1η μέρα
Ξυπνήσαμε κατά τις 6 το πρωί με 3 ώρες ύπνο. Ο Λιάκος μας πέταξε στο αεροδρόμιο. Προορισμός: Βουδαπέστη. Ο συνάδελφος έφτασε πρώτος και μέσα στον πανικό με έπαιρνε στο WhatsApp για να με ρωτήσει από ποιο κτήριο του Μακεδονία πετάμε. Περιμέναμε άσκοπα στην ουρά των αποσκευών για να ρωτήσουμε αν μπορούμε να πάρουμε το καρότσι μέχρι την επιβίβαση ή όχι. Έπειτα προχωρήσαμε τρέχοντας μέχρι το gate καθώς φτάσαμε καθυστερημένοι στο αεροδρόμιο.
Η πτήση ήταν υπερβολικά κακή (Ryanair). Ο συνάδελφος είχε πιει 5 μπύρες το προηγούμενο βράδυ. Αυτός και η κοπέλα του δεν είχαν παράθυρο. Οπότε έγιναν άσπροι σαν το πανί και παρά τρίχα γλιτώσαμε τα ξερατά. Μάλιστα η Νικόλ ανέβασε τα πόδια στο μπροστινό κάθισμα, όπου καθόταν η γυναίκα μου, τόσο ψηλά που στο μυαλό σου έρχονταν εικόνες από Datsun της επαρχίας. Ο Γιάννης ξεράθηκε λίγο μετά την απογείωση πάνω μου. Το κατέβασμα ήταν επεισοδιακό λόγω πλαϊνών ανέμων. Κλασική Ryanair, είχαμε διπλή ή τριπλή αναπήδηση.
Μόλις βγήκαμε από το αεροπλάνο νομίσαμε ότι φτάσαμε στην Μόρντορ και όχι στη Βουδαπέστη. Μετά βίας 18 βαθμούς, Αύγουστο μήνα, και ένα ατελείωτο πέπλο σύννεφων πάνω από τα κεφάλια μας. Βγήκαμε από το αεροδρόμιο, ο συνάδελφος έφαγε την 1η παρατήρηση για το τσιγάρο σε χρόνο dt, είχε σκάσει 2 ώρες χωρίς. Πήραμε το 200E και φτάσαμε μέχρι ένα σημείο. Έπειτα μετρό και ξανά μετρό. Φτάνοντας στη γειτονιά μας, νωρίτερα απ’ ότι έπρεπε, πήγαμε σε ένα μαγαζί τύπου καφέ με μπισκότα. Η υπάλληλος ήταν παγερή όσο πήγαινε. Κοίταζα στα μάτια τον συνάδελφο και απορούσαμε με την συμπεριφορά της. Ο Γιάννης έφαγε 4 μπισκότα και η γυναίκα μου έγινε έξαλλη. Ρίξαμε κατά λάθος αλάτι σε 2 καφέδες. Πάντως η μηλόπιτα ήταν υπέροχη.
Η σύζυγος μου δεν ήξερε ποιο σπίτι είχαμε κλείσει και μας ρώτησε επανειλημμένα αν κλείσαμε σπίτι με θέα τον Δούναβη. Όχι. Ο Andor ήταν στην ώρα του στο διαμέρισμά του και μας περίμενε. Περίεργος τύπος αλλά πιθανότατα ο πιο ευχάριστος Ούγγρος που συναντήσαμε. Κάθισε μπόλικη ώρα μαζί μας λέγοντάς μας 2000 πληροφορίες, αλλά η αλήθεια είναι πως ήταν χρήσιμες. Σκέφτηκα να του προσφέρω καφεδάκι. Το διαμέρισμα ήταν αρκετά καλό. Στον συνάδελφο βρωμούσε, δεν ξέρω γιατί. Οι γυναίκες έμειναν ικανοποιημένες.
