Γράφει: Παπαπρίλης Πανάτσας Γ. Κωνσταντίνος
Κάθε που της μιλάω,
τρώω τα χέρια μου.
Όταν με βλέπεις γεμάτο σημάδια,
με το ταβάνι τα ‘λεγα
για κείνη.
Να σου πω πως έχουν τα πράματα.
Όταν σε δω,
θα δέσω πάνω σου τα μάτια μου,
να σε χορτάσω,
και θα σφίξω τα χείλη,
μην ακούσεις τ’ όνομά σου.
Θα οργώσει τη γλώσσα μου,
θα μου ματώσει τα ούλα,
θα σκαλίσει τον ουρανίσκο,
κι όπως γυρνάει στο στήθος,
θα γδάρει μια φορά ακόμα
τον οισοφάγο μου.
Όταν σε δω,
θα πιω τις βροχές,
θα δαγκώσω τα σύννεφα,
θ’ αγκαλιάσω τον ήλιο,
κι όταν εκείνος ξαπλώσει,
θα δέσω τα παπούτσια σου
μ’ αχτίδες της σελήνης για κορδόνια.
Κι αν μου γελάσεις,
θα δαγκώσω ξανά το κάτω χείλος,
στο σημείο το ίδιο,
να ‘χω επάνω μου
ουλή που να σου ανήκει.
Να σε φοράω.
Κι εσύ να με τραβάς,
κάθε που αλλάζει ο καιρός.
Φωτογραφία, Ηλίας Γεωργιάδης