Στο Άγιον Όρος

Γράφει: Μιχάλης Στρατάκης

H youropia, συνεχίζοντας την αναδημοσίευση των εξαιρετικών άρθρων του γνωστού δημοσιογράφου και συγγραφέα, Μιχάλη Στρατάκη, έχει τη χαρά να φιλοξενεί αυτή τη φορά τις σκέψεις και τις αναμνήσεις του από το τελευταίο ταξίδι του στο “Περιβόλι της Παναγίας”.

“Είχα πολλά χρόνια να πάω στο Αγιονόρος. Από το 1980 που είχα πρωτοπάει στη Μονή Καρακάλου, για δημοσιογραφική έρευνα, αξιώθηκα να ξαναπάω τον Φλεβάρη του 2012. Μετά από 32 ολόκληρα χρόνια.

Απαράδεκτο για κάποιον που κατοικεί στη Θεσσαλονίκη. Ιδιαίτερα απαράδεκτο για μένα που, υποτίθεται ότι, ενδιαφέρομαι για το μεταφυσικό. Αλλά και τη δεύτερη φορά, πήγα σχεδόν «με το ζόρι». Με ήθελε συντροφιά ο μεγάλος μου γιος, που ήθελε να πάει για να κοινωνήσει. Με έφερε προ τετελεσμένου γεγονότος, αφού μέχρι και τα ειδικά διαμονητήριά μας είχε ετοιμάσει και μας περίμεναν στην Ουρανούπολη να τα παραλάβουμε. Η Μονή Ξενοφώντος ήταν ο προορισμός μας. Ένα Σαββατοκύριακο όλο κι όλο ο χρόνος μας.

Ξεκινήσαμε αξημέρωτα από τη Θεσσαλονίκη για την Ουρανούπολη. Δυόμισι ώρες η διαδρομή μέσω Σταυρού και Ολυμπιάδας. Εγώ ήθελα να πάμε από τον Χολομώντα, ο Μανόλης επέμενε στον άλλο δρόμο. Έγινε τελικά το δικό του. Κουραστική η διαδρομή. Ιδιαίτερα μετά την Ολυμπιάδα που αρχίζουν οι στροφές στο βουνό. Φτάσαμε στην Ουρανούπολη στις 9.30. Απογοητεύτηκα. Θυμόμουν την πόλη να σφύζει από ζωή και βρέθηκα σε μία νεκρόπολη. Ήταν γιατί πήγαινα μόνο καλοκαίρια, ενώ αυτή τη φορά πήγα μέσα στο καταχείμωνο. Αν δεν υπήρχε και το Αγιονόρος, το χειμώνα η Ουρανούπολη θα κατέβαζε ρολά. Το Αγιονόρος και οι προσκυνητές του την κρατούν ανοιχτή, αφού άλλος τρόπος να πας στο Περιβόλι της Παναγίας δεν υπάρχει, παρά μόνο το λιμανάκι της Ουρανούπολης. Από εκεί αποπλέουν τα καραβάκια για τον Άθω και σ’ αυτό επιστρέφουν Χρόνια τώρα.

Αφήσαμε το αυτοκίνητο σ’ ένα υπαίθριο πάρκινγκ και πήγαμε στο γραφείο από όπου έπρεπε να παραλάβουμε τα διαμονητήριά μας. Επίσημα έγγραφα, με μεγάλες σφραγίδες και πολλές υπογραφές ηγουμένων διαφόρων μοναστηριών. Τα διαμονητήρια βεβαίωναν ότι ήμασταν προσκαλεσμένοι της Ι. Μ. Ξενοφώντος και μόνο σ’ αυτήν είχαμε δικαίωμα να φιλοξενηθούμε. Μόλις που προλάβαμε το καραβάκι στον προβλήτα. Εγώ, συνηθισμένος στα μεγάλα καράβια που συνδέουν την Κρήτη με τον Πειραιά, αισθάνθηκα σαν επιβάτης καϊκιού. Ευτυχώς, ο καιρός ήταν καλός και η θάλασσα ήρεμη. Ευτυχώς, γιατί αυτό το πλεούμενο, εάν υπήρχε κύμα θα ήταν αναγκασμένο να δώσει μάχη με τη θάλασσα, έχοντας εμάς στα σωθικά του. Κύμα μπορεί να μην υπήρχε, υπήρχε όμως τσουχτερό κρύο. Κοντά στο μηδέν βρισκόταν ο δείκτης του θερμόμετρου.

Αυτό το κρύο ανάγκασε όλους τους επιβάτες να συνωστισθούμε στον κλειστό χώρο του πλοιαρίου. Υπήρχαν καθίσματα και στο κατάστρωμα, αλλά κανένας δεν τολμούσε να πάει σ’ αυτά. Όλοι, μαζί με τα μπαγκάζια μας, σαρδελοποιηθήκαμε μέσα. Όχι ότι εκεί δεν υπήρχε παγωνιά. Σαφώς όμως ήταν καλύτερα από έξω. Για συστήματα θέρμανσης του χώρου, ούτε κουβέντα. Κάθε φορά που άνοιγε η πόρτα από κάποιον επιβάτη που έμπαινε ή έβγαινε, μία ριπή παγωμένου αέρα εισέβαλε στο χώρο, επιχειρώντας να…μας ξυρίσει. Βάλθηκα να παρατηρώ τους συνεπιβάτες μας, περισσότερο για να σκοτώσω τη μιάμιση ώρα, που ήταν η διάρκεια της διαδρομής μέχρι το μοναστήρι του προορισμού μας. Περίεργες μορφές. Ασυνήθιστες συμπεριφορές. Μπερδεμένα συναισθήματα. Εναλλασσόμενες εικόνες.