Πεταχτήκαμε με τον συνάδελφο στο σούπερ μάρκετ. Είχε έναν Balkan αέρα. Πολλά σαλάμια, άχρωμα φρούτα, έτοιμο μισοψημένο ψωμί. Λίγο ακριβότερο απ’ ότι περίμενα. Κάναμε 130 ευρώ ψώνια με την ελπίδα να μην χρειαστεί να πάμε ξανά. Παπάρια.
Γυρίζοντας στο σπίτι, ο Γιάννης κοιμόταν και ο συνάδελφος έκανε μια από τις καλύτερες μακαρονάδες που έχω φάει στη ζωή μου. Η Νικόλ, επηρεασμένη ακόμα από την πτήση, δεν έφαγε τίποτα. Έπειτα σβήσαμε όλοι. Για την ώρα, το ταξίδι στη Βουδαπέστη πήγαινε σύμφωνα με το πλάνο.
Ανεβαίνοντας μια τρελή ανηφόρα πήγαμε προς το κάστρο της Βούδα. Άμεσα κατάλαβα ότι η Βουδαπέστη έχει να μας προσφέρει πολλά. Όμορφες γειτονιές με παλιά, καλοσυντηρημένα σπίτια. Ο Προμαχώνας των Ψαράδων ήταν εμπορικά εκμεταλλευμένος μέχρι εκεί που δεν πάει. Μαγαζιά εντός του και πάρτι γάμων. Κρίμα. Η εκκλησία του Αγίου Ματθαίου ήταν εντυπωσιακή. Συνεχίσαμε προς το κάστρο της Βούδα. Είδαμε το σπίτι του Χουντίνι. Ο Γιάννης ήταν σε έξαλλη κατάσταση και μάλωσα με τη γυναίκα μου. Η θέα από το κάστρο ήταν μαγευτική. Βλέπαμε το Κοινοβούλιο, το οποίο είναι στην μεριά της Πέστης, από ψηλά. Φτάσαμε στο σημείο όπου καταλήγει το διάσημο τελεφερίκ και βγήκαμε τις καθιερωμένες ινσταγκραμικές φωτογραφίες. Μπροστά από το κάστρο της Βούδα γινόταν ένα είδος αποτυχημένου πάρτι. Διασπαστήκαμε σε 4 μέρη, κάνοντας ο καθένας ότι του καπνίσει. Τελικά στο δειλινό ξεκινήσαμε για το δρόμο του γυρισμού. Που να ήξερα ότι βλέπαμε το πιο ωραίο μέρος της Βουδαπέστης και ότι δεν θα πηγαίναμε ξανά εκεί;
Πριν πιάσουμε την κατηφόρα για το σπίτι, πήγαμε σε μια πιτσαρία που είχαμε μπανίσει με τον συνάδελφο μερικούς μήνες πριν μέσω google maps. Κατάλαβα ότι δεν ξέρουμε να μιλάμε αγγλικά. Οι πίτσες ήταν μέτριες προς κακές, αλλά τις φάγαμε επειδή πεινούσαμε σαν λύκοι. Άναψα τσιγάρο. Χαλάρωσα, απέβαλλα άγχος ημερών. Φτάνοντας σπίτι ψοφήσαμε. Τη λες και γ*μάτη μέρα.
2η μέρα
Ξημερώματα μας ξύπνησε ο Γιάννης. Όλους, έναν έναν. Τα κρουασάν από το σούπερ ήταν μια χαρά. Κάναμε όλοι καφέ στην επρεσιέρα με κάψουλες. Η 2η μέρα στη Βουδαπέστη ξεκίνησε με το Κοινοβούλιο. Επιβλητικό και πανέμορφο κτίριο, κληροδότημα από την Αυστροουγγρική αυτοκρατορία. Ο Γιάννης ήταν σε έξαλλη κατάσταση και ο συνάδελφος τον ανέλαβε, χάνοντας πλήρως το αξιοθέατο. Έπειτα φτάσαμε στα παπούτσια του Δούναβη. Σκέφτεσαι τους Εβραίους που τουφεκισμένοι έπεφταν σ’ αυτό τον μεγαλειώδη ποταμό και έπειτα τους σημερινούς Εβραίους που πήραν τη θέση των ναζί.
