Γράφει: Έκτορας Δέλτα
Οι ήχοι από τα μηχανάκια και τα μπινελίκια των οδηγών, ήχησαν σαν Καλημέρα μιας άλλης εποχής, ξυπνώντας με απότομα. Άνοιξα τα μάτια και αντίκρισα το εσωτερικό του Μεγάρου. Έτσι αποκαλούσα το σπίτι μου, ένα μικρό διαμέρισμα σαράντα τετραγωνικών. Αν δεν πούμε όμως και καμιά μαλακία, δεν περνάει εύκολα η ζωή. Σαράντα λοιπόν ολόκληρα τετραγωνικά, στέγαζαν τη μοναχική μου ύπαρξη.
Τεντώθηκα νυσταγμένα και κοίταξα το ρολόι μου, ήταν εφτά το πρωί. Σηκώθηκα από το κρεβάτι και προχώρησα απρόθυμα προς το μπάνιο, υπολόγισα ότι θα έφτανα εκεί σε περίπου πέντε λεπτά. Η αλήθεια είναι, ότι περπατούσα απελπιστικά αργά έτσι για να μου φανεί μεγάλη η απόσταση και ας κατουριόμουν αφόρητα, πέντε όμως λεπτά περπάτημα θα το άντεχα.
Εφτά και πέντε ακριβώς, έφτασα στο μπάνιο και αφού ανακουφίστηκα, έπλυνα το πρόσωπο μου με παγωμένο νερό. Πάντα επέλεγα το παγωμένο νερό, αφενός γιατί με ξυπνούσε γρηγορότερα και αφετέρου γιατί το θερμοσίφωνο ήταν χαλασμένο.
Βγήκα από το μπάνιο και κοίταξα προς την κουζίνα, η απόσταση μου φάνηκε θηριώδης. Με δυσκολία εστίασα τη ματιά μου προς το ψυγείο και υπολόγισα, ότι με το προηγούμενο απελπιστικά αργό μου περπάτημα (εκείνο που κάνει τα σπίτια να φαίνονται τεράστια), θα έφτανα εκεί σε περίπου δέκα λεπτά.
Κάτι τέτοιες στιγμές καταριόμουν τον εαυτό μου, που επέλεξε να νοικιάσει ένα τόσο μεγάλο σπίτι. Χωρίς όμως εναλλακτική λύση, ξεκίνησα το μοναχικό μου ταξίδι προς την κουζίνα, ευχόμενος να είχα μαζί μου ένα σάντουιτς και λίγο νερό για το δρόμο.
Εφτά και είκοσι στεκόμουν μπροστά από το ψυγείο. Άνοιξα την πόρτα του και ατένισα για λίγο ξεφυσώντας απογοητευμένος, το άδειο εσωτερικό του.
Ρε πούστη μου τόσο περπάτημα για το τίποτα. Έκλεισα την πόρτα του ψυγείου με νεύρα, στέλνοντας το ταυτόχρονα στον Διάολο.
Γύρισα και άνοιξα το παράθυρο της κουζίνας, που ήταν και το μοναδικό του σπιτιού, για να φρεσκάρω τον αέρα του ακόμα κοιμισμένου χώρου μου. Έβγαλα το κεφάλι μου έξω και κοίταξα προς τη μεριά του δρόμου.
Το πρόσωπο μου ήταν ακριβώς στο ύψος του πεζοδρομίου. Ένα ζευγάρι ποδάρια πέρασαν βαριεστημένα από μπροστά μου. Το μόνο που έβλεπα από εκείνο το γαμημένο παράθυρο ήταν ποδάρια. Ποδάρια και ρόδες αυτοκινήτων.
Έχω αποκτήσει ένα σπάνιο χάρισμα, να μπορώ να ψυχολογώ τον οποιοδήποτε βλέποντας μόνο τα ποδάρια του. Ποδάρια βαριεστημένα, ποδάρια βιαστικά, ποδάρια αγχωμένα, ακόμα και ποδάρια λυπημένα.