Την προσοχή μου τράβηξε ένας γέρος μοναχός, που είχα την αίσθηση ότι με παρατηρούσε προσεκτικά. Όση ώρα τον κοίταζα, μόνο τα βλέφαρά του έβλεπα να κινούνται. Εντελώς ακίνητος. Από ένα σημείο και μετά ήμουν βέβαιος ότι ναι μεν με κοιτούσε, πλην όμως δεν με έβλεπε.

Ήταν καθισμένος σε μία καρέκλα και η άσπρη γενειάδα του έφτανε ίσαμε την κοιλιά του. Ο καλογερικός σκούφος και τα γένια του δεν μου άφηναν πολλά περιθώρια να δω την εικόνα του προσώπου του. Δύο μάτια ήταν όλο το πρόσωπό του. Αλλά δύο μάτια καθαρά, που νόμιζες ότι ήταν ορθάνοιχτες πόρτες που σου επέτρεπαν να περάσεις μέσα και να φτάσεις μέχρι την ψυχή του. Δεν κουνήθηκε από τη θέση του, μέχρι την ώρα που κατεβήκαμε από το πλοίο. Ο γέροντας δεν κατέβηκε μαζί μας. Θα συνέχιζε το ταξίδι για άλλο μοναστήρι. Κάποια στιγμή, αισθάνθηκα την ανάγκη να του φιλήσω το χέρι. Συγκρατήθηκα. Κι εγώ δεν κατάλαβα γιατί το έκανα. Ίσως δεν ήθελα να δείξω στον γιο μου ότι ήμουν αδύναμος.

Δίπλα μας, σε έναν υποτυπώδη καναπέ καθόταν μία παρέα από καλόγερους και λαϊκούς, που δεν έδειχναν να είναι Έλληνες. Σύντομα κατάλαβα ότι ήταν Βούλγαροι. Ήταν οι πιο κινητικοί και οι πιο φωνακλάδες από όλους τους επιβάτες. Εντύπωση μου έκαναν τα ρούχα που φορούσαν οι λαϊκοί. Τόσο χοντρά ρούχα, δεν είχα ξαναδεί. Απορούσα πώς μπορούσαν και κινιόντουσαν μέσα σ’ αυτά. Τρίχινα ρούχα, που θύμιζαν τρίχα αγριογούρουνου. Περίεργοι άνθρωποι.

Απέναντί μου, ένας νεαρός έγραφε και όλο έγραφε. Μία στοίβα χαρτιά είχε μπροστά του και δεν σταμάτησε ούτε λεπτό να γράφει. Κάποια στιγμή χρειάστηκε να μετακινήσει την καρέκλα του, επειδή δεν χωρούσε να περάσει κάποιος συνεπιβάτης. Δεν σταμάτησε το γράψιμο, ακόμα και όταν μετακινούσε την καρέκλα του.

Στην απέναντι γωνία ήταν όρθιοι δύο νέοι καλόγεροι. Με αραιά γένια και φθαρμένα ράσα. Τόσο φθαρμένα, που πίστευα ότι ένας δυνατός αέρας εύκολα θα μπορούσε να τα σκίσει αν τα εύρισκε απλωμένα για να στεγνώσουν. Μιλούσαν χαμηλόφωνα και διαρκώς χαμογελούσαν. Παραξενεύτηκα, γιατί νόμιζα ότι οι καλόγεροι δεν πρέπει να χαμογελούν. Δεν ξέρω γιατί το νόμιζα αυτό. Ίσως γιατί στις εκκλησίες, από μικρό παιδί, βλέπω όλους τους αγίους σοβαρούς και κατηφείς. Ίσως ακόμα και να θεωρούσα ότι το γέλιο είναι μεγάλη αμαρτία για έναν καλόγερο. Όμως, τα χαμόγελα των δύο μοναχών, μάλλον ευλογία απέπνεαν, παρά αμαρτία. Από εκείνη τη στιγμή άλλαξε η εντύπωσή μου για τους χαμογελαστούς καλόγερους. Και συνέλαβα το μυαλό μου να δημιουργεί εικόνες μιας εκκλησιάς, στο τέμπλο και στους τοίχους της οποίας υπήρχαν εικονίσματα μόνο χαμογελαστών αγίων. Και πιο πάνω, ο Χριστός και η Παναγία, να χαμογελούν κι αυτοί.

Καθώς το καραβάκι έπλεε κατά μήκος της χερσονήσου του Άθω, ένας συνεπιβάτης τραβούσε διαρκώς φωτογραφίες πίσω από το τζάμι του παραθύρου. Περίεργος άνθρωπος κι αυτός. Έβλεπα το χονδρό τζάμι να μην επιτρέπει μεγάλη ορατότητα, αφενός λόγω της αλμύρας που είχε επικαθίσει πάνω του και αφ ετέρου λόγω της σκοτεινιάς που δημιουργούσαν τα μολυβένια σύννεφα. Τι είδους φωτογραφίες έβγαζε ο άνθρωπος αυτός, ο Θεός και η ψυχή του. Πάντως, έδειχνε να ζούσε μόνο για ν’ ακούει τα μονότονα «κλικ» της μηχανής του.

Στριμωγμένοι σε μία γωνία του καναπέ, έχοντας αγκαλιά τις αποσκευές τους, κάθονταν ένας πατέρας και ο γιος του. Συμπέρανα ότι ήταν πατέρας και γιος, από τις κουβέντες που, αραιά και πού, έφταναν στ’ αφτιά μου. Ο πατέρας έπρεπε να είχε προσκυνήσει αρκετές φορές το Αγιονόρος και για πρώτη φορά έπαιρνε μαζί του και το γιο του. Έβλεπα τον πατέρα να μιλάει με ενθουσιασμό στο γιο του, αλλά δεν έβλεπα και τον γιο να ακούει με τον ίδιο ενθουσιασμό τον πατέρα. Κάτι μου έλεγε ότι βαριότανε.

