Γράφει: Μίνως-Αθανάσιος Καρυωτάκης
Ήταν τέλη του δεκάτου ενάτου αιώνα, τότε που στο Λονδίνο επιτέλους επικρατούσε ειρήνη. Κανένας δεν περίμενε να είχε μια τέτοια κατάληξη. Η πλειονότητα των ανθρώπων πίστευε ότι ο πόλεμος θα συνεχιζόταν μέχρι εσχάτων. Ακόμα και η ίδια είχε ξαφνιαστεί με την οριστική του διακοπή. Μάλιστα, όταν το είχε ακούσει ένα μεγάλο χαμόγελο είχε σχηματιστεί στο πρόσωπό της. Η Ελισάβετ πίστευε πως επιτέλους είχε τελειώσει μια σκοτεινή εποχή. Τα επόμενα χρόνια θα ήταν σίγουρα καλύτερα. Ήταν βεβαία πως θα μπορούσε πια να παντρευτεί τον αγαπημένο της, τον Ρίτσαρντ.
Προχωρούσε στην Τάιμς Σκουέαρ, ενώ δίπλα της χιλιάδες παιδιά με σκισμένα παντελόνια φώναζαν ενθουσιασμένα, τραγουδώντας παράλληλα χαρωπά τραγούδια. Το ένα μάλιστα το θυμόταν. Σαν ήταν μικρή συνήθιζε κι εκείνη να το τραγουδά με τη πανέμορφη φωνή της. Είχε μια μαγευτική φωνή που ήταν σε θέση να μεταφέρει ακόμα και καθώς πρέπει, σοβαρούς κύριους σε κόσμους που το πόδι του ανθρώπου δεν έμελε ποτέ του να πατήσει.
Η θεόπνευστη φωνή ήταν ένα από τα πάμπολλα προτερήματα με τα οποία είχε προικιστεί η Ελισάβετ. Μπορεί να μην ήταν ιδιαιτέρως όμορφη, αλλά είχε μια φινέτσα και ένα σκέρτσο που ήταν ικανό να σαγηνεύσει τη καρδιά οποιουδήποτε άνδρα. Στις ταραγμένες εποχές μάλιστα που προηγήθηκαν αναγκάστηκε να κάνει χρήση αυτή της γοητείας για να ξεφύγει από αδιέξοδες καταστάσεις. Οι άνδρες μέσα στον ορυμαγδό του πολέμου έδειχναν να είναι ισχυροί, αλλά κατά βάθος ήταν κάποια απροστάτευτα παιδάκια που αναζητούσαν αγωνιωδώς μια σανίδα σωτηρίας.
Όλα αυτά όμως ανήκαν στο παρελθόν. Η γυναίκα προχωρούσε με άπλετη χαρά στους δρόμους. Το κορμί της ήταν στητό, ενώ το πλούσιο μπούστο της αναδεικνυόταν με ενάργεια χάρις στο υπέροχο φόρεμα που είχε φορέσει. Ήθελε να φαίνεται υπέροχη καθώς θα επισκεπτόταν τον αγαπημένο της. Σήμερα, είχε πει ότι θα της ανακοίνωνε κάτι ιδιαιτέρως σημαντικό για τη σχέση τους.
Είχε να δει τον Ρίτσαρντ περίπου ένα χρόνο. Όντας στρατηγός στο αγγλικό σώμα ακροβατούσε πάνω σ’ ένα τεντωμένο σκοινί. Μία λάθος κίνηση και τότε θα βρισκόσουνα νεκρός. Μονάχα στη σκέψη του θανάτου του έτρεμε σαν μωρό παιδί. Τον αγαπούσε πολύ και δεν ήθελε να τον χάσει. Χωρίς αυτόν δεν θα μπορούσε να συνεχίσει τη ζωή της.
Έφτασε στο τεράστιο νεοκλασικό όπου βρισκόταν το σπίτι του αγαπημένου της. Προτού διαβεί την εξώπορτα, έσκυψε και κοίταξε το πρόσωπό της με τη βοήθεια της αντανάκλασής της στο τζάμι. Αυτό που είδε την τρόμαξε. Το πρόσωπό της δεν ήταν λείο, αλλά ρυτιδιασμένο. Τα μάτια της είχαν πάρει ένα κοκκινωπό χρώμα, ενώ τα χείλη της είχαν γεμίσει με φρέσκο αίμα.
Το θέαμά της την τάραξε συθέμελα. Κραδαίνοντας πάντοτε την ντελικάτη τσάντα της, έχασε την ισορροπία της και έπεσε στο βρεγμένο δρόμο. Τα καλλίγραμμα πόδια της σκίστηκαν λιγάκι από το πέσιμο.
Έπειτα από κάποιο εύλογο χρονικό διάστημα, αφού κατάφερε να βρει ξανά τη χαμένη της αυτοκυριαρχία, προσπάθησε να σηκωθεί. Δυστυχώς όμως, δεν τα κατάφερε. Προτού πέσει για δεύτερη φορά ένας άνδρας την άρπαξε ευγενικά από το μπράτσο και τη βοήθησε να σταθεί στα πόδια της.
Η Ελισάβετ τον ευχαρίστησε με εγκαρδιότητα και τον αποχαιρέτησε μ’ ένα γαλήνιο χαμόγελο. Ο άνδρας με το μαύρο παλτό όμως προτού χαθεί στο σοκάκι φώναξε: «Όταν θα έρθει η ώρα, δεν θα τρομάξεις γιατί τα χέρια σου έχουν ήδη βαφτεί με αίμα. Δεν θα τρομάξεις. Θα κάνεις το σωστό, γιατί έτσι προστάζει το μονοπάτι του θανάτου».