Προχωρώντας φτάσαμε στην πλατεία Ελευθερίας. Όμορφο, μεγάλο πάρκο, γεμάτο πράσινο όπου ο Γιάννης ξέδωσε στις κούνιες. Συζητούσαμε με τον συνάδελφο γιατί ζούμε στην Ελλάδα και όχι κάπου αλλού. Έπειτα φτάσαμε στην εκκλησία του Αγίου Στεφάνου.
Μόλις τα στομάχια μας άρχισαν να γουργουρίζουν πήγαμε προς το Retro Lagos. Ήταν πίτα και δεν βρήκαμε να κάτσουμε. Οι γυναίκες ξεκίνησαν να γκρινιάζουν. Κατευθυνθήκαμε βόρεια με στόχο ένα ελληνικό εστιατόριο. Μπαίνοντας μέσα παρατηρήσαμε ότι έπαιζε πολύ δυνατά μουσική που ακούς στα μπουζούκια στις 4 το πρωί. Η Νικόλ ήξερε όλα τα τραγούδια, ο συνάδελφος προσπάθησε να μιλήσει ελληνικά σε όλους τους υπαλλήλους. Δεν ήξερε κανένας. Μας σέρβιρε ένας τυπάς με τζαμαϊκανό ντρέντλοκ. Το φαγητό ήταν εξαιρετικό. Ο Γιάννης κοιμόταν παρά την μουσική που κοπανούσε ασταμάτητα. Γλείψαμε τα πιάτα.
Φεύγοντας από το μαγαζί αποφασίσαμε να χωρίσουμε. Η Κωνσταντίνα και η Νικόλ πήγαν πάλι στην εκκλησία του Αγίου Στεφάνου ώστε να την δουν και από μέσα ως καλές χριστιανές και οι άνδρες ξεκίνησαν με τα πόδια για το σπίτι. Περάσαμε από τη γέφυρα της Μαργαρίτας για να φτάσουμε και πάλι στη Βούδα και φάγαμε παγωτάκι. Αρκετά καλό. Ο Γιάννης ξετρελάθηκε.
Στο σπίτι έβαλα να δω τον Τιτανικό στο Netflix. Δεν ξέρω γιατί. Αργά το απόγευμα, βγήκα βόλτα με την Κωνσταντίνα και τον Γιάννη σε ένα ουγγρικό πάρκο που ήταν κοντά στο σπίτι μας. Είδα τις πιο περίεργες κούνιες της ζωής μου. Έπειτα πίτσα και σπίτι. Παράλληλα ο συνάδελφος με την Νικόλ πήγαν για βαρκάδα στον Δούναβη. Ο Γιάννης κοιμήθηκε και εκμεταλευτήκαμε την απουσία τους. Όταν γύρισαν σπίτι, έβλεπα ακόμα Τιτανικό από το σημείο που το είχα αφήσει. Μεγάλη ταινία. Ήταν ενθουσιασμένος με τη βαρκάδα. Αναμφίβολα το ωραιότερο πράγμα που θα βλέπαμε στη Βουδαπέστη δήλωσε. Υποσχέθηκα στην Ντίνα να κάνουμε το ίδιο και εμείς.
Κατέβηκα και βγήκα στο πεζοδρόμιο για τσιγαράκι με τις πιτζάμες και την μπύρα στο χέρι. Είχε δροσιά και απόλυτη ησυχία. Τελικά, το να ταξιδεύεις, είναι υπέροχο.
Βουδαπέστη: 3η μέρα
Ξυπνήσαμε και πάλι όλοι νωρίς, δεν ξέρω γιατί. Μάλλον γιατί θέλαμε μανιωδώς να πιούμε τον καφέ από την εσπρεσιέρα του σπιτιού του Andor. Εν ολίγοις ήπιαμε όλες τις κάψουλες και από ντροπή πήγαμε να αγοράσουμε καινούργιες. Κόβοντας κλασικά το ημερήσιο εισιτήριο των 5 ατόμων, πήραμε το μετρό και πήγαμε βόρια προς ένα τεράστιο πάρκο όπου βρίσκονται τα φημισμένα λουτρά της Βουδαπέστης. Πήγα στις κούνιες με τον Γιάννη για μία ώρα μέχρι να ξεδώσει. Οι υπόλοιποι πήγαν σε κάτι κάστρα, δεν έμειναν πολύ ενθουσιασμένοι.
