home

Ουτοπία

Γράφει: Παπαπρίλης Πανάτσας Χρήστος

Τέσσερις το πρωί. Το κρασί μας είχε μεθύσει για τα καλά. Προχωρώντας στη Τσιμισκή, «πειράζαμε» με τρόπο όμορφο κάθε γυναικεία παρέα που συναντούσαμε. Όμως, όταν αντικρίζεις τέσσερις άστεγους σε λίγα μέτρα, η ψυχολογία κατακρημνίζεται και τα «πειράγματα» χάνουν τη φλόγα τους. Υπάρχουν πάνω από είκοσι χιλιάδες άστεγοι στη πατρίδα μας. Άτομα που δεν μπορούν να καλύψουν ούτε τις απολύτως βασικές ανάγκες, όπως η στέγη και η σίτιση. Η κάθε τους μέρα ορίζεται επιβίωση και ο νους τους, δεν πάει πουθενά αλλού. Ακόμα και οπαδοί του ακραίου οικονομικού φιλελευθερισμού, δεν μπορούν να αποδεχτούν πως αυτοί οι άνθρωποι τόσο αξίζουν και τίποτα περισσότερο.

Στα συνεχόμενα τζακ-ποτ του Τζόκερ, παίχτηκαν περίπου εβδομήντα εκατομμύρια ευρώ σε διάστημα μικρότερο των 2 μηνών. Ένα τεράστιο ποσό που έφυγε αργά και σταθερά απ’ τις ελληνικές τσέπες, με προορισμό, πιθανότατα, κάποιους ελβετικούς λογαριασμούς. Δυο-δυο, τρία-τρία, τα ευρώ ξεκινούσαν ένα ταξίδι ψεύτικης ελπίδας για ένα καλύτερο αύριο.

Η ιδέα λέει πως αντί να δίναμε λίγα ευρώ για μια πιθανότητα στα πολλά εκατομμύρια να γίνουμε πλούσιοι, θα μπορούσαμε να δώσουμε αυτά τα λίγα χρήματα σ’ αυτούς που πραγματικά το έχουν ανάγκη. Μ’ ένα τέτοιο ποσό θα μπορούσαμε να παρέχουμε σ’ όλους τους άστεγους, υποτυπώδη στέγη και τροφή για έναν ολόκληρο χρόνο. Έτσι θα μπορούσαν να στραφούν προς κάθε είδους εργασία.

Φαίνεται καλή πρωτοβουλία. Το αόρατο χέρι του Άνταμ Σμιθ, αδυνατεί να πείσει τον επιχειρηματία να προτιμήσει την πρόσληψη ενός αστέγου και έτσι γίνεται ανύπαρκτο, όχι αόρατο. Η πολιτεία αδυνατεί να κάνει το ο,τιδήποτε καθώς έχει χάσει την ανεξαρτησία και την ελευθερία κινήσεων. Ουδεμία μονομερής ενέργεια λέει το μνημόνιο κι έτσι, αφού ο δανειστής δεν ενδιαφέρεται για τους άστεγους, μπορούν να πεθάνουν ανενόχλητοι στη παγωνιά του χειμώνα.

Κι αφού η ιδέα έπεσε στο τραπέζι, ξεκινάει η φιλοσοφία. Μπορεί ο άνθρωπος να απαρνηθεί την κάλπικη ελπίδα εύκολου πλουτισμού που προσφέρει ο τζόγος; Δύναται να ενδιαφερθεί πραγματικά για τα σοβαρά προβλήματα του συνανθρώπου του, χωρίς να περιμένει μέχρι να χτυπήσουν και τη δική του πόρτα; Μπορεί ν’ αφήσει στην άκρη το ματαιόδοξο εγώ και να εισέλθει στο εμείς όπου συναντάται μπόλιασμα χαμόγελων; Γίνεται η ανθρωπότητα να φτάσει σ’ ένα άλλο, ανώτερο επίπεδο, όπου ο δρόμος της θέωσης παρακάμπτει τις προσευχές και κατεβαίνει απευθείας στο στίβο των πράξεων που μένουν για πάντα στην ιστορία;

Μαλακίες. Παραπάνω βασιλεύει μια ουτοπία και τίποτα παραπάνω. Μα οι σημερινές ουτοπίες, κανείς δεν γνωρίζει, τι θα ‘ναι μετά από χρόνια. Αυτή η ιδέα είναι μεγάλη για μας, για τα παιδιά μας, για τα εγγόνια μας. Αλλά εφαρμόσιμη, ως ανακάλυψη σε κάποιου είδους ανασκαφή των απογόνων μας. Μπορούσες να δεις τηλεόραση το 1900;

Ο φιλόσοφος, κοινωνιολόγος και οικονομολόγος Καρλ Μαρξ, ο οποίος και είχε δίκιο σ’ αρκετά, είχε γράψει το 1848: «Τελικά, απ’ την εποχή της δημιουργίας της μεγάλης βιομηχανίας και της παγκόσμιας αγοράς, η αστική τάξη (οι καπιταλιστές που κατέχουν το κεφάλαιο και τα μέσα παραγωγής) κατέκτησε απόλυτα την πολιτική κυριαρχία στο σύγχρονο αντιπροσωπευτικό κράτος. Η σύγχρονη κρατική εξουσία δεν είναι παρά μια επιτροπή που διευθύνει τις κοινές δραστηριότητες ολόκληρης της αστικής τάξης.» Έπρεπε να περάσουν 170 ολόκληρα χρόνια ώστε μόλις ένα κομμάτι του πληθυσμού ν’ αρχίζει να υποψιάζεται ότι η σημερινή οικονομική ολιγαρχία έχει στενές σχέσεις με τους κυβερνώντες μας…

Καταλήγω. 

Η ιδέα πρέπει να λέγεται, ή καλύτερα να γράφεται, ακόμη και σε μια πρώιμη, ουτοπική μορφή. Είναι αέρας παγωμένος που θα εισέλθει αιφνίδια στα πνευμόνια σου. Μη βήξεις. Θα κυλιστεί στις ελλειπτικές γωνιές τους προσδοκώντας το αίμα που θα την μεταλαμπαδεύσει στη καρδιά σου. Σα σπόρος θα ξαποσταίνει εκεί, περιμένοντας την άνοιξη. Με τις βροχές των συλλογισμών, θ’ αναπτυχθεί σε δέντρο και τα φύλλα του, μια μέρα, θα θροΐσουν στ’ αυτιά της ψυχής σου. Θα ‘ναι η στιγμή που οι σκέψεις θα φτάνουν στ’ άκρα σου, καθώς θα μεταλλάσσονται αβίαστα σε πράξεις.

Φωτογραφία του marco monetti