Γράφει: Χρύσα Δαγουλά
Τις τελευταίες μέρες τριγυρνά στο μυαλό μου η εξής εικόνα: η χώρα βρίσκεται από καιρό στην εντατική κι εμείς, αντί να ψάχνουμε τον καλύτερο γιατρό ή να δοκιμάζουμε ενδεδειγμένες θεραπείες, είμαστε στο κυλικείο και κάνουμε τσιγάρο αναλώνοντας τις σκέψεις μας σε συζητήσεις καφενείου.
Κι έπειτα σκέφτομαι πόσο δύσκολο είναι να πάει μπροστά αυτή η χώρα.
Γιατί;
Γιατί η ζημιά που έχει γίνει είναι ήδη πολύ μεγάλη.
Γιατί μιλάμε για πρόοδο και ανάπτυξη την ώρα που δε μπορούμε να εξασφαλίσουμε τη σταθερότητα. Δεν πρέπει πρώτα να σταματήσεις την ανεξέλεγκτη κάθοδο για να αρχίσεις την άνοδο;
Γιατί είμαστε πολύ καλοί στα λόγια και ελάχιστα καλοί στις πράξεις. Απόδειξη η αντιπαραβολή των εκλογικών λόγων με την πραγματικότητα τα τελευταία 20 χρόνια.
Γιατί δεν υπάρχουν πραγματικές προτάσεις για το πως θα καταπολεμηθεί η ανεργία, το μείζον πρόβλημα μας. Η κοινωνία σφαδάζει. Και η λύτρωση δε δύναται να επέλθει με ευρωπαϊκά προγράμματα που προσφέρουν θέσεις βραχείας διάρκειας και μισθούς άμεσης κατανάλωσης.
Γιατί ο κρατικός μηχανισμός έχει πνιγεί σε μια κουταλιά γραφειοκρατίας. Η διοικητική μηχανή είναι βαριά και δυσκίνητη. Αυτό μπορεί να το καταλάβει ο καθένας από μας. Ποιος δε χρειάστηκε να καταθέσει κάποια δικαιολογητικά; Ο απόλυτος παραλογισμός: για ένα απλό χαρτί να χρειάζεται να προσκομίσεις άλλα επτά. Για να μην αναφερθεί καν κάποια στιγμή το ελληνικό δημόσιο πρέπει να γνωριστεί καλύτερα με το internet.
Γιατί φοβόμαστε. Να αναλάβουμε τις ευθύνες μας, να αναμιχθούμε, να ασχοληθούμε, να πάρουμε θέση, να αμφισβητήσουμε – πολλές φορές ακόμα και τις ίδιες μας τις ιδέες. Γιατί ο φόβος μας είναι τόσο μεγάλος που έχουμε εγκλειστεί στο μικρόκοσμο και δε το κουνάμε ρούπι. Απλά περιμένουμε. Για πόσο αλήθεια;
Γιατί μιλάμε για διορθωτικές κινήσεις παραγνωρίζοντας πως εν πολλοίς χρειάζεται ολική επανεκκίνηση.
Γιατί η ζυγαριά εσόδων – εξόδων γέρνει κατάφορα υπέρ των δεύτερων.
Γιατί αυτοί που εκπροσωπούν εμένα και εσένα δε ξέρουν πως ζούμε εγώ κι εσύ. Και γιατί δε γίνεται να αποφασίζει για μένα που έχω 400 ευρώ στην τσέπη κάποιος που έχει 4 εκατομμύρια.
Γιατί η πρόνοια είναι υπό καθεστώς εξαφάνισης: οι ασθενείς δεν έχουν φάρμακα, τα νοσοκομεία υπολειτουργούν.
Γιατί υπάρχει τόσο έντονο αίσθημα αδικίας, που κοντεύει να μας πνίξει. Η ατιμωρησία φέρνει οργή. Κι οργή γεννά βία. Και ο φαύλος κύκλος δε κλείνει ποτέ.
Γιατί δε ξέρουμε ποιον να εμπιστευτούμε. Όπως δε ξέρουμε τι να πιστέψουμε. Και όντας άδειοι από πίστη, έχουμε χάσει ιδανικά και ιδεολογίες.
Γιατί οι παραγωγικότερες των γενιών έχουν υποχρεωθεί σε αδράνεια. Και γιατί τα μυαλά της χώρας ωθούνται στην μετανάστευση.
Γιατί υπάρχει βαθύς διχασμός: οι βολεμένοι απέναντι στους μη.
Γιατί ενώ τα μόνα κριτήρια παντού θα έπρεπε να είναι η αξιοκρατία, η απόδοση, η παραγωγικότητα, η ποιότητα είναι άλλα. Ακόμα.
Γιατί εκλείπει το πλαίσιο, οι προϋποθέσεις, η ενθάρρυνση, τα κίνητρα – τόσο για την καινοτομία όσο και για την ανάπτυξη όποιας επιχειρηματικότητας.
Γιατί η έλλειψη παιδείας είναι εξαιρετικά εκτεταμένη. Και τούτη η έλλειψη μπορεί να θεωρηθεί γενεσιουργός αιτία δεινών.
Γιατί ο «κακός μας εαυτός» είναι πανταχού παρόν. Και φανερώνεται με κάθε αφορμή. Ακόμα και για να κλέψουμε τη σειρά του άλλου στην ουρά μιας δημόσιας υπηρεσίας.
Γιατί στο σημείο που φτάσαμε η λογική αφήνει χώρο στις σπασμωδικές κινήσεις θυμού και απογοήτευσης.
Τόσα γιατί και άλλα τόσα που σκεφτόμαστε λίγο πολύ όλοι. Αναμασάμε τα ίδια, ανακυκλώνουμε σκέψεις και ιδέες προσπαθώντας να φτάσουμε σε λύσεις. Πριν προλάβουμε όμως λυγίζουμε από το βάρος της καθημερινότητας. Χάνουμε τη διάθεση μας. Έχουμε από καιρό χάσει το όνειρο μας. Ακόμα και το καλοκαίρι είναι φέτος αμήχανο, σα να μη μπορεί ο ήλιος πέρα από τις μέρες μας να φωτίσει και τις ζωές μας. Σα να μη μπορεί το σήμερα να δώσει τη σειρά του σε καλύτερα αύριο.
Και εκεί, καταμεσής του χάους, αναζητώ την ελπίδα σα χαμένο κομματάκι του παζλ.
*Τίτλος δανεισμένος από τραγούδι του Λαυρέντη Μαχαιρίτσα.