Μόλις ενωθήκαμε ξανά, πήγαμε στην πλατεία Ηρώων. Πετύχαμε τη Βουδαπέστη σε μια μορφή ατελείωτου εργοταξίου. Τα μισά κτίρια, όπως και η πλατεία Ηρώων, είχαν σκαλωσιές στην πρόσοψή τους. Ξενερώσαμε λίγο αλλά οκ. Στη συνέχεια κατεβήκαμε την λεωφόρο Αντράσυ. Ένας τεράστιος δρόμος γεμάτος παλιά, καλοσυντηρημένα, επιβλητικά, αρχοντικά κτίρια. Κάποια στιγμή φτάσαμε στην Όπερα της Βουδαπέστης. Μπήκαμε στον αρχικό προθάλαμό της. Μείναμε όλοι με το στόμα ανοιχτό από το θέαμα που βλέπαμε. Ρωτήσαμε πόσο κοστίζει να επισκεφτούμε το εσωτερικό της. Μας είπαν 25 ευρώ το άτομο. Το στόμα μας άνοιξε ακόμα περισσότερο και φύγαμε καρφί για φαγητό.
Ψάχνοντας που θα γεμίσουμε τα στομάχια μας, πέσαμε πάνω σε ένα παραδοσιακό ουγγρικό εστιατόριο. Μπαίνοντας μέσα κατά τις 2 μ.μ. μας ενημέρωσαν ότι θα κλείσουν στις 2:30 μ.μ. Τους ρώτησα όσο πιο ευγενικά μπορούσα γιατί ένα εστιατόριο κλείνει τέτοια ώρα το μεσημέρι. Μου είπαν ότι κλείνουν για να φάνε οι εργαζόμενοι. Εξαιρετικά παραδοσιακό εστιατόριο θα έλεγα…
Τελικά φάγαμε σε ένα ακριβό εστιατόριο ακριβώς απέναντι από την Βασιλική του Αγίου Στεφάνου. Το φαγητό τους άξιζε ακόμα και το τελευταίο ευρώ. Φεύγοντας ο συνάδελφος αγόρασε την παραδοσιακή ουγγρική καμινάδα (γλυκό). Κατευθυνθήκαμε προς την Βάτσι Street. Ένας εμπορικός, πανάκριβος δρόμος στον οποίον αναγκαστήκαμε να πάμε για να γλιτώσουμε την βραδινή γκρίνια. Ήταν γεμάτος με μικρά, άχρηστα σουβενίρ, τύπου μαγνητάκια για το ψυγείο τα οποία κόστιζαν πολλές χιλιάδες φιορίνια. Ξεκίνησε να βρέχει και πήραμε το λεωφορείο για να γυρίσουμε στο σπίτι.
Το βράδυ πήγαμε με τη γυναίκα μου για βαρκάδα στον Δούναβη, ενώ η Νικόλ και ο συνάδελφος είχαν την τόλμη να αναλάβουν το babysitting του Γιάννη. Πράγματι, ήταν μια μαγευτική εμπειρία την οποία έχασα εξ ολοκλήρου. Και ιδού τι συνέβη. Μόλις είχαμε καθίσει σε ένα τετραπλό τραπέζι όταν μας πλησίασε ένα μεσήλικο ζευγάρι από τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής. Μας ρώτησαν αν μπορούν να καθίσουν μαζί μας και φυσικά τους είπαμε ότι δεν είχαμε κανένα πρόβλημα.
