρόπο πληρωμής, από δόσεις στο κατάστημα έως φοιτητικές κάρτες.
Δεν ήταν αυτό το όνειρο της Μαρίνας. Και όλο ορκιζόταν στον εαυτό της πως θα υπέβαλλε παραίτηση και όλο έλεγε πως αυτός θα ήταν ο τελευταίος μήνας. Και όμως… το 2002 προσελήφθη… λίγο μετά τα Χριστούγεννα. Είναι 2012 και είναι ακόμα εδώ. Κατά το διάστημα αυτό ένιωσε να παραβαίνει τον όρκο του Ιπποκράτη αναρίθμητες φορές. Ενίοτε ένιωθε να αηδιάζει με τις πράξεις της: με τη “φρίκη” της για το λίπος στο σώμα των κυριών, με τη “λύπη” της για τη χαλάρωση της λεχώνας ή και με την “απογοήτευσή” της για την “κοιλιά” – τυμπανισμό ουσιαστικά – ανορεξικών εφήβων. Αυτές οι τελευταίες περιπτώσεις – προσοδοφόρες καθότι δυσκόλως ιάσιμες – πλήγωναν την Μαρίνα πιο πολύ από όλες. Κάποιες φορές αισθανόταν συνεργός σε αργές δολοφονίες… Και όλο αποφάσιζε να παραιτηθεί… όλο και αραιότερα όμως από τότε που το ΔΝΤ άπλωσε τις γαμψές φτερούγες του πάνω από την Ελλάδα.
Η Μαρίνα Μ. βγαίνει στο δρόμο. Μαστιγώνει με τις ακριβές γόβες της το πεζοδρόμιο και προσπαθεί να αποτοξινώσει, δια της θέας του πλήθους και της εισπνοής του ρυπαρού έστω βραδινού αέρα, το μυαλό της από τις διόλου κολακευτικές για την πορεία της σκέψεις της. Σκέφτεται πως στο μέλλον, όταν η κατάσταση στην Ελλάδα αλλάξει, θα μπορέσει να υποβάλει την παραίτησή της και να δουλέψει ως γιατρός. Η ιδέα αυτή δρα αναισθητικά στις τύψεις της, άλλωστε μετά από τόσο καιρό δημιουργήθηκε ένα είδος ανοσίας σε αυτές. Κάποτε τρομάζει όταν ανακαλύπτει την ανοσία αυτή η Μαρίνα, άλλοτε όμως επαναπαύεται… Αλλάζει ο άνθρωπος… τρίβεται.
«Ο άνθρωπος είναι μαλακός και διψασμένος σαν το χόρτο, άπληστος σαν το χόρτο…», «ή ακόμη ιδιοτέλεια να καρπωθείς το αίμα των άλλων»… στο νου της Μαρίνας φτερουγίζουν σκόρπιες φράσεις ενός αγαπημένου ποιήματος. Τουλάχιστον απόψε η σελήνη κρύφτηκε… το φέγγος της θα επιδείνωνε την κατάσταση…