Κάποια στιγμή, άνοιξε η πόρτα και στο άνοιγμά της φάνηκε μία αποστεωμένη καλογερική μορφή. Ένας άνθρωπος, σχεδόν διάφανος. Έτσι μάλιστα που είχε και το φως πίσω του, κάπως σαν υπερκόσμιος μου φάνηκε. Εκπληκτική αγιορείτικη μορφή.

Αν ήμουν ζωγράφος, σίγουρα θα ήθελα να τον ζωγραφίσω, σκέφτηκα. Όλα γκρεμίστηκαν εντός μου, όταν τον είδα να βγάζει από την τσέπη του ένα πανάκριβο κινητό τηλέφωνο και να αρχίζει να μιλάει σ’ αυτό. Νόμισα ότι χαμογελούσα από μέσα μου, αλλά μάλλον το χαμόγελό μου το είχαν δει και άλλοι, με πρώτον το γιο μου.

«Γιατί γελάς πατέρα»; με ρώτησε. Δεν του απάντησα.

Τι να του έλεγα; Ότι φανταζόμουν σε μία εκκλησία ένα εικόνισμα αγίου, που να κρατά κολλημένο στο αφτί του ένα κινητό τηλέφωνο; Χαλάστηκα.

Η μία ώρα είχε περάσει με αυτά τα παρατηρήματά μου και απέμενε άλλη μισή που έπρεπε να «σκοτώσω». Βάλθηκα να χαζεύω τους γλάρους. Μας ακολουθούσαν κατά πόδας, από τη στιγμή που φύγαμε από την Ουρανούπολη. Πανέμορφα πουλιά. Και στο χρώμα τους και στο πέταγμά τους. Αλλά κυρίως για τα φιλικά τους αισθήματα προς τον άνθρωπο.

«Έχετε χάρη που το κρέας σας δεν τρώγεται. Αν τρωγόσασταν, θα σας έλεγα εγώ πώς θα βλέπατε τους ανθρώπους», σκέφτηκα, κοιτάζοντάς τους να παίζουν με το καραβάκι και με τη θάλασσα.

Βγήκα έξω για τσιγάρο και για καθαρό αέρα. Μου χρειαζόταν, γιατί η ατμόσφαιρα μέσα στην κλειστή καμπίνα είχε περάσει την κόκκινη γραμμή των αντοχών της όσφρησής μου. Στον μπροστινό ανοιχτό χώρο του πλοίου υπήρχαν τέσσερα φορτηγά αυτοκίνητα, λίγα επιβατικά και ένας φορτωτής. Μεταφέρονταν σε μοναστήρια όπου εκτελούνταν διάφορα έργα αναστύλωσης και όχι μόνο. Πολλοί επισκέπτες του Αγίου Όρους, που θέλουν να περιοδεύσουν στο Όρος και να επισκεφτούν διάφορα μοναστήρια, παίρνουν μαζί τους και το αυτοκίνητό τους. Γεμίζουν το χώρο των αποσκευών με διάφορα τρόφιμα και πλέον η μεταφορά του αυτοκινήτου δεν συναντά κανένα πρόβλημα. Με τα ίδια καραβάκια μεταφέρονται επίσης και αυτοκίνητα που ανήκουν στα μοναστήρια. Κάποτε, απαγορεύονταν τα αυτοκίνητα στο Αγιονόρος, όπως απαγορεύονταν και πολλά άλλα επιτεύγματα της σύγχρονης τεχνολογίας. Πολύ κάποτε…

Είχα κρεμασμένη, ανέμελα, την τσάντα μου στον ώμο, όταν άκουσα μία χαμηλή φωνή πίσω μου. «Έχετε το νου σας στην τσάντα σας». Ήταν ο αποστεωμένος καλόγερος με το πανάκριβο κινητό. Ξαφνιάστηκα. Δεν μπορούσα να διανοηθώ ότι ήταν δυνατόν να υπάρχουν τσαντάκηδες στο Αγιονόρος. Όμως, αφού μου το έλεγε ο καλόγερος, αναθεώρησα και την περί αυτού του θέματος άποψή μου και πήρα την τσάντα παραμάσχαλα. Ξαναμπήκα στην καμπίνα, για να ξαναπάρω τη…δόση μου από την αποπνικτική μυρουδιά της.

Άλλωστε, πλησιάζαμε στην αποβάθρα της Ι. Μ. Ξενοφώντος και έπρεπε να ετοιμάσουμε τα συμπράγκαλά μας για να αποβιβαστούμε. Μαζί με εμάς, άρχισαν να ετοιμάζονται και μία δεκαριά συνεπιβάτες. Έριξα μία τελευταία ματιά στον ακίνητο καλόγερο. Εξακολουθούσε να παραμένει ακίνητος, ακριβώς στην ίδια θέση που τον είχα πρωτοδεί. Σάρωσα με το βλέμμα μου την καμπίνα, για να ξαναδώ τα πρόσωπα που μου είχαν προκαλέσει εντύπωση. Τίποτα δεν είχε αλλάξει. Μόνο ο νεαρός που έγραφε στα χαρτιά, είχε τώρα μπροστά του ένα λάπτοπ και πληκτρολογούσε σ’ αυτό.

Βγήκαμε από την καμπίνα και βαδίσαμε προς την μπουκαπόρτα, περιμένοντάς την να ανοίξει, να κατεβεί και να κάτσει πάνω στην αποβάθρα. Μετά από 32 ολόκληρα χρόνια, ξαναπατούσα το χώμα του Αγίου Όρους. Συγκινήθηκα.