Ήρθε ο σερβιτόρος. Παρήγγειλα ένα μπακάρντι κόλα. Μου είπε να μην πάρω μπακάρντι κόλα γιατί η κόκα κόλα που χρησιμοποιούν είναι απαίσια και καταστρέφει την γεύση του ποτού. Του είπα να μου φέρει ένα οποιοδήποτε κοκτέιλ. Στη συζήτησή μας με τους Αμερικανούς πολίτες ξεκινήσαμε από τα βασικά. Καταγωγή, εκπαίδευση, εργασία, ταξίδια. Έδειξαν να μένουν ελαφρώς εντυπωσιασμένοι. Έπειτα τους ρώτησα τι θα ψηφίσουν. Η κυρία Καμάλα, ο κύριος Τραμπ. Πέρα από την πλάκα ήταν ένα άκρως ταιριαστό ζευγάρι. Έχοντας μείνει εντυπωσιασμένος μαζί μου με ρώτησε πότε θα τον επισκεφτώ στις ΗΠΑ, του είπα ότι είμαι Έλληνας. Πρέπει να ολοκληρώσω πρώτα τα ταξίδια στην Ευρώπη όπου μπορώ να βρω πραγματική Ιστορία και έπειτα θα πάω σε μια χώρα με ιστορία 300 το πολύ χρόνων. Γελάσα για να μην το πάρει προσβλητικά. Προσπάθησα να μιλήσω όσο μπορούσα με την Κωνσταντίνα, ήξερα ότι τα είχα κάνει θάλασσα αλλά ήξερα πως θα με καταλάβει κιόλας. Όλες οι κουβέντες σταμάτησαν όταν περάσαμε έξω από αυτό που βλέπετε στην παρακάτω εικόνα.
Μετά την βαρκάδα πήγαμε να φάμε στο Goulash & Langosh bar. Μόλις έκατσα μου είπαν ότι είχαν διακοπή ρεύματος και έτσι η κουζίνα τους ήταν κλειστή. Τους είπα να μου φέρουν απλώς μια κόκα κόλα και μια μπύρα. Έπειτα άλλαξαν γνώμη και μας είπαν ότι η κουζίνα έχει πλέον ανοίξει και μπορούν να μας ταΐσουν. Πήρα λουκάνικα, πήρε Langosh. Ήταν όλα εξαιρετικά.
Στο σπίτι, με περίμενε ο συνάδελφος. Μοιραστήκαμε τις εντυπώσεις μας. Έβαλα Τιτανικό το 3ο και τελευταίο μέρος. Όταν πνίγηκε ο Τζακ, κατέβηκα κάτω με μια Pilsner Urquell για ένα τσιγαράκι. Το μυαλό μου πήγε στις δουλειές. Γαμώτο, πόσο εθισμένοι είμαστε πλέον; Όχι. Έχουμε άλλη μια μέρα ακόμα στη Βουδαπέστη.
Βουδαπέστη: 4η μέρα
Τελευταία ολόκληρη μέρα στη Βουδαπέστη. Κλασικά σηκωθήκαμε και ήπιαμε όλοι καφέδες από την εσπρεσιέρα. Ο συνάδελφος δεν μπορούσε να κοιμηθεί καλά καθώς το στρώμα τους ήταν υπερβολικά μαλακό. Μαλακό στρώμα σημαίνει πως τα πόδια σου είναι ψηλά και το κυρίως σώμα βουλιάζει απίστευτα. Έτσι όλο το αίμα πάει στο κεφάλι και ζορίζεσαι… Πήραμε το λεωφορείο και πήγαμε στην Αλυσιδωτή Γέφυρα. Ο Γιάννης, ως συνήθως, ήταν σε έξαλλη κατάσταση. Την περάσαμε εν τάχει με τα πόδια και ξαποστάσαμε για λίγο σ’ ένα παρκάκι.
Έπειτα πήραμε το παράκτιο στον Δούναβη τραμ για να πάμε νότια προς την διάσημη κλειστή αγορά της Βουδαπέστης. Ένα δίπατο μεγάλο κέντρο, όπου μέσα του συνωστίζονται εκατοντάδες πωλητές, ο ένας κολλημένος στον άλλον. Μπορείς να βρεις εντός της οτιδήποτε ψάχνεις. Αλλά με… τουριστικές τιμές.
