Στην Σκιάθο, στις 4 Μαρτίου του 1851 γεννιέται ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Θα φύγει 59 ετών, και πάλι στο νησί του, στις 3 Ιανουαρίου του 1911. Ο Παπαδιαμάντης, είναι ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες λογοτέχνες, αν όχι ο σημαντικότερος.
Όπως είναι ευδιάκριτο από τον τίτλο, το άρθρο αυτό αφορά την σχέση του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη με το χρήμα…
Ο Παπαδιαμάντης, ξεκίνησε να εργάζεται όντας δημοσιογράφος. Άρχισε να δημοσιογραφεί και να κάνει παράλληλα μεταφράσεις από τα Γαλλικά και Αγγλικά. Ήξερε σε βάθος τις δυο γλώσσες σε μία εποχή που ελάχιστοι τις γνώριζαν. Οι αρχικές απολαβές του ήταν πενιχρές. Αναγκαζόταν λοιπόν να ζει σε φτωχικά δωμάτια. Ήταν ολιγαρκής και λιτοδίαιτος.
Ο εκδότης Βλάσης Γαβριηλίδης ιδρύει την περίφημη “Ακρόπολη”. Προσλαμβάνει τον Παπαδιαμάντη και η οικονομική θέση του συγγραφέα βελτιώνεται. Η αμοιβή του από την “Ακρόπολη” ήταν υπέρογκη καθώς έπαιρνε 200 και 250 δραχμές το μήνα. Ενώ όμως κέρδιζε αρκετά, και προστίθενταν οι συνεργασίες του με άλλες εφημερίδες και περιοδικά, η οικονομική του κατάσταση, στάθηκε για πάντα η αδύνατη πλευρά του. Ήταν εξαιρετικά σπάταλος και ανοργάνωτος όσον αφορά στη διαχείριση των χρημάτων του.
Η τύχη του μισθού του
Μόλις έπαιρνε το μισθό του, αρχικά, πλήρωνε τα χρέη του στην ταβέρνα του Κεχριμάνη στου Ψυρρή. Στη συγκεκριμένη ταβέρνα έτρωγε 27 ολόκληρα χρόνια. Αμέσως μετά πλήρωνε το ενοίκιο του, έστελνε ένα μέρος του μισθού του στη Σκιάθο, μοίραζε χρήματα στους φτωχούς. Κι έτσι, “σπαταλούσε” όλο του το μισθό, χωρίς να μπορεί να αγοράσει ακόμη και τα στοιχειώδη, όπως τα ρούχα του. Κυκλοφορούσε άπλυτος, απεριποίητος, πρακτικά κουρελής, ενώ είχε τη δυνατότητα να ζει με αξιοπρέπεια, γιατί ζούσε τη ζωή του ασκητικά. Είχε χρήματα μόνο κάθε πρωτομηνιά:
«Κατ’ έκείνην την ήμέραν συνέβη να είμαι πλούσιος.»
Ενδεικτικό της σχέσης του με τα χρήματα, είναι το περιστατικό που αναφέρει ο Παύλος Νιρβάνας: “όταν ο Παπαδιαμάντης ξεκίνησε τη συνεργασία του με την εφημερίδα “Το Άστυ”, ο διευθυντής του προσέφερε για μισθό 150 δραχμές. Η απάντηση του Παπαδιαμάντη ήταν:
«Πολλές είναι εκατόν πενήντα. Με φτάνουνε εκατό.»
Η βασανισμένη αυτή ζωή, η εντατική εργασία, το ξενύχτι, η καθημερινά υπερβολική κούραση και προπάντων το ποτό, που έγινε το πάθος του, και το τσιγάρο, κατέστρεψαν την υγεία του και τον έφεραν πρόωρα στο θάνατο…