Αισθανόμουν σαν ψάρι έξω από το νερό. Αν ήμουν μόνος μου δεν θα ήξερα ούτε πώς θα έμπαινα στο εσωτερικό της μονής. Ευτυχώς, δεν ήμουν μόνος. Ακόμα ευτυχέστερο ήταν ότι ο γιος μου είχε επισκεφτεί και κατά το πρόσφατο παρελθόν το ίδιο μοναστήρι και γνώριζε πρόσωπα, πράγματα και κατατόπια. Περπατήσαμε λίγες εκατοντάδες μέτρα από τον προβλήτα μέχρι τη σιδερένια, τεράστια κεντρική πύλη του μοναστηριού. Η απόλυτη ησυχία του Αγίου Όρους έσπαγε μόνο από τον ελαφρύ παφλασμό των κυμάτων, πάνω στις μυριάδες βότσαλα της παραλίας, καλύπτοντας και τους ήχους των βημάτων μας. Αριστερά μας το απέραντο γαλάζιο της θάλασσας, δεξιά μας το μοναστήρι που φάνταζε σαν τεράστιο κάστρο βγαλμένο από παραμύθι, και ευθεία μπροστά και πίσω μας το καταπράσινο και γκρεμώδες της χερσονήσου.

Ανηφορήσαμε τη λιθόστρωτη είσοδο, περάσαμε στον πρώτο αυλόγυρο, ανεβήκαμε πέτρινα σκαλιά, μπήκαμε σ’ έναν πέτρινο διάδρομο και βρεθήκαμε στο αρχονταρίκι. Μας υποδέχτηκε ένας μοναχός, νέος και χαμογελαστός. Ευγενέστατος. Μας ζήτησε να αφήσουμε τις αποσκευές μας στο διάδρομο, διάβασε τα ονόματα των προσκυνητών από τον κατάλογο των διαμονητήριων, μας είπε κάποια πράγματα για τη διαμονή μας και για το πρόγραμμα του μοναστηριού και μας ζήτησε να γράψουμε τα στοιχεία μας σ’ ένα μεγάλο βιβλίο προσκυνητών που υπήρχε σ’ ένα τραπέζι. Μέχρι να τελειώσει η διαδικασία της αυτοαπογραφής μας, ήρθε και το πατροπαράδοτο κέρασμα. Λουκούμια και καφές. Ήταν ήδη μεσημέρι και, με την πείνα που είχαμε, εκτιμήσαμε αφάνταστα το ότι τα λουκούμια βρίσκονταν σε ένα μεγάλο βάζο. Αυτό εκτιμήσαμε, και τα λουκούμια τα τιμήσαμε υπέρ το δέον. Κανένας μας δεν μιλούσε. Όλοι τρώγαμε λουκούμια.

32 χρόνια είχα να επισκεφτώ το Αγιονόρος και ακριβώς 32 χρόνια είχα να καταβροχθίσω τόσα πολλά λουκούμια. Φοβούμαι ότι θα περάσουν άλλα 32 χρόνια για να…ξανακουμπήσω λουκούμι. Από το αρχονταρίκι, δύο μοναχοί μας οδήγησαν στα κελιά όπου θα διαμέναμε. Εδώ τελείωνε το πλακόστρωτο και άρχιζαν τα πλακάκια. Σύγχρονες κατασκευές. Τα κελιά, μόνο τηλεόραση που δεν είχαν. Πεντακάθαρα. Ξύλινα κρεβάτια με άσπρα σεντόνια και κουβέρτες, τραπέζι με καρέκλες, σώμα καλοριφέρ, μεγάλο παράθυρο με ανεμπόδιστη θέα. Μόνο οι τουαλέτες ήταν κοινές, αλλά και αυτές έλαμπαν από καθαριότητα. Τουαλέτες, νιπτήρες, ντουζιέρες, ζεστό νερό, θέρμανση, όλα τα κομφόρ. Μέχρις εδώ, όλα πήγαιναν κατ’ ευχήν. Τέλεια.

Από εδώ και πέρα άρχιζαν τα «δύσκολα», που κυρίως είχαν να κάνουν με το αγιορείτικο ωράριο. Ένα ωράριο ολωσδιόλου διαφορετικό από αυτό που επικρατεί σε όλον τον εκτός Αγίου Όρους χώρο. Μόλις τακτοποιηθήκαμε στο δωμάτιό μας –θα ήταν η ώρα 2 μ.μ. φύγαμε για τον εσπερινό.

Στη μεγάλη, και υπέροχη, εκκλησία της μονής. Διότι η μονή έχει πολλές εκκλησίες και πολλά περισσότερα παρεκκλήσια. Ο εσπερινός άρχισε στον πρόναο. Ένας τεράστιος χώρος με απίστευτα όμορφες τοιχογραφίες, περασμένων αιώνων. Σε όλους τους τοίχους ακουμπούσαν στασίδια, για τους καλόγερους και τους προσκυνητές. Στην αρχή νόμισα ότι αυτή ήταν η εκκλησία. Καθόμουν σε ένα στασίδι προσπαθώντας να ακούσω αυτά που διάβαζαν οι μοναχοί, ο ένας κατόπιν του άλλου. Παράλληλα, διερωτόμουν πώς ήταν δυνατόν να υπάρχει εκκλησία, χωρίς τέμπλο και ιερό. Δεν ήθελα και να ρωτήσω τον γιο μου, που στεκόταν δίπλα μου. Σε τέτοιες περιπτώσεις, καλύτερα να μη ρωτάς. Ευτυχώς που δεν ρώτησα, γιατί σε καμιά ώρα λύθηκε η απορία μου. Ένας μοναχός τράβηξε μία βαριά, πορφυρή κουρτίνα που κάλυπτε μία μεγάλη είσοδο, και μόνο τότε διαπίστωσα ότι ο κυρίως ναός βρισκόταν πίσω από εκείνη την κουρτίνα!

