Site icon Youropia.gr

Παντα γελαστοι και γελασμενοι

refugees

Γράφει: Γιάννης Αγγελής

Αν με ρωτούσε κάποιος γιατί θέλησα να γίνω κοινωνικός λειτουργός, θα του έλεγα ότι προσδοκούσα να ζήσω στιγμές σα κι αυτήν, που θα προσπαθήσω να σας αφηγηθώ.

Ήταν απόγευμα και είχα επιστρέψει μόλις από ένα σεμινάριο. Βρισκόμουν στην κουζίνα του κέντρου αλληλεγγύης, όπου έτρωγα. Η μέρα ήταν κουραστική, αλλά συνάμα ενδιαφέρουσα. Η βάρδια μου ήταν βραδινή και θα σχολούσα 9 το βράδυ. Ενώ οι συνάδελφοι της πρωινής βάρδιας, θα αποχωρούσαν από λεπτό σε λεπτό. Όλα έδειχναν να κυλούν ήρεμα, μέχρι που άνοιξε ξαφνικά η πόρτα. Τότε αντίκρισα την υπεύθυνη της κοινωνικής υπηρεσίας, αναψοκοκκινισμένη και εμφανώς ταραγμένη, να μου λέει.

‘’Γιάννη βρίσκονται στο γραφείο μου ένα ηλικιωμένο ζευγάρι από το Αφγανιστάν. Πρέπει να τους πας στο σταθμό λεωφορείων με προορισμό το camp της Θήβας. Ήρθαν για κάποιες δουλειές στην Αθήνα και έμειναν εδώ. Έχω συνεννοηθεί εγώ για τα πάντα. Το τελευταίο λεωφορείο φεύγει στις πέντε. Θα έχεις μαζί σου και τον διερμηνέα. Δεν έχεις πολύ χρόνο στη διάθεση σου’’.

Κοίταξα το ρολόι μου. Η ώρα ήταν πέντε παρά είκοσι πέντε. Μια ακόμα πρόκληση ήταν απέναντι μου και όφειλα να τη δαμάσω. Άφησα το πιάτο μου γεμάτο και έφυγα τρέχοντας. Κατόπιν επιβιβαστήκαμε σε ένα ταξί. Παρακαλούσα τον οδηγό, να οδηγήσει, όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Σε κάθε φανάρι που σταματούσαμε, κρυφοκοιτούσα από το τζάμι τα πρόσωπα τους. Τα βλέμματα τους ήταν άδεια, όπως κάθε ξεριζωμένου ανθρώπου. Οι ματιές του δε κατευθύνονταν κάπου συγκεκριμένα. Τα υπάρχοντα τους ήταν λιγοστά. Μια σακούλα με φάρμακα και μια μαγκούρα. Έπρεπε να τα καταφέρω. Δε χωρούσε αποτυχία.

Εντέλει φτάσαμε στο σταθμό των λεωφορείων. Με γρήγορα βήματα κατευθύνθηκα στο εκδοτήριο. Μιλάω με τον υπάλληλο για την περίπτωση τους. Αρχικά με αγνοεί επιδεικτικά. Μετά όμως από την έντονη επιμονή μου, μας δίνει την σημασία που μας αρμόζει. Μας οδηγεί στο μέρος που είναι σταθμευμένο το λεωφορείο. Η ώρα κοντεύει πέντε ακριβώς. Όλοι οι επιβάτες έχουν επιβιβαστεί. Ο οδηγός κορνάρει εκνευρισμένος.

Αφού συνομιλώ με τον οδηγό, προσπαθώντας να τον ηρεμήσω, το ζευγάρι των Αφγανών τοποθετείται στα καθίσματα. Η ανάσα μου ξαναβρίσκει την κανονική της ροή. Ο διερμηνέας μου χαϊδεύει την πλάτη χαμογελώντας πλατιά. Τα είχαμε καταφέρει. Υπήρχε όμως μέσα μου μια βαθιά λύπη, που δε με άφηνε να ησυχάσω. Το λεωφορείο άρχισε να κινείται προς τα μπροστά. Το ζευγάρι των Αφγανών έκατσε στην γαλαρία, αγκαλιασμένο και γελαστό. Έδειχναν να απολαμβάνουν τη στιγμή. Εγώ όσο τους κοιτούσα, ένα ρίγος συγκίνησης με έλουζε. Αναρωτιόμουν και τώρα τι θα γίνει. Ποιο θα είναι το επόμενο βήμα τους και εγώ πόσο τους βοήθησα πραγματικά; Σε μια χώρα που μυρίζει παντού Βαϊμάρη, ποιος είναι ο ρόλος όλων των επαγγελματιών; Όσο αναρωτιόμουν όλες αυτές τις ερωτήσεις, το λεωφορείο χανόταν με το χαμόγελο τους κατά ένα περίεργο τρόπο, να αντιφεγγίζει στο θαμπό τζάμι. Τότε ο διερμηνέας με ρωτάει.

‘’Τι σκέφτεσαι, καθώς τους βλέπεις να φεύγουν;’’

‘’Πάντα γελαστοί και γελασμένοι’’.

Του απαντώ χωρίς να προσθέσω κάτι. Καμιά φορά τέσσερις λέξεις, είναι ικανές, να πουν τα πάντα. Έπειτα φύγαμε. Ο ουρανός εκείνο το απόγευμα, είχε ένα ιδιαίτερο κοκκινωπό χρώμα, που δε ξεχάσω ποτέ.

Φωτογραφία από Yannis Behrakis

Exit mobile version