Του Παύλου Βασιλειάδη
Αφορμή για το συγκεκριμένο άρθρο είναι το αφιέρωμα της Youropia στο ιερό τέρας της ροκ μουσικής, Τζον Λέννον. Τα λόγια για αυτόν τον θρύλο είναι περιττά. Όπως εκατομμύρια κόσμος στον πλανήτη, έτσι και εγώ κόλλησα σε νεαρότατη ηλικία τον ιό της Μπητλομανίας (της όψιμης περιόδου εννοείται) και τον κουβαλάω (έστω και ανενεργό) ακόμα και σήμερα.
Αυτό το οποίο θα ήθελα να σχολιάσω, είναι μια σκέψη που έκανα πολλές φορές στο παρελθόν (ιδιαίτερα την εποχή που συνήθιζα να βάζω συνεχόμενα το «Strawberry Fields Forever» στο repeat) και η οποία με αφορμή αυτό μικρό αφιέρωμα βγήκε πάλι στην επιφάνεια: Ποιος ήταν αλήθεια ο Τζον Λέννον; Αν κάναμε ένα βήμα πέρα από το μύθο και κοιτούσαμε τον αληθινό άνθρωπο, θα μας άρεσε το ίδιο αυτό που θα βλέπαμε;
Τις τελευταίες δεκαετίες τόνοι μελανιού έχουν χυθεί σχετικά με την πραγματική ζωή του Τζον Λέννον. Η πυρετώδης έρευνα γρήγορα αποκάλυψε την πυρετώδη δουλειά στην οποία είχαν επιδοθεί οι μηχανισμοί παραγωγής μύθων από τον περιώνυμο γάμο του με τη Γιόκο Όνο και έπειτα. Η επίσημη αφήγηση μιλάει για τον οικογενειάρχη Λέννον, τον άνθρωπο που αποσύρθηκε σταδιακά από τα μουσικά δρώμενα για να αφοσιωθεί στο νεογέννητο γιο του, Σων και την πιστή γυναίκα του. Η δολοφονία του το 1980, όταν φαινόταν ότι θα έκανε επιτέλους ένα νέο ξεκίνημα στη μουσική του καριέρα, αντιμετωπίζεται ως υπέρτατη ειρωνεία. Πέρα από το τραγικό και αβάσταχτα ειρωνικό στοιχείο του θανάτου του, οι προσωπικές μαρτυρίες που κατατέθηκαν και οι κατά καιρούς έρευνες που διεξήχθησαν (με πρωτοπόρα αυτή του «αιρετικού» Albert Goldman) φανερώνουν μια εικόνα πολύ διαφορετική.
Η περίοδος που ακολούθησε μετά το Imagine το 1971 ήταν για τον Λέννον ίσως η πιο αλλοπρόσαλλη και λιγότερο παραγωγική. Η μουσική του έχασε την παλιά της ορμή και οξυδέρκεια, ενώ ο ίδιος ο καλλιτέχνης βυθιζόταν όλο και περισσότερο στον αλκοολισμό και την εξάρτηση από το LSD. H σχέση του με τη Γιόκο ξέφτιζε χρόνο με το χρόνο. Το 1973, μάλιστα, το ζευγάρι ήρθε σε πλήρη διάσταση με τον Λέννον να μετακομίζει για δυο χρόνια στην Καλιφόρνια μαζί με την ως τότε βοηθό της Γιόκο, Μέι Πάνγκ. Αυτό το «χαμένο Σαββατοκύριακο», όπως χαρακτηρίστηκε αργότερα από την επίσημη βιογραφία, συνοδεύτηκε και από κάποιες μουσικές αναλαμπές, ενώ από τότε άρχισε να δρομολογείται το λιώσιμο των πάγων στις σχέσεις του Λέννον με πρώην φίλους και συναδέλφους του (ιδιαίτερα με τον Ringo Starr και τον Paul McCartney).