Είναι απίστευτο πόσα πράγματα μπορείς να καταλάβεις για κάποιον, παρατηρώντας μόνο τα ποδάρια του. Από τον τρόπο που τα σέρνει, νιώθεις το βάρος που κουβαλούν. Τον θυμό, τη βιασύνη, την απελπισία, τον έρωτα…
Άφησα τα ποδάρια των περαστικών να συνεχίσουν τους άγνωστους σε εμένα δρόμους τους και κοίταξα προς τα κάτω, παρατηρώντας τα δικά μου κακομούτσουνα ποδάρια. Αναστέναξα λυπημένα, αδυνατώντας να πιστέψω πως μπόρεσε τόση ασχήμια να χωρέσει σε ένα και μόνο ζευγάρι ποδάρια.
Στο διάολο, δεν είχα χρόνο για τέτοιες προσωπικές ψυχαναλύσεις και έπρεπε να ετοιμαστώ. Άντε να ξαναγυρίσεις πίσω στην κρεβατοκάμαρα για να ντυθείς. Έκανα όμως πέτρα την καρδιά μου και ξεκίνησα παίρνοντας τον δύσκολο και χρονοβόρο δρόμο της επιστροφής. Καθώς περπατούσα άναψα ένα τσιγάρο, το πρώτο της ημέρας και σίγουρα όχι το τελευταίο, έτσι για να μου κάνει παρέα στη διαδρομή.
Εφτά και μισή κοιτούσα το εσωτερικό της ντουλάπας μου, προσπαθώντας να καταλάβω τι ήταν πιο άδειο, εκείνο ή η ζωή μου. Τελικά η ζωή μου ήταν πιο άδεια, αφού μέσα στη ντουλάπα υπήρχαν δύο παντελόνια, δύο πουκάμισα και ένα μπουφάν.
Καθυστέρησα περίπου δύο λεπτά προσπαθώντας να αποφασίσω τι επιτέλους θα φορούσα. Επέλεξα το ένα από τα δύο μου μαύρα παντελόνια και το ένα από τα δύο μου γκρίζα πουκάμισα. Δεν είχα κέφια εκείνη την ημέρα για μοντέρνους συνδυασμούς.
Στις oκτώ παρά είκοσι ξεκλείδωνα την εξώπορτα, έτοιμος να αντιμετωπίσω άλλη μια μέρα στη δουλειά. Γύρισα και κοίταξα το άδειο διαμέρισμα, με κοίταξε και εκείνο, αν και ποτέ δεν κατάλαβα πως γίνεται να σε κοιτάξει ένα διαμέρισμα. Ήταν ήσυχο, όχι απλώς ήσυχο, άηχο εντελώς.
Το μοναδικό πράγμα που έσπαγε τη νεκρική ησυχία, ήταν οι κατά περιόδους αναστεναγμοί μου και φυσικά κάθε δεύτερο Σαββατοκύριακο, οι φωνές των παιδιών μου. Μου έλειπαν οι φωνούλες τους, μικρές παιδικές φωνούλες που φώναζαν όμως συνεχώς. «Πεινάωωω… Κρυώνωωω… Βαριέμαιιι… Πότε θα μας γυρίσεις στην μαμά;».
Σκέφτηκα τη μαμά τους. Όχι ολόκληρη, έτσι και αλλιώς ήταν πια τόσο χοντρή που δεν μπορούσε ούτε στη σκέψη μου να χωρέσει. Αλλά τη φωνή της, εκείνη τη φωνή που έμοιαζε με τον ήχο συναγερμού που κάνουν τα υποβρύχια όταν καταδύονται. Ανατρίχιασα στη θύμηση της και έτσι ανατριχιασμένος βγήκα έξω.
Είχα νεύρα για την τιμή της βενζίνης, που αυξανόταν συνεχώς καθημερινά, αλλά μου έφυγαν σχεδόν αμέσως, όταν θυμήθηκα ότι δεν είχα πια αυτοκίνητο. Συνέχισα να περπατάω ανάμεσα σε κάθε λογής ανθρώπους. Άσπρους, μαύρους, άλλους πάλι με ενδιάμεσους χρωματισμούς. Με ενοχλούσαν οι ξένοι, αλλά από την άλλη δεν υπήρχε και κάτι που να μη με ενοχλεί, οπότε δεν έδωσα περισσότερη σημασία.