Η επόμενη στάση ήταν η ταβέρνα «Διόνυσος». Άλλη μια καλή, ελληνική ταβέρνα όπου ένα άτομο ήξερε ελληνικά! Μετά το φαγητό πήραμε φρέντο εσπρέσο και ξεκινήσαμε να κλαίμε από συγκίνηση. Το τραπέζι ξανά κοντά στα 150 ευρώ. Έπειτα προχωρήσαμε ξανά στη Vaci Street προς τον βορρά, αντίθετα από την προηγούμενη φορά, περιμένοντας τον Γιάννη να ξυπνήσει. Μπήκαν σε μια καθολική εκκλησία όπου τις έντυναν όπως στα ορθόδοξα μοναστήρια. Περίμενα έξω.
Μόλις ξύπνησε, βγήκαμε στον Δούναβη για να πάρουμε το τραμ μέχρι το νησί της Μαργαρίτας. Πέσαμε πάνω σε ελεγκτή. Του έδωσα λάθος εισιτήριο, μάλλον της χθεσινής μέρας. Μου είπε πως υπάρχει πρόβλημα. Του ζήτησα να περιμένει μέχρι να βρω το σωστό. Καθώς έψαχνα στις τσέπες μου, κρατώντας με το άλλο χέρι τον Γιάννη, με ρώτησε αν είμαι Γάλλος. Σκέφτηκα αν και σήμερα άλλαξα τις κάλτσες μου όπως κάθε μέρα και προσβλήθηκα βαθύτατα. Του απάντησα ευγενικά πως είμαστε Έλληνες, δείχνοντάς του το σωστό εισιτήριο. Με ευχαρίστησε, τον ευχαρίστησα. Τις προηγούμενες μέρες είχαν γίνει 2 ακόμα έλεγχοι εισιτηρίων στις εισόδους των ΜΜΜ.
Μόλις φτάσαμε στο νησί της Μαργαρίτας πίστεψα πως θα ηρεμούσα λίγο. Ένα μεγάλο νησί εντός του Δούναβη γεμάτο πράσινο. Πεντακάθαρο, περιποιημένο με διάφορες εκδηλώσεις, γήπεδα, παιδικά πάρκα και πολλά άλλα. Άραξα σε ένα παγκάκι και προσπάθησα απλώς να αναπνέω. Τότε του ήρθε η ιδέα και την πέταξε. Να πάρουμε λέει ένα από τα αυτά τα τετράτροχα ποδήλατα που παίρνουν 4-5 άτομα και κάνουν πηδάλι όλοι. Οι γυναίκες συμφώνησαν και το πήραμε!
Ο Γιάννης καθόταν μπροστά, ανάμεσα από οδηγό και συνοδηγό και ήθελε μανιωδώς να οδηγεί αυτός. Είχαμε περιορισμό χρόνου και το νησί ήταν πολύ μεγαλύτερο απ’ ότι περίμενα. Στους δρόμους του νησιού συναντούσες ποδήλατα, άλλα αυτοκίνητα, ακόμα και λεωφορεία που περνούσαν δίπλα σου με 80 χλμ/ώρα! Χαθήκαμε 2-3 φορές σε πάρκινγκ αυτοκινήτων και μονόδρομους. Αγχώθηκα για το αν θα προλάβουμε να το γυρίσουμε στην ώρα μας. Είχαμε πετάξει τόσα λεφτά σε άχρηστα σουβενίρ που δεν ήθελα να σπαταλήσουμε ούτε ένα ευρώ παραπάνω. Το πήρα απόφαση, έγινα Armstrong και ξεκίνησα πηδάλι με ότι δύναμη μου είχε απομείνει. Παραλίγο να πεθάνω μόλις φτάναμε στην αφετηρία. Φουλ ιδρωμένος, κόκκινος σαν παντζάρι ξεκινήσαμε για το δρόμο της επιστροφής.
