Μια αφημένη συνήθεια…

Γράφει: Παύλος Βασιλειάδης

Όλοι έχουμε, ή έστω κάποια εποχή συνηθίζαμε να έχουμε, τις πρωτοχρονιάτικες συνήθειές μας. Η δική μου ήταν το σινεμά. Κάθε απόγευμα της 1ης Ιανουαρίου λοιπόν φρόντιζα να βλέπω μία ταινία για το καλό του χρόνου. Τις τελευταίες, ωστόσο, πρωτοχρονιές αυτή η συνήθεια έπαψε να επαναλαμβάνεται, όχι τόσο γιατί δεν υπάρχουν ταινίες (διαμάντια πάντα βρίσκονται παρά τα αμέτρητα αισθητικά σκουπίδια), όσο γιατί το ξεδιάντροπα καταναλωτικό κλίμα που σε περιβάλλει στις περισσότερες κινηματογραφικές αίθουσες έχει γίνει πλέον αφόρητο. Αν ζηλεύω ειλικρινά τις παλαιότερες γενιές της Θεσσαλονίκης για κάτι, είναι για το γεγονός ότι μπόρεσαν και έζησαν τον κινηματογράφο ως συνολική εμπειρία. Σινεμά δεν ήταν μόνο το κινηματογραφικό γεγονός καθεαυτό, σημαντικό ρόλο έπαιζε η διαδρομή και η περιπλάνηση στην περιοχή του κινηματογράφου. Η εποχή τότε ήταν βέβαια πολύ διαφορετική. Ο multiplex κινηματογράφος δεν υπήρχε. Μικρά σινεμά σε κάθε γωνιά και περιοχή. Εντυπωσιακές αφίσες και φωτογραφίες. Μια εποχή, την οποία είχα την ευκαιρία να ζήσω, έστω και στον άδοξο απόηχό της.

Θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι στις πρώτες μου εξορμήσεις στην πόλη χωρίς συνοδεία (κοντά στην ηλικία των 14-15 χρονών) προσπαθούσα να επιλέγω κάθε φορά και από ένα διαφορετικό σινεμά της Θεσσαλονίκης. Το αντιμετώπιζα και ως μια ευκαιρία να βρεθώ σε μια διαφορετική περιοχή της πόλης που αλλιώς δεν θα έβλεπα σχεδόν ποτέ. Κλείναμε με το φίλο μου ραντεβού κάθε φορά και σε άλλον κινηματογράφο και πάντα μετά το έργο είτε κάναμε μια βόλτα στα περίχωρα του σινεμά ή αγοράζαμε σάντουιτς από κάποιο κοντινό γυράδικο ή απλά καθόμασταν σε ένα παγκάκι και συζητούσαμε για την ταινία. Για έναν νεαρό μαθητή όλη αυτή η διαδικασία ήταν μια μικρή περιπέτεια, μια κινηματογραφική ταινία από μόνη της. Εμείς ήμασταν οι πρωταγωνιστές, η πόλη το σκηνικό και η επίσκεψη στο σινεμά η «αποστολή» μας.

Οφείλω να ομολογήσω πως κάποιες από τις περιοχές της Θεσσαλονίκης τις γνώρισα χάρη σε αυτήν την ποικιλία των κινηματογράφων. Πρώτη φορά περπάτησα στην 25ης Μαρτίου ψάχνοντας το «Σινέ Κάπιτολ» για να δω μια αθλιότατη (όπως αποδείχτηκε μετά) ταινία του Μπράιαν Ντε Πάλμα. Επίσης, η αναζήτηση του «Λάουρα» με οδήγησε να πάω και να έρθω στην Βασιλίσσης Όλγας ουκ ολίγες φορές και να γνωρίσω τα κατατόπια της. Αλλά και οι κινηματογράφοι του κέντρου δεν πήγαιναν πίσω. Καθένας είχε τις ιδιαιτερότητές του: το «Φαργκάνη» είχε παλιές άβολες θέσεις από ξύλο (μέχρι που το ανακαίνισαν), το «Ναυαρίνο» σε κέρδιζε με τη θέα του στα ρωμαϊκά ερείπια και με την αλήτικη γειτνίασή του στα περίεργα μαγαζιά της πλατείας, το «Βακούρα» είχε (και ευτυχώς έχει ακόμη) την πολύ όμορφη ξύλινη επένδυση στους τοίχους του όταν κατέβαινες τις σκάλες, το «Ανατόλια» διέθετε εξώστη και φανταχτερό κυλικείο, ο «Έσπερος» διέθετε μια εντυπωσιακή αίθουσα και έναν ανεξήγητα έντονο φωτισμό από λάμπες νέον κ.ο.κ.

Στις αρχές της δεκαετίας του 2000 η μόδα των σύγχρονων «πολυσινεμάδων» σάρωσε τα κινηματογραφικά δρώμενα της Θεσσαλονίκης. Οι κινηματογράφοι των γειτονιών δεν μπόρεσαν να συγκρατήσουν τον τυφώνα του «όλα σε ένα» που πρωτοξεσήκωσαν τότε το Village Center και το Assos Odeon. Μέσα σε μια πενταετία οι περισσότεροι αιθουσάρχες έβαλαν λουκέτο. Η επιγραφή «Ραντεβού τον Σεπτέμβρη» είχε γίνει συνώνυμη του «Αντίο, κλείνουμε» και σχεδόν κάθε φθινόπωρο οι παραδοσιακοί κινηματογραφόφιλοι μετρούσαν απώλειες. Σίγουρα, η εμπειρία του multiplex έδωσε ποιότητα σε ό,τι αφορούσε στο χώρο, την εικόνα και τον ήχο των προβολών (κάτι που λίγα συμβατικά σινεμά μπορούσαν να προσφέρουν), ταυτόχρονα όμως μετέτρεψε τις κινηματογραφικές εξορμήσεις από «περιπέτειες» σε προβλέψιμες συνήθειες. Και αυτές όμως τείνουν να εκλείψουν, λόγω της απροκάλυπτης (σχεδόν ωμής) ευκολίας που παρέχει στις μέρες μας το Διαδίκτυο σε κάποιον να «κατεβάζει» δωρεάν όσες και όποιες ταινίες θέλει μέσα σε λίγα λεπτά. Η κινηματογραφική περιπέτεια έχει σχεδόν αποδομηθεί και πλέον τείνει να ενταχθεί στο επίπεδο της γραφικότητας. Ακόμα και τα τελευταία «καταφύγια» των συμβατικών κινηματογράφων δεν είναι όπως παλιά. Εφθάρησαν και αυτά υπό την πίεση του ανταγωνισμού και της αγωνίας να κρατηθούν στο ύψος των νέων προδιαγραφών με νύχια και με δόντια.

Προτού, λοιπόν, αρχίσουμε οι σινεφίλ τη μίζερη διαδικασία του να μετράμε τις απώλειές μας στο κατώφλι της νέας χρονιάς, θεώρησα σχεδόν επιβεβλημένο να αποτίσω αυτόν τον ελάχιστο, γραπτό φόρο τιμής στις περιοχές και τις αίθουσες στις οποίες «έφαγα» ως ανήλικος εραστής της 7ης Τέχνης τα παιδικά μου χρόνια και οι οποίες έχουν πλέον περάσει οριστικά και αμετάκλητα στο παρελθόν.