Πρώτοι οι μοναχοί, ψάλλοντας, και στη συνέχεια εμείς, περάσαμε στον κυρίως ναό. Έμεινα έκθαμβος. Τόση ομορφιά, δεν θυμάμαι να ξανασυνάντησα για πάρα πολλά χρόνια. Δεν μπορούσε να χωρέσει στο μυαλό μου τόση ομορφιά. Από τις τοιχογραφίες που κάλυπταν όλες τις επιφάνειες των τοίχων και της οροφής, μέχρι τις παμπάλαιες εικόνες, από το περίτεχνο τέμπλο μέχρι τα αριστουργηματικά μωσαϊκά και από τα χρυσοποίκιλτα προσκυνητάρια μέχρι τον τεράστιο πολυέλαιο, τα πάντα ήταν τέλεια. Τα πάντα προκαλούσαν δέος. Επί ώρα, άφωνος και εκστασιασμένος είχα χαθεί μέσα σ’ αυτό το πέλαγος της τελειότητας. Άρχισα να συνέρχομαι όταν στα αφτιά μου έφτασε το «Κύριε εκέκραξα προς Σε» και στα μάτια μου άρχισαν να διαδέχονται η μία την άλλη οι εικόνες του τελετουργικού.

Στο ημίφως του ναού, οι μοναχοί άλλαζαν στασίδια, έπαιρναν θέσεις στο ψαλτήρι, άνοιγαν ιερά βιβλία και όλα αυτά με υποδειγματική τάξη και μέσα σε απόλυτη σιωπή των πάντων, πλην εκείνου που διάβαζε ή έψαλλε ύμνους. Η ώρα είχε πάει 5 χωρίς να το καταλάβω. Χωρίς να αισθανθώ ούτε ίχνος κούρασης, πολλώ μάλλον βαρεμάρας. Αντίθετα, δεν ήθελα να τελειώσει αυτό που ζούσα. Ο εσπερινός ολοκληρώθηκε και σήμανε η ώρα του δείπνου. Φύγαμε από την εκκλησία και, σχεδόν τρέχοντας, πήγαμε στην τράπεζα. Μπροστά οι άλλοι, πίσω εγώ. Έκανα ό,τι έκαναν, πήγαινα όπου πήγαιναν.

Βρεθήκαμε σε μία τεράστια αίθουσα που, και αυτή, θύμιζε εκκλησία, λόγω των τοιχογραφιών που δεν άφηναν ακάλυπτο ούτε τετραγωνικό εκατοστό στους τοίχους. Η τράπεζα ήταν γεμάτη από μεγάλα ξύλινα τραπέζια, με πάγκους από τις δύο πλευρές τους. Υπολόγισα ότι στο κάθε τραπέζι μπορούσαν να καθίσουν περισσότερα από 20 άτομα. Και τα τραπέζια ήταν δεκάδες. Όταν μπήκαμε, βρήκαμε να μας περιμένουν στρωμένα τα τραπέζια. Και εδώ επικρατούσε απόλυτη τάξη. Στοιχημένα τα πάντα. Πιάτα, μαχαιροπήρουνα, ποτήρια, τα πάντα. Το μενού περιλάμβανε μελιτζάνες, πατάτες, πιπεριές, όλα καταπληκτικά μαγειρεμένα, καθώς και γιαούρτι, βραστά αβγά, κόκκινο κρασί, ψωμί και φρούτα. Στη μία άκρη της τράπεζας κάθισαν οι περίπου 30 μοναχοί και στην άλλη εμείς οι προσκυνητές. Ο εκτελών χρέη ηγουμένου (ο ηγούμενος απουσίαζε στην Αθήνα), ευλόγησε την βρώσιν και την πόσιν. Ένας μοναχός διάβαζε προσευχές και ευχές και ένας δεύτερος ανέβηκε ψηλά σε έναν άμβωνα για να συνοδεύσει τον δείπνο μας με ανάγνωση πατερικών κειμένων.

Ετοιμάστηκα να απολαύσω τη φημισμένη αγιορείτικη κουζίνα και το έκανα με τους ρυθμούς που είχα συνηθίσει στο σπίτι μου να απολαμβάνω το φαγητό. Τελικά, δεν κατάφερα παρά μόνο το ένα δέκατο της απόλαυσης να βιώσω. Τούτο διότι, οι δικοί μου ρυθμοί απείχαν παρασάγγες από τους μοναστηριακούς ρυθμούς. Η δική μου απόλαυση, προκειμένου να ολοκληρωθεί, απαιτούσε γαστριμαργική διαδικασία τουλάχιστο μίας ώρας, η διάρκεια του φαγητού στο μοναστήρι ήταν δεν ήταν 10 λεπτά. Ο ήχος από ένα μικρό σήμαντρο σήμανε το τέλος του δείπνου, όταν εγώ βρισκόμουν ακόμα στα…ορεκτικά. Ο ηγούμενος ευλόγησε και πάλι την τράπεζα και τους συνδαιτυμόνες. Συμπροσευχηθήκαμε –εγώ, κυριολεκτικά, με τη μπουκιά στο στόμα-, και αποχωρήσαμε από την τράπεζα, για να επιστρέψουμε και πάλι στην εκκλησία.

Είχαμε το απόδειπνο (αν θυμάμαι καλά έτσι αποκαλείται). Αυτή τη φορά, το τελετουργικό ήταν διαφορετικό. Σε ένα μεγάλο στενόμακρο τραπέζι τοποθετήθηκαν τα ιερά λείψανα αγίων και μαρτύρων που φυλάσσονται στη μονή. Μετά την ολοκλήρωση των νέων κύκλων ψαλμωδιών, όλοι περάσαμε και προσκυνήσαμε τα ιερά λείψανα. Όσοι κρατούσαν κομποσχοίνι, το άγγιζαν στις χρυσές και ασημένιες θήκες των λειψάνων, για ευλογία. Είχε νυχτώσει όταν βγήκαμε από την εκκλησία.

