Γράφει: Γιάννης Αγγελής
Ο υπάλληλος άνοιξε τη πόρτα και μπήκε στο γραφείο. Εκεί τον περίμενε ο ανώτερος του. Ήταν σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση. Βαριανάσαινε συνεχώς διαβάζοντας κάποια έγγραφα, ενώ απ’ έξω ακούγονταν οι φωνές του πλήθους. Όλα βρίσκονταν σε αναταραχή. Κανείς δεν γνώριζε πότε θα σταματούσαν.
-“Κύριε προϊστάμενε, τελείωσα”.
-“Φέρτα να τα δω”.
Ο υπάλληλος του έδωσε έναν άσπρο φάκελο. Ο προϊστάμενος τον άνοιξε αμέσως, την ώρα που οι φωνές μετατρέπονταν σε κραυγές. Έπειτα άρχισε να διαβάζει δυνατά: “Όποιος δεν ακολουθήσει τους παρακάτω νόμους, θα διωχθεί πάραυτα”.
Κι αφού έβηξε για λίγο, συνέχισε την ανάγνωση: “Δεν επιτρέπεται στους απλούς ανθρώπους να εκφράζουν απόψεις για φλέγοντα ζητήματα, παρά μόνο σε ειδικούς επί του αντικειμένου. Οι γνώμες των υπόλοιπων δεν έχουν καμία απολύτως αξία. Απαγορεύεται η διαφορετικότητα. Η κοινωνία επιτάσσει κάποια πρότυπα και οι πολίτες οφείλουν να τα ακολουθούν πιστά. Όποιος διαβάζει βιβλία, θα φυλακίζεται. Η φαντασία των ανθρώπων δε θα καλλιεργείται περαιτέρω. Η ζωή που ζουν είναι υπέροχη και δε χρειάζεται να φαντάζονται κάτι καλύτερο. Όποιος νέος ή νέα δεν ψηφίζει το κόμμα που υποστηρίζουν οι γονείς του, θα αποκεφαλίζεται στην πλατεία της γειτονιάς του.
Απαγορεύεται η εκφορά των λέξεων “επανάσταση”, “όραμα” και “όνειρο”. Δε θα λέγονται από κανέναν, παρά μόνο από τους δικαστές που θ’ απαγγέλουν τις κατηγορίες στον εκάστοτε ένοχο. Οφείλουν όλοι να είναι ενταγμένοι κάπου – από κομματική νεολαία μέχρι σύλλογο φίλων μελισσοκομίας. Όσοι δεν εντάσσονται κάπου, θα θεωρούνται ύποπτοι για τρομοκρατική ενέργεια. Την μεγάλη εβδομάδα όλοι απαραιτήτως θα παρευρίσκονται στην λειτουργία. Η θρησκευτική πίστη δεν είναι κάτι προσωπικό. Υπάρχουν κανόνες, όπως ο σεβασμός στο ιερατείο. Όλοι οι κάτοικοι της χώρας θα έχουν είδωλα, που πρέπει να θαυμάζουν με πάθος και λατρεία. Θα κάθονται με τις ώρες μπροστά από το καθρέφτη τους, προσπαθώντας να τα μιμηθούν.
Όταν μια παρέα πηγαίνει βόλτα, θα πρέπει να το απεικονίζει στο φωτογραφικό φακό. Έπειτα οι φωτογραφίες θα αναρτούνται στα δίκτυα κοινωνικής δικτύωσης, θα τοιχοκολλούνται στην είσοδο της πολυκατοικίας και ένα αντίγραφο θα αποστέλλεται στην αστυνομία. Η ευτυχία εξάλλου δε μοιράζεται, παρά μόνο επιδεικνύεται και ελέγχεται. Θεωρείται ανεπίτρεπτο οι κάτοικοι της χώρας να αναζητούν εναλλακτικά μέσα ενημέρωσης. Θα ενημερώνονται από τα ήδη υπάρχοντα και γνωστά χωρίς να έχουν αντιρρήσεις.
Η αλήθεια είναι μία και δεν επιδέχεται δεύτερη σκέψη από κανέναν. Επίσης καταζητούνται οι ονειροπόλοι, οι χαμένοι, οι τρελοί. Αυτοί που αμφισβητούν τα πάντα και πρώτα από όλα τον εαυτό τους. Αυτοί που δεν είναι διατεθειμένοι να πετάξουν τις ελπίδες τους στη φωτιά, εξαιτίας μιας διεφθαρμένης ελίτ. Αυτοί που χοροπηδούν κάτω από τα τείχη της πόλης πιστεύοντας ότι τους ανήκει. Όσοι δραπετεύουν από τη μιζέρια των καιρών και προσδοκούν ένα ομορφότερο κόσμο”.
Τότε μια πέτρα έσπασε το παράθυρο. Ο προϊστάμενος ταράχτηκε βλέποντας τα θραύσματα των γυαλιών. Ο αριθμός των διαδηλωτών είχε αυξηθεί ραγδαία. Έπειτα άνοιξε την τηλεόραση. Οι δημοσιογράφοι αποκάλυπταν σκάνδαλα και οι καλεσμένοι δε κάλυπταν με τις φωνές του ο ένας τον άλλον.
Ο προϊστάμενος κατάλαβε τότε πως είχαν αλλάξει πολλά. “Δεν έχουμε πλέον ελπίδες”, ακούστηκε να ψιθυρίζει.
Και είχε δίκιο. Το τέλος δε θα αργούσε. Όταν οι άνθρωποι αναρωτιούνται, η καρέκλα της εξουσίας τρίζει επικίνδυνα.