Η επιστροφή του, όμως, το 1975 στη Νέα Υόρκη οδήγησε σταδιακά και στην επανασύνδεσή με τη Γιόκο Όνο, μια επανασύνδεση που έμεινε στην ιστορία λόγω των μυστήριων συνθηκών υπό τις οποίες πραγματοποιήθηκε. Από εκεί πέρα, ο Λέννον, ως άλλος ερημίτης, κλείστηκε στο περίφημο κτίριο Ντακότα στο κέντρο της αμερικανικής μεγαλούπολης, όπου, σύμφωνα με πάμπολλες μαρτυρίες, εξελίχθηκε σε σκιά του παλιού του εαυτού. Εξαρτημένος σε υστερικό βαθμό από την γυναίκα του, είχε αφήσει τη βασική φροντίδα του παιδιού του σε αυτήν και σε διάφορους υπηρέτες, καθώς αυτός είτε αποκοιμιότανε είτε περιφερόταν στο σπίτι γυμνός ή, πολύ πιο συχνά, μαστουρωμένος. Το «νέο ξεκίνημα» που ευαγγελιζόταν ο τελευταίος του δίσκος ίσως να έκρυβε περισσότερα νοήματα από όσα θα μπορούσε να αντλήσει κανείς με μια πρώτη ακρόαση, καθώς, όπως λέγεται και έχει καταγραφεί, την εποχή εκείνη τόσο ο Λέννον όσο και η Όνο διατηρούσαν παράλληλες σχέσεις.
Όλες αυτές οι άσχημες πλευρές της ζωής του Λέννον, στο βαθμό που μπορούν να αποδειχτούν ή όχι, δίνουν, κατά την ταπεινή γνώμη μου, σημαντική χείρα βοηθείας στο να κατανοήσουμε αυτή την πολύπλευρη προσωπικότητα της ροκ μουσικής. Ο Τζον Λέννον είχε όλα εκείνα τα προτερήματα και τα ελαττώματα που, συνήθως, χαρακτηρίζουν έναν ευφυή άνθρωπο. Έζησε τραυματικά παιδικά χρόνια χωρίς μάνα, μια απώλεια που τον έκανε να προσπαθεί διακαώς να αποσπάσει την προσοχή και την αγάπη των άλλων με εγωιστικό, πολλές φορές, τρόπο. Μπορούσε να γίνει το ίδιο αξιαγάπητος και το ίδιο μισητός. Ήταν ικανός την μία στιγμή να μιλάει για υψηλή τέχνη και πολιτική και την άλλη να τουλουμιάσει κάποιον (ή κάποια) στο ξύλο για τον πιο ασήμαντο λόγο.
Ο ίδιος είχε επίγνωση των αδυναμιών του και γιαυτό ίσως βρισκόταν σε μια διαρκή κατάσταση αναθεώρησης και σύγκρουσης με τον εαυτό του, μια σύγκρουση που τον ώθησε αφενός στο να επιταχύνει την πτώση της πιο πετυχημένης μπάντας στον κόσμο και αφετέρου στο να εμπιστευθεί αγόγγυστα τη μοίρα του σε μια δεσποτική γυναίκα, η οποία τον αντιμετώπιζε περισσότερο σαν άτακτο παιδί παρά σαν ισότιμο σύζυγο. Και φυσικά, ήταν η ίδια εσωτερική σύγκρουση που μας χάρισε αξεπέραστα αριστουργήματα όπως το In My Life, το Tomorrow Never Knows, το Strawberry Fields Forever, το A Day In The Life, το Happiness is a Warm Gun, το Working Class Hero και άλλα πολλά.
Εβδομήντα δύο, λοιπόν, χρόνια μετά τη γέννηση και τριάντα δύο χρόνια μετά το θάνατο του Τζον Λέννον, η μηχανή των μύθων εξακολουθεί, αν και λιγότερο σθεναρά, να αντιστέκεται στην αμφισβήτηση. Παρά τα αναρίθμητα προφίλ που έχουν σκιαγραφηθεί για την περίπτωση του, το σχόλιο που έκανε ο Paul Gray στο περιοδικό Time ήδη από το 1988, παραμένει και στην εποχή μας ιδιαίτερα επίκαιρο: «…η παράξενη, ηλεκτρισμένη ιδιοφυΐα ακόμη περιμένει έναν τίμιο απολογισμό, ένα σωστό μέτρημα…».