Εις μνήμην και συνέχεια…
Του Διογένη Δημητρακόπουλου
12 Μαρτίου 2016 (πρώτη δημοσίευση 12 Μαρτίου 2011)
Σήμερα, συμπληρώνονται έντεκα χρόνια από το θάνατο του μουσικοσυνθέτη Σταύρου Κουγιουμτζή. «Θα’ταν 12 του Μάρτη» (τραγούδι σε σύνθεση του ίδιου, στίχοι: Μιχάλη Μπουρμπούλης, Πρώτη εκτέλεση: Χαρούλα Αλεξίου από τον προσωπικό της δίσκο “Λαϊκές Κυριακές” το 1976), όταν «έφυγε» για τους ουρανούς.
Ο Σταύρος Κουγιουμτζής είχε γεννηθεί το 1932 στη Θεσσαλονίκη, σ’ έναν προσφυγικό καταυλισμό κοντά στο Γεντί Κουλέ. Τα σμυρναίικα κι αργότερα τα λαϊκά τραγούδια τον συνόδεψαν στις πρώτες διαδρομές του σε μια εποχή “…που δεν υπήρχαν μόνο φτωχοί, υπήρχαν και «υπόφτωχοι»”, όπως είχε πει κάποτε χαρακτηριστικά. Κάτι σαν σήμερα ε;
Σπούδασε πιάνο και ανώτερα θεωρητικά στο Κρατικό Ωδείο Θεσσαλονίκης, μελετώντας πιάνο με τον Τώνη Γεωργίου και παίρνοντας πτυχίο αρμονίας, αντίστιξης και φούγκας με τον Σόλωνα Μιχαηλίδη. Εν συνεχεία, συμπλήρωσε τις σπουδές του, στην Αθήνα, παρακολουθώντας μαθήματα σύγχρονης μουσικής με τον Γιάννη Ανδρέου-Παπαϊωάννου.
Από το 1952, για το «ζῆν», εργάστηκε ως πιανίστας σε διάφορα νυχτερινά μαγαζιά της Θεσσαλονίκης, ανεχόμενος τις αντίξοες συνθήκες που επικρατούσαν εκεί (έλλειψη μικροφωνικών εγκαταστάσεων, ατελείωτα ωράρια, άσχημες «νυχτερινές» συμπεριφορές) οι οποίες τον έφτασαν σωματικά ακόμα και σε σημείο υπερκόπωσης και ψυχολογικά να αναλογιστεί αν θα μπορεί να ασχοληθεί σοβαρά με το να γράφει τραγούδια.
Στα 1960, γράφει σε δικούς του στίχους το πρώτο του τραγούδι, «Το Περιστεράκι», που το τραγουδά η Ζωή Κουρούκλη. Στο άκουσμα του τραγουδιού, ο Αλέκος Πατσιφάς, τον παροτρύνει να γράψει λαϊκά τραγούδια. Έτσι λοιπόν, ακολουθούν τα δύο πρώτα του λαϊκά τραγούδια («Αν δεις στον ύπνο σου ερημιά» και «Μη μου θυμώνεις μάτια μου») με δικούς του στίχους, τα οποία γνωρίζουν αμέσως επιτυχία.
Το 1967 ο Σταύρος Κουγιουμτζής κατεβαίνει στην Αθήνα. Εκεί, συνεργάζεται με τη δισκογραφική εταιρεία «MINOS» και με τον τότε νεαρό κι ανερχόμενο τραγουδιστή Γιώργο Νταλάρα. Η ερμηνεία του τραγουδιού «Να ‘τανε το ’21», (σε στίχους της Σιώτας Τσώτου) γίνεται η πρώτη του μεγάλη επιτυχία.
Έτσι ξεκινά ένα όμορφο ταξίδι μουσικών επιτυχιών, που ακούγονται σε πολλούς χώρους και επισκέπτονται τα χείλη πολλών ανθρώπων στην Ελλάδα αλλά και σε όλο τον κόσμο. Με συνοδοιπόρο στις περισσότερες συνεργασίες, το Γιώργο Νταλάρα, αλλά και τη Χαρούλα Αλεξίου («Χρόνια σαν βροχή», «Σου στέλνω χαιρετίσματα»), την Άννα Βίσση («Σ’ αγαπώ», «Στα χρόνια της υπομονής»), τη Βίκυ Μοσχολιού, τον Αντώνη Καλογιάννη, τον Γιάννη Πάριο, τον Γιάννη Καλατζή, την Ελευθερία Αρβανιτάκη («Κόκκινο φουστάνι») αλλά και τη σύντροφό του Αιμιλία Κουγιουμτζή.
Σε αυτήν την πορεία ανάμεσα σε στίχους και νότες, συνεργάζεται με κορυφαίους στιχουργούς (Μ. Ελευθερίου, Λ. Παπαδόπουλο, Άκο Δασκαλόπουλο, Μ. Μπουρμπούλη), μελοποιεί ποιητές (Γιώργο Θέμελη, στον δίσκο του «Ηλιοσκόπιο» και Σεφέρη, Παπαδιαμάντη, Σαχτούρη, Χριστιανόπουλο, Ριτσιώνη στο δίσκο «Μικραίνει ο κόσμος»).