Η ώρα ήταν λίγο μετά τις 6. Για το Αγιονόρος αυτή η ώρα σημαίνει το τέλος της ημέρας. Στις 3 τα ξημερώματα αρχίζει η επόμενη μέρα. Από την εκκλησία πήγαμε σε έναν χώρο του μοναστηριού, όπου λειτουργούσε έκθεση αναμνηστικών καθώς και παραδοσιακών προϊόντων της Μονής Ξενοφώντος, όπως κρασί και τσίπουρο. Αγόρασα και ένα μπουκάλι κρασί, γιατί κάτι μου έλεγε ότι θα το χρειαζόμουν πολύ σύντομα. Πράγματι, αποδείχτηκε χρησιμότατο.

Στις 7, άκρατου τάφου σιωπή επικρατούσε στο μοναστήρι. Οι πάντες είχαν αποσυρθεί στα κελιά τους. Αποσυρθήκαμε κι εμείς. Εγώ και ο γιος μου. Παρά την κούραση της ημέρας, μας ήταν αδύνατο να κοιμηθούμε. Ευτυχώς, υπήρχε το κρασί. Αδειάσαμε το μπουκάλι, οπότε τα βλέφαρά μας, ήθελαν δεν ήθελαν, άρχισαν να βαραίνουν. Συζητούσαμε το πολυσυζητημένο θέμα «είναι βαριά η καλογερική». Και συμφωνήσαμε ότι όντως είναι βαριά κι ασήκωτη. Ειδικά για ανθρώπους όπως εμείς. Βυθίστηκα σε ύπνο βαθύ. Με ξύπνησαν τα ξύλινα σήμαντρα που ακούγονταν να χτυπούν παντού. Μέσα στην απόλυτη σιωπή της αγιορείτικης νύχτας, όχι σήμαντρο, αλλά και το φτερούγισμα ενός πουλιού θα ακουγόταν ως κρότος. Κοίταξα το ρολόι μου. Δύο η ώρα. Η ημέρα στο Αγιονόρος, άρχιζε. Στο όρος, ξυπνούν όταν εγώ στο σπίτι μου ακόμα δεν έχω πέσει για ύπνο.

Μετά πολλών βασάνων, σηκωθήκαμε. Πήγαμε στις κοινόχρηστες τουαλέτες για τα καθιερωμένα και σε λίγη ώρα ήμασταν στην εκκλησία. Είδαμε και πάθαμε για να τη βρούμε. Πίσσα σκοτάδι παντού. Ήταν αδύνατο να δούμε ακόμα και το λιθόστρωτο στο οποίο πατούσαμε. Όσο για το κρύο, απίστευτο. Παρότι ήμουν ζεστά ντυμένος, το αισθανόμουν και στο μυελό των οστών μου. Αρκετή ώρα παραμείναμε ακίνητοι μέσα στην παγωνιά, για να συνηθίσουν τα μάτια μας στο σκοτάδι και να μπορέσουμε να διακρίνουμε κάτι που θα μας οδηγούσε στην εκκλησία. Παρόλο που η εκκλησία είναι θεόρατη, σε μας ήταν αόρατη. Τόσο πηχτό ήταν το σκοτάδι.

Τελικά, βρεθήκαμε στην εκκλησία. Μία νέα έκπληξη με περίμενε. Σκοτάδι επικρατούσε και μέσα στην εκκλησία. Στον αχανή όγκο της μόνο δύο τρία καντηλάκια ήταν αναμμένα. Σκοτεινές μορφές οι μοναχοί στα στασίδια. Ήταν αδύνατο να διακρίνεις πρόσωπα. Έπρεπε να διαθέτεις ισχυρή φαντασία για να καταλάβεις ότι η μορφή που αχνά διαγραφόταν στο στασίδι, ήταν άνθρωπος. Απόλυτο σκοτάδι και σιωπή. Σαν θρόισμα φύλλων ακούγονταν οι ψαλμοί που διάβαζαν οι μοναχοί. Ένα ελαχιστότατο φως έπεφτε πάνω στο βιβλίο που κρατούσαν και αυτό το φως άναβε μόνο κατά την ώρα που ήταν άκρως αναγκαίο για την ανάγνωση. Όταν –μετά από ώρα- άρχισα να διακρίνω κάποια πράγματα, είδα και τους δύο μοναχούς που ήταν επιφορτισμένοι να ανάβουν κάποια καντήλια και κάποιες λαμπάδες. Τα καντήλια βρίσκονταν ψηλά στο θόλο. Κατέβαιναν χαμηλά με τη βοήθεια σχοινιού και τροχαλιών. Ο μοναχός, κατέβαζε το καντήλι, το άναβε και μετά το ξανανέβαζε ψηλά. Δεν καταλάβαινα γιατί δεν άναβαν περισσότερα καντήλια και λαμπάδες, τουλάχιστο για να μπορούμε να βλεπόμαστε μεταξύ μας.

