Είναι κοινό μυστικό πως το πανεπιστημιακό σύστημα στην Ελλάδα νοσεί. Όντας φοιτήτρια της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ επί πέντε χρόνια ήλθα σε επαφή με όλες του τις εκφάνσεις, τις φωτεινές και τις ζοφερές. Κουράστηκα πολύ, αλλά δεν το έβαλα κάτω. Παρά τις ανύπαρκτες επαγγελματικές προοπτικές, πραγματοποίησα το όνειρο μου και κατάφερα να αποφοιτήσω ως νέα, φιλόδοξη αρχαιολόγος. Η πρόσκρουση με την πραγματικότητα μετά ήταν επώδυνη, αλλά εξαιρετικά διαφωτιστική και απελευθερωτική.
Διαβάζοντας, λοιπόν, τις προάλλες στην «Καθημερινή» το πνιγμένο από το δίκιο άρθρο του κυρίου Βασίλη Γούναρη (Η πικρία ενός ακαδημαϊκού), καθηγητή Ιστορίας Νέων Χρόνων στο ΑΠΘ, από τις πρώτες κιόλας γραμμές άρχισε να σφυροκοπά το μυαλό μου η ερώτηση: «Εγώ σε ποιο πανεπιστήμιο πήγα;» Και ίσως ο καθηγητής μας από την πλευρά του να έχει δίκιο σε προσωπικό επίπεδο και σε σχέση με τη δική του παρουσία στο Πανεπιστήμιο, αλλά με τίποτα δεν δέχομαι την γενίκευση. Δεν ξέρω για τους υπόλοιπους συναδέρφους, αλλά εγώ δεν διέκρινα πουθενά καμιά ιδιαίτερη αγωνία από την πλειοψηφία των καθηγητών να ασχοληθούν και πολύ μαζί μας… Είτε αυτό αφορά τη διδασκαλία (που αν δεν απατώμαι είναι η βασική τους εργασία και από αυτή βιοπορίζονται), είτε την έρευνα. Το πρώτο μεν τείνει να αποτελεί μια διεκπεραιωτική διαδικασία, ενίοτε αγγαρεία και εμπόδιο στις υπόλοιπες δραστηριότητες των αξιότιμων καθηγητών, ενώ το δεύτερο έχει αναχθεί σε προσωπική υπόθεση (άντε και για λίγους φίλους) και έχει μετεξελιχθεί σε απαγορευμένο καρπό για όσους φοιτητές-φοιτήτριες μπορεί να τους περάσει από το μυαλό. Βασικές αρχές έρευνας δεν διδάσκονται συστηματικά, όσο για το θεωρητικό υπόβαθρο, αυτό περιορίζεται σε «προπατορικούς ακαδημαϊκούς καυγάδες» – ίσως με μια μικρή αντιστροφή ρόλων. Οπότε εύλογα αναρωτιόμαστε: Για ποιες αδικίες, ποιους άριστους και ποιο «φασισμό της μετριότητας» μιλάμε, όταν η εκπαιδευτική διαδικασία, σχεδόν στο σύνολο των εκφάνσεών της, είναι από μόνη της μια μετριότητα;
Για να μην παρεξηγηθώ, σε κανέναν δάσκαλο καμιάς βαθμίδας δεν αξίζει η εξαθλίωση που όλοι βιώνουμε το τελευταίο διάστημα. Το να ασχολείσαι με νέους ανθρώπους, οι οποίοι πρόκειται να ενταχθούν στην κοινωνία ως ευσυνείδητοι πολίτες και να στελεχώσουν τη μέλλουσα μορφωτική και επαγγελματική ελίτ, είναι κάτι εξαιρετικά δύσκολο. Αν δεν το δεις και δε το βιώσεις από κοντά, δεν το καταλαβαίνεις. Η εκπαίδευση στη χώρα πρέπει να προστατευθεί και να γίνει αφετηρία νέων πνευματικών ζυμώσεων, τις οποίες τόσο πολύ χρειάζεται η ελληνική κοινωνία για να προστατευθεί από το χάος που σταδιακά βυθίζεται. Για να γίνει αυτό, όμως, θα πρέπει να κοιτάξουμε «το θηρίο» αμείλικτα στα μάτια, όσο επώδυνο και αν είναι. Αν κάνουμε όλοι με το χέρι στην καρδιά τη δική μας αυτοκριτική, μπορούμε να καθησυχάσουμε τον εαυτό μας, ότι