Παρ’ όλες τις μεγάλες του επιτυχίες, η ζωή στην Αθήνα «δεν τον σηκώνει».. Μετά το δίσκο «Τρελοί και Άγγελοι», αποφασίζει να απέχει συνειδητά από τη δισκογραφία. Το 1988 γυρνά στη γενέτειρα του, τη Θεσσαλονίκη, για να ζήσει απλά και ήσυχα μαζί με την σύζυγο του Αιμιλία και τις κόρες του Δώρα και Μαρία σε ένα διαμέρισμα στην αγαπημένη του Καλαμαριά.*
Έπειτα από έντεκα χρόνια αποχής, επανέρχεται το 1998 με το δίσκο «Ύμνοι αγγέλων σε ρυθμούς ανθρώπων» που περιλαμβάνει κομμάτια βασισμένα στη βυζαντινή παράδοση και το 2001 με το δίσκο «Έβρεχε ο κόσμος».
Μετά το «αντίο» του, τον Ιούνιο του 2005, πραγματοποιήθηκε, μία αντάξια της προσφοράς του συναυλία-αφιέρωμα στη Θέατρο «Γης» στη Θεσσαλονίκη και ακολούθησαν πλήθος άλλων συναυλιών ανά την Ελλάδα.
Το έργο και τις ιδέες του, συνεχίζουν να το μεταδίδουν η οικογένεια του αλλά και πλήθος συνεργατών και φίλων του, γνωστών και άγνωστων. Η μεν κόρη του Δώρα Κουγιουμτζή, γράφει μουσική για θεατρικές παραστάσεις κι έκανε την πρώτη της εμφάνιση στη συγγραφή θεατρικών έργων με το “ΕΝΑ ΑΛΛΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ», η δε κόρη του Μαρία Κουγιουμτζή ασχολείται με το τραγούδι, συνεχίζοντας όμορφα την παρακαταθήκη του πατέρα της.
Εξακολουθεί να είναι επίκαιρος και διδακτικός με τα τραγούδια, τα γραπτά και τις σκέψεις του και ειδικά στη σημερινή κρίσιμη περίοδο στην οποία ζούμε.
Στο αυτοβιογραφικό του αφήγημα «Ανοιχτά παράθυρα με κλειστά παντζούρια» («Εντευκτήριο» 1998 – «Κέδρος» 2001) γράφει:
«[…] Καθώς περνάει ο καιρός, κάτι διαρκώς αλλάζει στη ζωή μας. Κάτι που δεν μπορώ να το προσδιορίσω, γιατί δεν είμαι κοινωνιολόγος. Εγώ απλώς τραγούδια γράφω. Σαν πολίτης όμως που είμαι, εδώ και χρόνια τώρα, νιώθω μια ανησυχία γι’ αυτά που θα’ρθουν. Χρόνια ποντάρουμε σε μια κούφια αισιοδοξία και σε χάρτινα οράματα .Ένα κιτς απλώνεται σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής μας .Τραγούδια που άλλοτε θα ντρεπόσουνα να τα’ ακούσεις, τώρα παίρνουν χρυσούς και πλατινένιους δίσκους και σε δύο τρεις μήνες εξαφανίζονται.
Η κατανάλωση για την κατανάλωση, το καινούργιο για το καινούργιο. Γίναμε υπηρέτες της τεχνολογίας και των προϊόντων της. Χωρίς σημάνσεις χωρίς πινακίδες. Στην προσπάθειά μας για καλύτερη ζωή, ξεχάσαμε τι είναι η ζωή […]».
Αυτά για τα οποία ανησυχούσε έχουν έρθει και μάλιστα με πολλές αντικρουόμενες ταμπέλες και σημάνσεις, απομακρύνοντας αρκετά την απλότητα από τις ζωές μας. Επειδή…
«Ήταν πέντε, ήταν έξι..
Διάβασα τα γεγονότα και την κοσμική
για ποδόσφαιρο για φόνους και πολιτική
στην Ασία φασαρίες πείνα κι ερημιά
το ρολόι μου δείχνει εννιά»**
γι’αυτό “Κάποτε είπες «Η ομορφιά θα σώσει τον κόσμο». Συμφωνώ απόλυτα μαζί σου,[…]και σου ζητώ ταπεινά να μου επιτρέψεις να προσθέσω: Εάν η ασχήμια δεν καταστρέψει την ομορφιά”.***
*Πληροφορίες από την εκπομπή του Θανάση Γιώγλου «Εγώ, δεν έχω βγάλει το… ωδείο» στο Εθελοντικό Ραδιόφωνο του Δήμου Θεσσαλονίκης Fm 100,6, Τετάρτη 9.3.2016
**Στίχοι από το τραγούδι «Ήταν πέντε, ήταν έξι», Στίχοι, Μουσική: Σταύρος Κουγιουμτζής
***Το κείμενο σε εισαγωγικά είναι επίσης από το βιβλίο «Ανοιχτά παράθυρα με κλειστά παντζούρια» («Εντευκτήριο» 1998 – «Κέδρος» 2001)
Του Διογένη Δημητρακόπουλου
Απόσπασμα από μία από τις συναυλίες που πραγματοποιήθηκαν στο Ωδείο Ηρώδου του Αττικού την Τετάρτη και την Πέμπτη 17 και 18 Σεπτεμβρίου 2008 στο αφιέρωμα στο Σταύρο Κουγιουμτζή.