Κοίταζα διαρκώς τα παράθυρα, με την ελπίδα ότι θα έβλεπα το φως της ημέρας να μπαίνει από αυτά. Τίποτα. Πού και πού έμπαινε στην εκκλησία κάποιος μοναχός. Προφανώς ήταν σε κάποιο διακόνημα και γι αυτό είχε καθυστερήσει. Έμπαινε σαν φάντασμα. Ο παραμικρός ήχος δεν πρόδιδε την είσοδό του. Περνούσε από όλα τα προσκυνητάρια και από όλες τις εικόνες, έκανε μετάνοιες και προσκυνούσε. Μετά, πήγαινε στο στασίδι του και χανόταν σ’ αυτό. Μέσα σ’ αυτή την πρωτόγνωρη, σε μένα, κατάσταση, συνειδητοποίησα την αξία και τη σημασία της λεπτομέρειας. Το παραμικρό να συνέβαινε μέσα στο ναό, τραβούσε την προσοχή μου. Μόνο που και η τελευταία λεπτομέρεια ήταν και αυτή μέρος της συνολικής μυσταγωγικής τελετουργίας. Τα πάντα είχαν την ιδιαίτερη σημασία τους. Ακόμα και οι λεπτομέρειες του ψηφιδωτού στο δάπεδο, είχαν κάποιο ρόλο να παίξουν. Το αντιλήφθηκα παρακολουθώντας τον τρόπο που κινούνταν οι ιερείς και τα σημεία όπου στέκονταν οι μοναχοί, όταν καλούνταν να συμμετάσχουν σε κάποια τελετουργική διαδικασία.

Κάποιες φορές, βάλθηκα να μετρώ πόσες φορές κουνούσε το θυμιατό ο κάθε ιερέας. Διαπίστωσα ότι σε κάθε περίσταση, ο αριθμός των κινήσεων ήταν ακριβώς ο ίδιος. Μικρόφωνα και ηλεκτρικό δεν υπήρχαν στην εκκλησία. Και ευτυχώς που δεν υπήρχαν, διότι θα κατέστρεφαν τα πάντα. Κυρίως θα κατέστρεφαν το μυστηριακό σκοτάδι, θα απαξίωναν και θα ακύρωναν το φως των καντηλιών και θα διέλυαν το πέπλο της απόλυτης σιωπής και της βαθιάς κατάνυξης.

Τελείωσε ο όρθρος, τελείωσε και η λειτουργία. Πλέον, το εσωτερικό του ναού φωτιζόταν αρκετά, από το φως της ημέρας που έμπαινε από τα μικρά παράθυρα με τα χρωματιστά τζάμια. Τότε, μπορούσα να δω και τις μορφές των μοναχών. Μπορούσα να διακρίνω την απόλυτη γαλήνη στα πρόσωπά τους. Στην πλειοψηφία τους ήσαν γέροντες. Με κάτασπρα γένια και τα σημάδια του χρόνου εμφανέστατα στις κινήσεις τους. Λιγότεροι ήσαν οι μεσήλικες και ακόμα λιγότεροι οι νέοι. Είδα και δύο λαϊκούς με καλογερικό σκουφάκι. Κάποτε θα φορέσουν και αυτοί το ράσο. Δυστυχώς, δεν είχα την ευκαιρία να συνομιλήσω με κάποιους εξ αυτών, για να μάθω πράγματα που με ενδιέφεραν. Πράγματα για το μοναστήρι, για τους μοναχούς, για τη μοναχική ζωή, για τους πειρασμούς, για την ανταμοιβή, για το Αγιονόρος, για πολλά. Έντονη είχα την αίσθηση ότι με απέφευγαν. Ότι απέφευγαν όλους τους προσκυνητές. Δεν κατάφερα να δώσω κάποια εξήγηση σε αυτή τη στάση τους. Σίγουρα υπάρχει εξήγηση, αλλά το δικό μου μυαλό δεν μπόρεσε να τη φτάσει.

Η λειτουργία τελείωσε γύρω στις 9 το πρωί. Ο γιος μου κοινώνησε, αφού είχε εξομολογηθεί την προηγούμενη μέρα. Στο Άγιον Όρος, δεν μεταλαβαίνεις αν δεν εξομολογηθείς. Όταν βγήκαμε έξω από την εκκλησία, καταλάβαμε πόσο καλά ήμασταν μέσα σ’ αυτήν. Από πλευράς θερμοκρασίας. Έξω, η παγωνιά ήταν αφόρητη. Χτυπούσαν οι μασέλες μου τρέχοντας πίσω από τους άλλους, για την τράπεζα. Πηγαίναμε για το μεσημεριανό γεύμα, στις 9 το πρωί. Στο σπίτι μου, εκείνη την ώρα δεν θα είχα καν ξυπνήσει από το νυχτερινό ύπνο.

Ήταν Κυριακή και το γεύμα περιλάμβανε διαφορετικό μενού και διαφορετικό τελετουργικό. Ψάρι σολομό, βραστό με μία υπέροχη πηχτή λευκή σάλτσα, σαλάτα, τυρί, ψωμί και φρούτα. Φυσικά και κόκκινο κρασί. Αυτή τη φορά, ο ηγουμενεύων προσήλθε μετά από όλους. Την άφιξή του ανήγγειλαν ψαλμωδίες και ήχοι από θυμιατά. Με ψαλμούς και μέσα σε σύννεφα αρωματικών καπνών από το καιγόμενο λιβάνι έφτασε στη θέση του. Χτύπησε ένα μικρό σήμαντρο και σηκωθήκαμε όλοι όρθιοι. Οι ευλογίες της τράπεζας, διήρκεσαν πολύ περισσότερο από το δείπνο της προηγούμενης μέρας. Μόνο η διάρκεια του φαγητού δεν άλλαξε. Δέκα λεπτά, το πολύ δέκα πέντε. Ο χτύπος του σήμαντρου μας ξανασήκωσε όλους όρθιους. Σε στάση προσευχής. Ο ηγουμενεύων είπε μία προσευχή και απομακρύνθηκε από τη θέση του. Ο μοναχός που διάβαζε πατερικά κείμενα κατά τη διάρκεια του γεύματος, κατέβηκε από τον άμβωνα. Ο ηγουμενεύων πήγε και στάθηκε δεξιά στο άνοιγμα της πόρτας, υψώνοντας το δεξί χέρι του για ευλογία. Απέναντί του στάθηκαν δύο καλόγεροι με διαρκώς σκυμμένο κεφάλι. Οι ψάλτες άρχισαν να ψέλνουν. Εμείς, ένας ένας περνούσαμε ανάμεσα στον ηγούμενο και στους σκυμμένους μοναχούς.

