Γράφει: Ραϊτσίνης Χάρης
Ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά. Από το 1974 και εξής το ελληνικό δημόσιο χρέος αυξήθηκε ραγδαία, αφού οι στρουθοκαμηλίζουσες ελληνικές κυβερνήσεις απέφευγαν να αντιμετωπίσουν τα δομικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας και προσέφευγαν συστηματικά στο διεθνή δανεισμό.
Η κατάσταση, ωστόσο, φαίνεται πως δεν προξενούσε ιδιαίτερη ανησυχία στην εκάστοτε κυβέρνηση μέχρις ότου ξεσπάσει η παγκόσμια οικονομική κρίση, που έφτασε στην Ελλάδα καθυστερημένα. Η πλειοψηφία των ειδημόνων έσπευσε τότε να κατακεραυνώσει τις εγγενείς παθογένειες του καπιταλιστικού μοντέλου της ελεύθερης αγοράς και να υποστηρίξει την εφαρμογή Κεϋνσιανών οικονομικών πρακτικών. Είναι χαρακτηριστικό, μάλιστα, πως ακόμα και ο αρχιερέας του νεοφιλελευθερισμού και πρόεδρος της Fed επί 20 σχεδόν χρόνια, Άλαν Γκρίνσπαν, παραδέχτηκε δημοσίως την αποτυχία της αυτορρύθμισης των αγορών (την ίδια περίοδο οι πωλήσεις των βιβλίων του Μαρξ -ειδικά του Κεφαλαίου- αυξάνονταν αισθητά).
Λίγους μήνες αργότερα, και αφού τα spreads είχαν εκτιναχθεί σε απαγορευτικά ύψη, η Ελλάδα προσέφυγε στην Ε.Ε., την Ε.Κ.Τ. και το Δ.Ν.Τ., ώστε να μην κηρύξει στάση πληρωμών. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των δανειστών, το σημαντικότερο πρόβλημα της χώρας ήταν το δημόσιο χρέος και το μεγάλο έλλειμμα του ΑΕΠ. Συντάχθηκε τότε ένα σχέδιο για την έξοδο της Ελλάδας από την κρίση που προέβλεπε την εκτίναξη του χρέους στο 162% για να πέσει στο 120% το 2020! Το πρόγραμμα, ωστόσο, αγνοούσε επιδεικτικά την κριτική που ασκούνταν στον καπιταλιστικό μοντέλο ανάπτυξης και υπαγόρευε ακραία νεοφιλελεύθερα μέτρα που εκτόξευσαν την ανεργία στα ύψη και βύθισαν τη χώρα στην ύφεση και την ανέχεια. Όπως ήταν φυσικό το Μνημόνιο απέτυχε παταγωδώς. Παρόλα αυτά η Τρόικα επέρριψε την ευθύνη στην αδυναμία του ελληνικού πολιτικού συστήματος να υποστηρίξει τις μεταρρυθμίσεις και σχεδίασε το Μνημόνιο 2 για τη σωτηρία της χώρας!
Η αποτυχία, εντούτοις, του δυτικού κόσμου να διαχειριστεί αποτελεσματικά την κρίση προκαλεί εντύπωση, αφού η ιστορία έχει να επιδείξει λαμπρά παραδείγματα αντιμετώπισης παρόμοιων ή ακόμα και χειρότερων φαινομένων. Αρκεί να θυμηθεί κανείς πως η έξοδος από την παγκόσμια οικονομική κρίση του 1929 ξεκίνησε μόνο μετά την εφαρμογή του New Deal του Ρούζβελτ, που εγκαινίασε ένα ευρύ πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων. Ή να σκεφτεί κανείς πως η ανοικοδόμηση της Ευρώπης μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό στο σχέδιο Μάρσαλ.
Η ηγέτιδα δύναμη της Ευρώπης, ωστόσο, επιμένει στην αρτηριοσκληρωτική πολιτική της δημοσιονομικής πειθαρχίας και αποζητά την παραδειγματική τιμωρία της Ελλάδας, ώστε να αποφευχθούν ανάλογα φαινόμενα στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες. Φαίνεται να ξεχνά πως οι απαιτήσεις για την παραδειγματική τιμωρία της μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου κατέλυσαν τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης και εξέθρεψαν το τέρας του ναζισμού. Η στάση της Γερμανίας, όμως, δεν οφείλεται στην έλλειψη ιστορικής μνήμης ή στην επιθυμία για τιμωρία της Ελλάδας. Στη διάσημη πλέον ομιλία του στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ο Ντανιέλ Κον Μπεντίτ παρουσίασε με τον πλέον γλαφυρό τρόπο την πολιτική των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων έναντι της Ελλάδας και τις κατηγόρησε ευθέως πως χρησιμοποιούν την κρίση για να αποκομίσουν ανήθικα κέρδη που προκύπτουν από τα επιτόκια δανεισμού και τις πωλήσεις εξοπλιστικών προγραμμάτων.
Τελικά δεν πρόκειται για θρίαμβο του παραλόγου. Πρόκειται για θρίαμβο της ιδιοτέλειας, της υποκρισίας και του κυνισμού.