Синище

Γράφει: Παπαπρίλης Πανάτσας Γ. Κωνσταντίνος

Παντοπωλείον η Ομόνοια. Κι ακόμα τα μπαχάρια γεμίζουν τον αέρα άρωμα, ακόμα τα βαρίδια ισορροπούν το καντάρι, ακόμα η ζάχαρη περιμένει στο δοχείο της λαμαρίνας. Ακόμα, είκοσι χρόνια, μετά το κλείσιμό του.
Ταβάνι στα δύο κι εβδομήντα, άδεια λειτουργίας με γνωριμίες στου νομάρχη την αυλή, για μισό αιώνα, βαπτίσθηκε το «εισόδημα το δεύτερο», «της γυναίκας η δουλειά», το μέρος το μαγικό που φτιάχνει καραμέλες λεμόνι για τα εγγόνια.
Τον Γενάρη του ‘15, η Ομόνοια πια, αποτελεί την αποθήκη του παλιού σύμβουλου της κοινότητας στη Δυτική Μακεδονία.

Η παράδοση λέει, πως για χειμώνα, ο ουρανίσκος ζητά του γουρουνιού το κεφάλι. Του συμβούλου η κυρά, μπήκε καμπουριαστή στο πίσω μέρος της Ομόνοιας και φύσηξε δυνατά το ξύλινο ράφι πλάι στον χτιστό της φούρνο. Τα σπίρτα να ‘βρει. Έσκισε δυο κιτρινισμένες σελίδες για προσάναμμα, στοίβαξε προσεκτικά τσάκανα πάνω τους, κι ύστερα, σα χόρεψαν οι φωτιές οι πρώτες, ξύλα μεγαλύτερα.
Το μαντεμένιο τσουκάλι, με το κρέας το ταιριαγμένο και τη ζύμη σα φίδι τυλιγμένο στο καπάκι, ήταν έτοιμο για την αγκαλιά που αλλάζει χρώμα.

Όταν μ’ έστειλε τα κάρβουνα να ελέγξω, απ’ το ανοιχτό παράθυρο, εκείνο που φανερώνει το Βίτσι, είδα το προσάναμμα ν’ ανεμίζει. Και στο χαρτί απάνω, η πρώτη λέξη ήταν ετούτη.

Синище

Σινίστσε.

Σα μεγαλώσεις στη Δυτική Μακεδονία, θ’ ακούσεις για τη γλώσσα την παλιά, την ντόπια, τη μιασμένη, που κρύφτηκε για χρόνια. Για τη γλώσσα που ‘σπειραν οι Σλάβοι κι άφησαν να σέρνεται στα χώματα τα ματοβαμμένα. Από στόμα σε στόμα, από μνήμη σε μνήμη, από τότε, στον Γενάρη του δεκαπέντε. Η κατάρα η δίγλωσση.

Πατημένα ογδόντα τέσσερα. Πρέπει να κοιμάται τα μεσημέρια. Να μην μιλάει πολύ, μην τον σουβλίζει η νευραλγία. Ν’ αποφεύγει κρύο και ζέστη. Ο σύμβουλος στριφογυρίζει στο κρεβάτι του, τρώει αργά και μετρά τα χάπια της ημέρας. Το ρολόι του τοίχου με την μαύρη καδένα ορίζει τις ώρες του. Και στις πέντε ακριβώς, τον φωνάζει για καφέ.

-Παππού, βρήκα στο μαγαζί κάτι σελίδες τυπωμένες.
-Μην πειράζεις της γιαγιάς σου τα πράγματα.
-Παππού, η γιαγιά σταμάτησε στη δευτέρα του δημοτικού. Εσύ διαβάζεις τα γραμμένα.
-Μην πειράζεις του παππού σου τα πράγματα που έκρυψε η γιαγιά σου.
-Παππού;
-Έλα μπρε ντέτε.
-Τι είναι Σινίστσε;

Άνοιξε τα μάτια του τόσο κι άλλο τόσο. Άνοιξε το στόμα του, μα δεν έβγαινε μιλιά. Κι ακούστηκε μόνο η γιαγιά, να λέει:
-Δεν θα λες τέτοια πράγματα στο τραπέζι.
-Τι είναι;
-Αυτά δεν θα τα μιλάς.
-Θα μου πεις;
-Σταμάτα.
-Ρε γιαγιά!
-Αυτά είναι του διαβόλου. Σταμάτα.

Άργησε να ηρεμήσει. Το μελανί έφυγε οχτώ λεπτά αργότερα. Τέλειωσε τον καφέ της, μάζεψε το τραπέζι και πήγε να δει το γουρούνι που ρόδιζε. Κι ήταν η ώρα που ο παππούς, πιάνοντας το μάγουλο της νευραλγίας, ξεκίνησε να ψιθυρίζει.

-Έκανα τόσο καιρό να βρω να το αναφέρουν. Να το γράφουν. Ήξερα μόνο τη λέξη. Κι αυτή, ήταν από κείνες που δεν πρέπει να λες, από κείνες που πρέπει να τις κρύβεις. Δεν έμαθα πως το λένε ποτέ στα ελληνικά, ο μπαμπάς μου, ο Μεθόδιος που ‘γινε Θεόδωρος, ο προπάππους σου, μου το ‘πε στα κρυφά. Και μετά, μετά ο αδερφός μου, το άκουσε στην Όχριδα ξανά, και μου ΄γραψε τη λέξη σε κείνον τον καζαμία. Σινίστσε.
-Τι είναι, πες μου.
-Είναι κάτι βράδια, κακά βράδια, που σκαρφαλώνει πάνω σου μια σκιά. Κι εσύ στέκεσαι ακίνητος, κι εκείνη σκαρφαλώνει στο σώμα σου κι εσύ δεν μπορείς να κουνηθείς. Κι ανεβαίνει να σε πνίξει, κι εσύ το ξέρεις, το καταλαβαίνεις, αλλά τα χέρια σου δεν κουνιούνται, τα πόδια σου είναι νεκρά, το στόμα σου βουλωμένο. Κι η σκιά σε αγκαλιάζει, κι ο αέρας σου τελειώνει, και στέκεσαι τρομαγμένος να δεις πως θα σου πάρει την ψυχή. Αυτό είναι το Σινίστσε. Αυτή η σκιά. Και είναι του διαβόλου. Να το ξέρεις.

-Υπάρχει τρόπος να ξεφύγεις;
-Ναι. Τον ήξερε ο παππούς ο δικός μου. Και τον άκουσα ξανά, απ’ τα νερά της Οχρίδας.
-Ποιος παππού;
-Το μπαρούτι.
-Το μπαρούτι;
-Το Σινίστσε φοβάται το μπαρούτι. Μόλις το μυρίζει διαλύεται. Να το ξέρεις κι αυτό. Πισωπατά και φεύγει.

Κι ύστερα,
στο τραπέζι, στρογγυλοκάθισε το γουρούνι. Να σφαλίσει στόματα και ψιθύρους.

Το δίκανο του ήταν πάντοτε στην άκρη της ντουλάπας. Στο βάθος, να θυμίζει τις εποχές τις βαθιές και βυθισμένες, που έπρεπε να το στρέψουν σε σώματα ανθρώπινα.

Τα φυσίγγια, τα είδα κι αυτά.
Είναι κάτω απ’ το μαξιλάρι.

Φωτογραφία, Δώρα Αρτεμιάδη,
Πρέσπες, Φλώρινα