Ο Κλέων Τριανταφύλλου γεννήθηκε στις 19 Μαρτίου του 1885 και έφυγε στις 29 Αυγούστου του 1944. Ήταν συνθέτης, στιχουργός κι ερμηνευτής των τραγουδιών του αποτελώντας ίσως τον σημαντικότερο εκφραστή του ελληνικού ελαφρού τραγουδιού στις αρχές του προηγούμενου αιώνα. Έμεινε γνωστός ως Αττίκ.
Ο Αττίκ, σπουδάζει μουσική σε Αίγυπτο και Γαλλία. Στο Παρίσι εκδίδει περίπου 300 συνθέσεις, τραγούδια, μουσική για πιάνο, για οπερέτα, για μπαλέτο. Έγινε λοιπόν, ιδιαίτερα γνωστός.
Το 1930, επιστρέφει στην Αθήνα και κάνει κάτι πρωτοποριακό. Δημιουργεί μια “Μάντρα”, μια κολεκτίβα καλλιτεχνών που παρουσιάζουν τη δουλειά και το έργο τους στα αθηναϊκά βράδια. (Γεια σου ρε Φοίβο με την Ταράτσα σου.) Η Μάντρα του Αττίκ είναι σημείο συγκέντρωσης των Αθηναίων.
Για μια γυναίκα
Η ιστορία που ακολουθεί είναι για τα μάτια μιας γυναίκας. Της Μαρίκας Φιλιππίδου. Παντρεύονται και μένουν μαζί περίπου τέσσερα χρόνια. Ο Αττίκ της γράφει τραγούδια, εκδηλώνει τον έρωτά του, η Μαρίκα τον στιγματίζει. Κι ύστερα, τον χωρίζει. Το 1914. Για κείνη, είχε γράψει το “Είδα Μάτια”:
Ο Αττίκ, μετά τον χωρισμό του με τη Μαρίκα, αποφεύγει να το τραγουδά. Έτσι, όταν δημιουργεί τη Μάντρα του, το τραγούδι αυτό δεν ακούγεται ποτέ. Έως το βράδυ εκείνο. Του ’30. Η Μαρίκα τολμάει κι εμφανίζεται στη Μάντρα στο πλευρό του ίλαρχου Σταμάτη Μερκούρη (πατέρα της Μελίνας Μερκούρη). Το κοινό, αντιλαμβάνεται την παρουσία της και ζητάει από τον Αττίκ να τραγουδήσει το “Είδα Μάτια”. Το τραγούδι της.
Ο Αττίκ αντιλαμβάνεται την παρουσία της και εγκαταλείπει τη σκηνή. Επιστρέφει σε δέκα λεπτά και παίζει στο πιάνο το ομορφότερο και πιο πικρό τραγούδι της καριέρας του, που μόλις είχε γράψει:
Ζητάτε να σας πω…
Ζητάτε να σας πω
τον πρώτο μου σκοπό
τα περασμένα μου γινάτια.
Ζητάτε “Έίδα μάτια”
με σκίζετε κομμάτια…
Σε μια παλιά πληγή
που ακόμα αιμορραγεί
μη μου γυρνάτε το μαχαίρι.
Αφού ο καθένας ξέρει
τι πόνο θα μου φέρει.
Είναι πολύ σκληρό
να σου ζητούν να τραγουδήσεις
έναν παλιό σκοπό
που προσπαθείς να λησμονήσεις.
Στο γλέντι σας αυτό,
δε θα’ τανε σωστό
αντί για άλλο πιοτό
να πιω εγώ φαρμάκι,
μ’ ένα τέτοιο τραγουδάκι.
Γελάτε ειρωνικά
και λέτε μυστικά,
ίσως με κάποια καταφρόνια,
μια και περάσαν χρόνια,
εσύ τι κλαις αιώνια;
Γιατί βαρυγκωμείς
δεν είδαμε και ‘μεις
μια ομορφιά σ’ αυτή τη ζήση.
Δεν πήραμε απ’ τη φύση
καρδιά για ν’ αγαπήσει.
Αχ, δεν είν’ οι καρδιές
όλες το ίδιο καμωμένες
ούτε κι οι ομορφιές
στον κόσμο δίκαια μοιρασμένες.
Και μες στη συντροφιά,
σε κάθε ρουφηξιά,
ξεχνώ μιαν ομορφιά,
που γέμιζε μεράκι.
Το παλιό μου τραγουδάκι.
Και μιαν υπέροχη εκτέλεση από τη Μαρίζα Ρίζου:
Το τέλος της βραδιάς…
Λένε, πως το βράδυ εκείνο, η Μαρίκα Φιλιππίδου, άκουσε το τραγούδι του, δάκρυσε και αποχώρησε από τη Μάντρα. Το τραγούδι των δέκα λεπτών του Αττίκ…
Υ.Γ. Απολαύστε αυτή την εκτέλεση επίσης…