Γράφει: Παπαπρίλης Πανάτσας Γ. Κωνσταντίνος
Όλοι την έλεγαν για μάγισσα.
Δεμένη με μαντήλια ολόκληρη. Κι όπου τύχαινε να δεις το δέρμα της, ήταν σκοτεινό, καμένο απ’ τον ήλιο. Ή το φεγγάρι.
Το πρόσωπο της, τυλιγμένο υφάσματα κι αυτό. Μη φανεί και τρομάξουν κείνοι που την κοιτούν. Μα αν ο αέρας φυσούσε λίγο πιο δυνατά, έβλεπες τις χαρακιές στα γερασμένα μάγουλα. Χαρακιές βαθιές, να μετράνε το χρόνο που ‘τρεχε κάτω απ’ τα μάτια της.
Είχε δική της, μια γωνιά στην παλιά αγορά. Μόνο δική της. Μα κανείς δεν πλησίαζε της μάγισσας το μέρος. Και στεκόταν εκεί, μόνη κι αμίλητη, ένα παραμορφωμένο άγαλμα, ένα σκιάχτρο σωστό, που ‘βγαζε την παράξενη πραμάτεια του για τους περαστικούς.
Πουλούσε σκόνη.
Όπως τ’ ακούς. Σκόνη γλυκιά, σκόνη πικρή, σκόνη που έφερε ο άνεμος. Σ’ εκείνη την αγορά που έπλεε στην σκόνη κι η ίδια. Στην αγορά που ήταν ντυμένη θύελλες. Θύελλες και χώμα. Και το εμπόρευμά της, είχε απλωθεί σ’ ένα ξύλινο κομμάτι από σκαρί που ξέβρασε η λίμνη πίσω απ’ το βουνό, εκείνη που δεν είχε βυθό.
Ένα κομμάτι από πλεούμενο νεκρό ήταν ο πάγκος της μάγισσας. Ένας κόσμος ναυαγισμένος και σκονισμένος.
Το ξεραν το μυστικό οι μεγαλύτεροι. Μα δεν το μαρτυράγαν. Ήταν σκόνη απ’ αστέρια, αστερόσκονη αληθινή, απ’ αστέρια που κατέβηκαν φλεγόμενα για χάρη μιας και μόνο ευχής. Τώρα που το ξέρεις κι εσύ, μη το πεις πουθενά.
Όταν φώναζε ο Λεβάντες, αγριεμένος, τα παραμύθια που του ‘μαθαν στην Ανατολή, μπέρδευε τη σκόνη της. Την έκλεβε από τα δερμάτινα πουγκιά της, από τα χρωματισμένα σεντόνια.
Και ξέρεις τι έκανε η σκόνη της μάγισσας κάθε που δραπέτευε; Άλειφε το χαμόγελο των περαστικών με δάκρυα, έριχνε αλάτι στο μέλι, έφτιαχνε τις χορδές των μουσικών να τρέμουν με παράπονο. Γιατί η σκόνη, κόλλαγε στα πρόσωπα των ανθρώπων. Κι έκανε αυτό που σου διηγήθηκα. Έπαιζε με τα συναισθήματα τους.
Τ’ άλλαζε, τα έθαβε, τ’ ανάσταινε.
Μην ξεχνιέσαι όμως.
Κανείς δεν την πλησίαζε την μάγισσα. Ήταν τυλιγμένη με τις φήμες που σκάρωσαν οι γέροι που χρόνια την έβλεπαν. Πουλούσε σκόνη άλλωστε.
Ποιος ν’ αγοράσει σκόνη;
Εκείνος, έστριψε στην καταραμένη γωνιά της μάγισσας. Κι είχε τυλιγμένα τα χέρια του μ’ εκείνη. Κι είχαν χαμόγελα ζωγραφισμένα στα πρόσωπά τους. Κι είχαν τα μάτια τους λες κι ήταν δεμένα. Αγκαλιασμένα. Ναι, αγκαλιασμένα ήταν.
Όταν ήρθε η θύελλα, που ξέσπαγε το μήνα μια φορά στο μακρινό οροπέδιο, βρίσκονταν μπροστά στον σκονισμένο πάγκο. Αυτόν, που βγήκε από της λίμνης τη λάσπη. Και οι δυο τους.
Μόλις η μάγισσα κάλυψε και τα μάτια της, η σκόνη ξεκίνησε να χορεύει. Άνοιγαν οι δερμάτινες θήκες, οι κόκκοι σκαρφάλωναν στον αέρα, τα πρόσωπα όλων γύρω, γέμιζαν στίγματα και γραμμές πολύχρωμες. Και, το ‘βλεπες, τα συναισθήματά τους άλλαζαν μεμιάς. Θρυμματίζονταν, χτίζονταν απ’ την αρχή, τέλειωναν κι άρχιζαν μίση, αγάπες, χαρές και λύπες.
Όταν λύθηκε η σκόνη του έρωτα, έντυσε όλη της το πρόσωπο εκείνου. Κι όταν σταμάτησε να το χρωματίζει ξεκίνησε μια βροχή, μια βροχή βαριά, κι εκείνος, με μάγουλα μπογιατισμένα έγειρε πάνω από εκείνη, να την σκεπάσει, μη του βραχεί.
Κι η βροχή πότιζε το δέρμα του, κι η σκόνη τρύπωνε μέσα του, μπόλιαζε την ψυχή του. Μα εκείνος, ακίνητος, να μην αγγίξει σταγόνα το δικό της δέρμα.
Σαν σταμάτησε η θύελλα, σαν κόπασε ο αέρας και το χώμα έφαγε τη βροχή, άνοιξαν τα μάτια τους.
Εκείνος, πιο ερωτευμένος από ποτέ.
Μα εκείνη χωρίς στάλα στο κορμί της.
Κι όταν τον είδε,
ερωτευμένο τόσο, άφησε τα χέρια του,
τράβηξε τα μάτια της απ’ τα δικά του
κι άρχισε να τρέχει.
…
Κάθε που φυσάει,
θα ψάχνω τη μάγισσα.
Να βρω λίγη απ’ τη σκόνη.
Για το δικό σου πρόσωπο.
Φωτογραφία,
“Elven Lady”
Christos Tsoumplekas