Η γυναίκα παραξενεύτηκε από τα αλλόκοτα λόγια του άνδρα, αλλά δεν έδωσε σημασία. Έφτιαξε κάπως τα τσαλαπατημένα της ρούχα και διάβηκε επιτέλους το κατώφλι της οικίας. Κραδαίνοντας πάντοτε την τσάντα της ανέβηκε τα σκαλιά μέχρι που έφτασε έξω από το διαμέρισμα του Ρίτσαρντ. Πήγε να χτυπήσει το κουδούνι, αλλά οι φωνές του αγαπημένου της την σταμάτησαν.
«Που ήθελες να ξέρω πως ήταν παιδικός της φίλος;», φώναξε εξοργισμένος ο στρατηγός.
«Το ήξερες ξεφτίλα, αλλά τον έστειλες να πεθάνει. Ανέκαθεν τον ζήλευες γιατί φοβόσουν μην κερδίσει τελικά την Ελισάβετ», φώναξε μια χοντρή ανδρική φωνή.
«Δεν ήθελα να σκοτώσω τον Αρθούρο. Ήταν ένα απλό ατύχημα. Δεν μπορούσα να κάνω τίποτα», φώναξε ξανά θυμωμένα ο Ρίτσαρντ.
«Αν περίμενες να μην πεθάνει, τότε γιατί δεν συνόδευσες και εσύ την αποστολή κρετίνε; Τον σκότωσες, όπως σκότωσες τόσους άλλους απλά και μόνο για να ικανοποιήσει το φθόνο και την ακόρεστη ζήλια που έχει ριζώσει μέσα σου. Είσαι ένας ξεφτίλας. Τα χέρια σου είναι βαμμένα με αίμα. Είσαι ένας δολοφόνος», ούρλιαξε η χοντρή φωνή.
Ξαφνικά, κάτι ακούστηκε να σπάει. Ο άνδρας που είχε μιλήσει τελευταίος οίμωζε σαν βρέφος. Γυαλί ακούστηκε να σπάει, κι ύστερα ακολούθησε νεκρική σιωπή.
Η Ελισάβετ ακούγοντας τη λογομαχία είχε τρομάξει. Τα χέρια της έτρεμαν από τα νεύρα. Ο Αρθούρος ήταν ένας παιδικός της φίλος. Υπηρετούσε στο στρατό κατά τη διάρκεια του πολέμου και μάλιστα βρισκόταν υπό την εποπτεία του Ρίτσαρντ. Γιατί τον είχε στείλει να πεθάνει;
Με το κεφάλι της να βουίζει από τον καταιγισμό των σκέψεων, έστριψε τρέμοντας το πόμολο της πόρτας. Εκείνη άνοιξε μεμιάς. Παράξενο, ήταν πρώτη φορά που η πόρτα έμενε ξεκλείδωτη. Ο ιδρώτας που έτρεχε ποτάμι την εμπόδισε από το να δει καθαρά. Έβαλε το αριστερό της χέρι μέσα στη τσάντα της. Έψαξε να βρει ένα μαντήλι, αλλά το δέρμα της ακούμπησε κάτι εξαιρετικά κοφτερό. Από τη τσάντα της τράβηξε τελικά ένα κοφτερό μαχαίρι. Δεν είχε ιδέα πως είχε βρεθεί εκεί. Ίσως ο άνδρας με το παλτό να το είχε εναποθέσει. Γι’ αυτό άλλωστε την είχε προτρέψει να ακολουθήσει το μονοπάτι του θανάτου.
«Ρίτσαρντ, τι συνέβη;», ρώτησε η γυναίκα τραυλίζοντας.
Η φωνή της όμως σταμάτησε απότομα. Δίπλα στο γραφείο βρισκόταν ο άνδρας με τη χοντρή φωνή. Το κεφάλι του είχε ανοίξει διάπλατα, ενώ υπήρχαν βαθιές γρατζουνιές στο δέρμα των χεριών του.
«Δεν είναι αυτό που νομίζεις. Δεν τον σκότωσα εγώ. Ήταν ατύχημα», είπε ο στρατηγός φροντίζοντας να διατηρήσει την αυτοκυριαρχία του.
«Πόσους έχεις σκοτώσει;», ρώτησε εκείνη μιλώντας με απάθεια.
Η ερώτησή της τον ξάφνιασε.
«Κοίτα Ελισάβετ, στον πόλεμο σκοτώνονται πάμπολλοι άνθρωποι. Εγώ είμαι αυτός που παίρνει τις αποφάσεις, άρα ενδέχεται να ευθύνομαι για το θάνατο αρκετών. Το θέμα είναι ότι στον πόλεμο δεν μπορείς να σκεφτείς τις απώλειες. Ο στόχος σου είναι να κερδίσεις», απήντησε ψυχρά ο Ρίτσαρντ.
«Και τον Άρθουρ γιατί τον σκότωσες κρετίνε;»
Ο άνδρας δεν πρόλαβε να απαντήσει. Κατάφερε μονάχα να ψελλίσει μερικές ακαταλαβίστικες λέξεις καθώς το κοφτερό μαχαίρι διαπερνούσε το κρανίο του. Ο στρατηγός Ρίτσαρντ είχε επιλέξει το δρόμο του θανάτου. Είχε αμαρτήσει αμέτρητες φορές και επομένως έπρεπε να πληρώσει. Αυτός ο φόνος θα μπορούσε να χαρακτηριστεί από κάποιον ηθικολόγο και ως Θεία δίκη.
Φωτογραφία: Paulo Valdivieso