Δεχόμασταν την ευλογία και περνούσαμε έξω από την αίθουσα. Όταν βγήκε και ο τελευταίος προσκυνητής, ξεκινήσαμε εν πομπή, με πρώτον τον ηγούμενο, για ένα παρεκκλήσι στα υπόγεια του μοναστηριού. Εκεί τελέσθηκε μια, σχετικά σύντομη, τελετουργία. Η λήξη της, σήμαινε και τη λήξη του προσκυνήματός μου στην Ι. Μ. Ξενοφώντος στο Αγιονόρος. Επιστρέψαμε στο κελί μας για να μαζέψουμε τα πράγματά μας. Είχαμε στη διάθεσή μας πάνω από δύο ώρες μέχρι να έρθει το καραβάκι για να μας πάρει. Ήταν οι μοναδικές ώρες που δεν είχαμε τι να κάνουμε. Κατεβήκαμε στην προκυμαία με τα βότσαλα. Ευτυχώς, ο καιρός είχε αρχίσει να γλυκαίνει. Παρόλα αυτά, είχα φροντίσει να φοράω κάτω από τα ρούχα μου και τις πιζάμες μου και δύο χοντρές μπλούζες. Πάνω απ’ όλα αυτά, χοντρό μακρύ μπουφάν και καπέλο. Αμφιβάλλω εάν οι Εσκιμώοι ντύνονται έτσι.

Περιμένοντας το καραβάκι, περπατούσαμε με τον γιο μου στις γύρω από το μοναστήρι περιοχές. Είδαμε τα μποστάνια του μοναστηριού. Η παγωνιά είχε καταστρέψει τα πάντα. Βαδίσαμε σε κακοτράχαλα μονοπάτια, περάσαμε πάνω από μία ξύλινη γέφυρα, που απόρησα πώς και δεν είχε πέσει ακόμα. Συναντήσαμε δύο Ρώσους μοναχούς που, πεζοπορώντας, επισκέπτονταν διάφορα μοναστήρια. Είδαμε, από μακριά σκήτες σκαρφαλωμένες σε απότομες πλαγιές. «Πώς μπορούν και ζουν άνθρωποι εκεί πάνω», σκέφτηκα. «Ζούνε πιο ευτυχισμένοι από εσένα κακομοίρη μου», απάντησα στον διερωτώμενο εαυτό μου. Βρεθήκαμε μπροστά σε κάτι ερείπια. Χαλάσματα. Κάποτε ήταν μοναστήρι ή μετόχι ή σκήτη. Πολύ κάποτε. Σήμερα είναι χαλάσματα. Στάθηκα μπροστά στα ερείπια. Άρχισα να φαντάζομαι. Έβλεπα μέσα σ’ αυτά καλόγερους. Άκουγα ψαλμωδίες. Άκουγα αναστεναγμούς και κλάματα. Λιβάνι μου μύριζαν οι πέτρες. Λιβάνι και ροδόσταμο. Ξεκόλλησα μία πετρούλα από τον ρημαγμένο τοίχο και την έχωσα στην τσέπη μου.

Κάποτε φάνηκε το καραβάκι στον ορίζοντα. Σηκώσαμε τις αποσκευές μας και πήγαμε στην αποβάθρα. Λίγοι φεύγαμε. Οι περισσότεροι θα παρέμεναν στην Ξενοφώντος και άλλες μέρες ή θα συνέχιζαν το προσκύνημά τους και σε άλλα μοναστήρια. Στεναχωριόμουν που έφευγα. Αλλά ταυτόχρονα χαιρόμουν επειδή είχα ξαναπάει στο Αγιονόρος μετά από 32 χρόνια. Στο γυρισμό, δεν είχα καμία διάθεση να ασχοληθώ με τους συνεπιβάτες μας στο πλοίο. Πολλά ερωτηματικά με απασχολούσαν. Πολλές απορίες με βασάνιζαν.

Το μυαλό μου γεννούσε αλλεπάλληλα «γιατί» και έσπευδε να γεννήσει και αλλεπάλληλα «επειδή». Σταμάτησα να σκέφτομαι. Μάταιος ο κόπος να εξηγήσεις τα ανεξήγητα. Στο Άγιον Όρος δεν υπάρχουν «γιατί» και «επειδή». Όσο προσπαθείς να απαντήσεις, λογικά, σε ένα ερώτημα, τόσο περισσότερα ερωτήματα δημιουργεί η προσπάθειά σου να απαντήσεις.

Το μυαλό δεν χωράει στο Περιβόλι της Παναγίας. Μόνο η ψυχή χωράει. Και η ψυχή δεν ξέρει, και δεν θέλει να βάζει ερωτηματικά. Μόνο απαντήσεις δέχεται. Είκοσι τέσσερις ώρες έμεινα στο Αγιονόρος. Και έφυγα με την αίσθηση ότι είχα μείνει για ένα μεγάλο μέρος της ζωής μου. Φυσικά και θα ξαναπάω. Όχι, πάλι, μετά από 32 χρόνια. Σύντομα. Όσο πιο σύντομα μπορώ.

Δεν είχε καλά καλά αναχωρήσει το καραβάκι από τον προβλήτα της Ξενοφώντος και σαν αστραπή πέρασε από το μυαλό μου η σκέψη να ζητήσω από τον καπετάνιο να με γυρίσει πίσω. Αν το έκανα, θα είχα τρανή την απόδειξη ότι και η δική μου ψυχή είχε πάρει απαντήσεις και μόνο απαντήσεις. Ποιος ξέρει; Ίσως την επόμενη φορά το κάνω”…

Φωτογραφία του Rudolf Bauer