άξια λαμβάναμε τα καλούδια που λαμβάναμε μέχρι τώρα; Και όταν μιλάμε για καθηγητές πανεπιστημίου, σίγουρα δεν μιλάμε για το μέσο όρο μισθολογικά (για να μην αναφερθούμε στις έξτρα πληρωμένες δραστηριότητες και μας κατηγορήσουν για «λάσπη»). Και αν οι αποδοχές δεν καταβάλλονταν λόγω «σοφίας», σίγουρα δεν καταβάλλονταν αναλογικά με το χρόνο παρουσίας στο χώρο εργασίας τους και συνεργασίας τους με το βασικό, αλλά μάλλον ξεχασμένο, υποκείμενο της δουλειάς τους που είναι οι φοιτητές. Ειλικρινά, αν πίστευα ότι το σύνολο των πανεπιστημιακών έχει εξαντλήσει κάθε περιθώριο βελτίωσης όλων όσων περιέγραψα, θα ήμουν η πρώτη υπέρμαχός τους. Ωστόσο, η προσωπική εμπειρία, δεν μου αφήνει τέτοια περιθώρια. Δάσκαλοι πραγματικοί υπήρξαν και είμαι βαθύτατα ευγνώμων που είχα την τιμή να συνεργαστώ μαζί τους, καθώς ακολουθώντας το όνειρό μου να σπουδάσω αρχαιολογία, συμμετείχα σε ανασκαφές οι οποίες ήταν από τις λίγες υγιείς δραστηριότητες του τμήματός μας, αποτελώντας έτσι τις εξαιρέσεις που τόσο εκνευριστικά επιβεβαιώνουν τον γενικό κανόνα.
Ο καθένας μπορεί να εκφράσει την πικρία του, είναι σεβαστό και ανθρώπινο και σίγουρα μπορούμε να αντλήσουμε πολλές προσωπικές ιστορίες ακαδημαϊκού παραλογισμού. Όμως κάποτε πρέπει να προχωρήσουμε και πέρα από αυτό. Ας μας δώσουν, έστω και καθυστερημένα, το παράδειγμα οι πνευματικοί άνθρωποι της κοινωνίας, αναλαμβάνοντας τις ευθύνες τους. Προσωπικά και ελεύθερα και όχι με χαμαιλεοντισμούς απέναντι στις εκάστοτε χρωματιστές (πράσινες, κόκκινες, γαλάζιες κλπ) αξιώσεις ενός συστήματος, το οποίο, ακόμα και αν δεν τους άρεσε, το ανέχτηκαν σε βαθμό συνενοχής. Όπως, λοιπόν, οι φοιτητές θα πρέπει να αποβάλλουν τη νοοτροπία του Λυκείου, να αντιμετωπίζουν τη φοιτητική τους ζωή με υπευθυνότητα και να δείχνουν τη στοιχειώδη ευγένεια απέναντι στο πανεπιστήμιο και τους λειτουργούς του, έτσι και οι καθηγητές οφείλουν να αφιερώνουν περισσότερο χρόνο στους φοιτητές τους (δυνατούς και πρωτίστως αδύνατους), να σταματήσουν να συγχέουν το λειτούργημα με την καριέρα και, ως άνθρωποι του πνεύματος, να είναι πιο προσεκτικοί στο να δίνουν την άμεση ή έμμεση υποστήριξη τους στις διάφορες παρατάξεις καθώς και στην κεντρική πολιτική που τις καθοδηγεί.
Σκοπός αυτού του άρθρου δεν είναι να διαφωνήσει επ’ ουδενί με το άρθρο του κυρίου Γούναρη ούτε και με το υποστηρικτικό προς αυτό άρθρο της συναδέρφου Σωτηρίας Βασιλείου, το οποίο και διάβασα με ενδιαφέρον. Απλά, επειδή διέκρινα έναν ρομαντισμό και μια εξιδανίκευση, θα ήθελα να προσθέσω και την, κατά τη γνώμη μου, άλλη όψη του νομίσματος. Επειδή «ήμουν και εγώ εκεί», φοβάμαι ότι η πλειοψηφία ίσως συμφωνούσε μαζί μου, αν και στην πραγματικότητα θα ήταν από τις λίγες φορές που θα με χαροποιούσε το αντίθετο.
Με εκτίμηση,
Ευανθία Παπαευθυμίου
Απόφοιτος Ιστορικού-Αρχαιολογικού (αλλά όχι Ιστορικός-Αρχαιολόγος).