Άρχισα να σιγοτραγουδώ, το κάνω κάθε πρωί που περπατώντας πηγαίνω στη δουλειά. Μου αρέσει να αλλάζω τους στίχους γνωστών τραγουδιών και να τους προσαρμόζω στις ανάγκες και στα όνειρα μου, κάνοντας έτσι το τραγούδι ακόμα πιο προσωπικό.
Εκείνη τη μέρα τραγουδούσα τη «Φωτοβολίδα» του Περίδη, με αλλαγμένα όπως πάντα τα λόγια. «Μια τυροπιτούλα, θα ήθελα πολυυυύ. Όμορφη ζεστηηηή, να τη μα-τσα-λί-σω». Φυσικά η τυρόπιτα, είχε αναχθεί για εμένα τουλάχιστον, σε ένα ακριβό και απλησίαστο αγαθό, κάτι σαν τον αστακό για τις παλαιότερες γενιές. Ένας χερσαίος αστακός γεμισμένος με τυρί αμφιβόλου ποιότητας. Έκανα αμέσως τους μαθηματικούς μου υπολογισμούς.
Είμαι καλός στα μαθηματικά και τα εξασκώ καθημερινά, κυρίως λόγω της δουλειάς μου. Έχουμε και λέμε λοιπόν, μια τυρόπιτα κοστίζει ένα ευρώ και πενήντα λεπτά. Πολλαπλασιάζοντας το ποσό εκείνο, με τις είκοσι πέντε εργάσιμες ημέρες του μήνα, μας κάνει τριάντα επτά ευρώ και πενήντα λεπτά ο μήνας.
Δηλαδή χρειαζόμουν, τετρακόσια πενήντα ευρώ τον χρόνο μόνο για την καθημερινή μου τυρόπιτα. Αν υπολογίσουμε ότι θα έβγαινα στη σύνταξη, (με την προυπόθεση ότι μέχρι τότε θα υπήρχαν ακόμα τα ταμεία), σε ακριβώς τριάντα δύο χρόνια. Χρειαζόμουν, δέκα τέσσερις χιλιάδες τετρακόσια ευρώ σε τυρόπιτες. Με την προυπόθεση πάλι, ότι η τιμή τους δεν θα αυξανόταν καθόλου.Τρόμαξα στην ιδέα. Δέκα τέσσερις ολόκληρες χιλιάδες ευρώ, μόνο για τυρόπιτες.
Στον Διάολο λοιπόν, δεν θα ξαναέβαζα ποτέ στο στόμα μου εκείνο το φαινομενικά αθώο έδεσμα, που όμως από ότι φαινόταν ήταν υπεύθυνο για την αύξηση του ελλείμματος στην χώρα. Τι κερδοσκοπίες από δάνεια και μαλακίες, μία αθώα τυρόπιτα μπορεί να γαμήσει τον προϋπολογισμό ενός μέσου υπαλλήλου. Τις μίσησα τις τυρόπιτες εκείνο το πρωινό.
«Ρε μαλάκααα. Ξύπνα».
Ο μαλάκας προφανώς ήμουν εγώ και έτσι με χαρακτήρισε ένας αγριωπός τύπος που οδηγούσε ένα παπάκι και παραλίγο να πάρει εμένα και τις σκέψεις μου για τις τυρόπιτες, παραμάζωμα. Τον κοίταξα σαστισμένος, με τρομαγμένα και γουρλωμένα μάτια.
«Τι με κοιτάς ρε παπάρι, σαν βάτραχος;» με ρώτησε ο Οβελίξ με το παπάκι.
Σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση θα ζητούσα συγνώμη για την απροσεξία μου και θα κατέβαζα το κεφάλι.