Στο σπίτι τα πράγματα ήταν ολίγον μουδιασμένα. Ξέραμε ότι πρέπει να αρχίσουμε να ετοιμάζουμε τα πράγματα και να κοιμηθούμε νωρίς καθώς η πτήση ήταν στις 6 το πρωί την επόμενη μέρα. Όλοι μέσα μας ήμασταν βαθιά λυπημένοι καθώς το ταξίδι στη Βουδαπέστη έφτανε στο τέλος του. Με το συνάδελφο προσπαθήσαμε να φάμε και να πιούμε οτιδήποτε είχαμε στο ψυγείο, απλώς για να δικαιολογήσουμε κάπως την τεράστια σπατάλη που κάναμε στα σούπερ μάρκετ.
Κατά τις 11 με 12 μ.μ. κατεβήκαμε με τον συνάδελφο για ένα τσιγάρο, με τις μπύρες αγκαλιά, στην είσοδο της πολυκατοικίας μας. Περάσαμε απέναντι σε ένα πάρκο που υπήρχε. Κάποια στιγμή μας πλησίασε ένας Ούγγρος. Μου ζήτησε τσιγάρο και του έδωσα. Μου είπε ότι δεν καπνίζει και τον ρώτησα γιατί μου ζήτησε τσιγάρο. Επειδή είναι πιωμένος μας αποκρίθηκε. Μας ρώτησε από που είμαστε. Δεν ήξερε τα Γιάννενα αλλά Σαντορίνη, Αθήνα και Κέρκυρα τα είχε. Παρατήρησα ότι του έλειπαν μερικά δόντια… Δεν μου φάνηκε άστεγος, αλλά στη Βουδαπέστη συναντήσαμε αρκετούς.
Λίγο πριν σβήσουμε έλαβα SMS από τον οδηγό ταξί που θα μας έπαιρνε από το σπίτι για το αεροδρόμιο. Ήθελε να έρθει νωρίτερα για λόγους κίνησης. Κοιμηθήκαμε 2-3 ώρες. Ζαλισμένοι σηκωθήκαμε και ετοιμάσαμε τα τελευταία πράγματα. Πήραμε τον Γιάννη κοιμισμένο στο βαν που ήρθε να μας παραλάβει. Ένα ασημί Vito 9 θέσεων.
Προσπαθούσαμε να κλείσουμε το καρότσι ώστε να το φορτώσουμε στον χώρο αποσκευών. Ο οδηγός ήρθε δίπλα μας και μας είπε ότι δεν χρειάζεται. Πήρε το καρότσι χωρίς να το μαζέψει και το έβαλε πάνω στις 5 βαλίτσες μας με χαρακτηριστική άνεση. Από τότε το όνειρό μου είναι η απόκτηση μιας 9θέσιας Mercedes. Στο δρόμο πήγαινε σαν τρελός, παραλίγο να σκοτωθούμε 3 φορές και φτάσαμε υπερβολικά νωρίς ενώ δεν είχε καθόλου κίνηση.
Βουδαπέστη: Αρνητικά – Θετικά
Οι Ούγγροι είναι με διαφορά οι ψυχρότεροι άνθρωποι που έχω συναντήσει. Και όχι, η Βουδαπέστη ΔΕΝ είναι ένας budget friendly προορισμός.
Πετύχαμε απίστευτο καιρό. Τα βράδια έπεφτε στους 15-16 βαθμούς, το μεσημέρι πήγαινε μέχρι 28-29. Ποτέ δεν κρυώσαμε, ποτέ δεν σκάσαμε από τη ζέστη.
Εν ολίγοις, η Βουδαπέστη είναι μια πολύ όμορφη πρωτεύουσα που έχει μπόλικα αξιοθέατα να σου προσφέρει. Με χαλαρούς ρυθμούς μπορεί εύκολα να σου γεμίσει 5 ολόκληρες μέρες. Θα ξαναπάμε.