Ότι δηλαδή έκανα από μικρό παιδί με την ελπίδα, ότι ο πατέρας μου θα με λυπόταν ρίχνοντας μου λιγότερες σφαλιάρες. Φυσικά αυτό το κόλπο ποτέ δεν έπιανε, αφού στο τέλος έχανα τον λογαριασμό από το ξύλο. Ποιος εγώ, που ήμουν τόσο καλός στα μαθηματικά, να μην μπορώ να υπολογίσω πόσες φάπες είχα φάει.
«Τι με κοιτάς ρε πούστη. Θές να κατέβω να σε γαμήσω;», ξαναγρύλισε σε άπταιστα ελληνικά, ο Ουρακοτάγκος από την Κόλαση.
Τότε όμως έγινε κάτι μαγικό, κάτι μοναδικό, κάτι που ποτέ στη ζωή μου δεν είχε ξανασυμβεί. Ενώ η λέξη Συγνώμη, είχε ήδη επιλεχθεί από το μυαλό μου και κατευθυνόταν ορμητικά προς το στόμα μου, με άκουσα με έκπληξη να λέω… «Ρε άντε στον Διάολο, πρωινιάτικα», και αντί να σκύψω το κεφάλι, τον κοίταξα κατευθείαν μέσα στα μάτια. Όχι τρομαγμένα όπως πριν, αλλά με οργή και θάρρος. Αποφασισμένος να μην αφήσω τον άνθρωπο των σπηλαίων, να πάρει τη μορφή του πατέρα μου και να με χτυπήσει. Όχι, αυτό δεν θα ξαναγινόταν ποτέ. Όπως ποτέ δεν θα ξαναέπαιρνα τυρόπιτα. Για τόσο μεγάλο ποτέ, συζητάμε.
«Τι είπες ρε παλιόπουστα;», έσκουξε το τριχωτό πράγμα πάνω στο μηχανάκι.
Έλα ντε, τι είπα ο μαλάκας, αναρωτήθηκα και εγώ από μέσα μου.
Αλλά δεν άφησα την αμφιβολία να με κυριεύσει. Η επανάσταση είχε ξεκινήσει. Το ποτάμι της καταπιεσμένης μου οργής είχε σπάσει τα φράγματα της ψυχής μου και κυλούσε ορμητικά.
Ζούσα το δικό μου Είκοσι Ένα. Το δικό μου Σαράντα.
Υπερασπιζόμουν τις δικές μου Θερμοπύλες… Αν και αμέσως σκέφτηκα, την τύχη που είχε ο Λεωνίδας και ίσως να ένιωσα λίγο φόβο, δεν το έδειξα όμως. Αντιθέτως, κινήθηκα πιο κοντά στον Ξέρξη με το παπάκι και είπα αγριεμένος.
«Κατέβα μωρή μαϊμού κάτω. Να δούμε ποιος θα γαμήσει ποιόν».
Σιωπή και ένταση. Αμέσως όμως μετά… Η μαϊμού κατέβηκε.
Και το ερώτημα που έθεσα λίγες στιγμές νωρίτερα, δηλαδή, ποιος θα γαμήσει ποιον. Ήταν έτοιμο να απαντηθεί, όχι θεωρητικά αλλά πρακτικά. Ο τριχωτός άνθρωπος από την εποχή των παγετώνων, με πλησίασε σε απόσταση αναπνοής και είπε αργά και σταθερά, φτύνοντας απειλητικά την κάθε του λέξη.
«Συχώρα που βιάζομαι».
Τον κοίταξα αγέρωχα μέσα στα μάτια, και του απάντησα, με τον ίδιο τόνο και ύφος.
«Και εγώ βιάζομαι».
Κοιταχτήκαμε για λίγες στιγμές ακόμα και σχεδόν ταυτόχρονα γυρίσαμε τις πλάτες μας, παίρνοντας ο καθένας τον δικό του μοναχικό δρόμο. Έναν δρόμο που τουλάχιστον για εμένα, δεν θα είχε πια τυρόπιτες, αλλά ούτε και άλλες σφαλιάρες.
Χαμογέλασα.
Φωτογραφία του Jim Makos