Γράφει: Θανάσης Τριαρίδης
Η παιδική μου ηλικία είναι η Ελλάδα: η γλώσσα μου, η θάλασσα της Χαλκιδικής, ο ήλιος που γέρνει στην αχνή σκιά του Ολύμπου, τα πεύκα που μαυρίζουν με το λυκόφως. Η παιδική μου ηλικία είναι η Ελλάδα: οι φίλοι μου, τα σχολεία μου, τα τσιγάρα που στρίβαμε στα ρέματα της Τούμπας, το παιχνίδι της Πυθίας, τα αναχώματα. Η παιδική μου ηλικία είναι ο Καβάφης, ο Ελύτης, ο Καραγάτσης, ο Καββαδίας, ο ασταμάτητος Εμπειρίκος, ο Σεφέρης: μια νυχτερίδα που τινάχτηκε στις πέτρες της Ασίνης.
Ναι, η παιδική μου ηλικία είναι και θα είναι η Ελλάδα: ίσως για αυτό δεν άντεχω πια, μήτε καν ως γραφικότητα, τα θεσμοθετημένα μαθήματα ανελευθερίας στα οποία μας υπέβαλαν στα σχολεία μας – τα οποία μας προετοίμαζαν για τη λοβοτομή του στρατού. Τα μαθήματα αυτά συνεχίζουν και σήμερα. Στην κορυφή, φυσικά, το μάθημα των Θρησκευτικών: ήταν και (δυστυχώς) παραμένει μια φασιστική προπαγάνδα τυφλού σκοταδισμού που μόνο της σκοπό να καταδείξει την υπεροχή των «αλάθητων πιστών» έναντι των «μιαρών απίστων» – δηλαδή ένα οργανωμένο κήρυγμα εμπεδωμένου μίσους.
Κι αν το μάθημα των Θρησκευτικών δηλώνει τον «εξ ουρανών» προαποφασισμένο ολοκληρωτισμό του, το μάθημα της Ιστορίας πάντοτε καλυπτόταν πίσω από τον φαύλο μανδύα της «αντικειμενικής αλήθειας». Έτσι μάθαμε στα σχολεία μας πως ένας από τους μεγαλύτερους σφαγείς του καιρού του, ο Θεοδόσιος, είναι «ένας Μέγας Αυτοκράτορας που στέριωσε τον Χριστιανισμό και την Αυτοκρατορία». Η κυρία συνεισφορά ετούτου του «Μεγάλου» Θεοδοσίου ήταν το ότι με μισθοφορικό στρατό σκλάβωσε την Ελλάδα σφαγιάζοντας όσους παρέμεναν Εθνικοί, καταστρέφοντας χιλιάδες αγάλματα και μνημεία πολιτισμού, καίγοντας βιβλία, κηρύσσοντας εκτός νόμου κάθε άλλη θρησκεία πλην της δικιάς του. Ανάμεσα στα εκατοντάδες εγκλήματά του είναι και η σφαγή 7000 χιλιάδων αόπλων Θεσσαλονικέων μέσα σε μία μέρα του 390 μ.Χ. – επειδή ένας πολίτης αντισταθηκε στους εξευτελισμούς που τον υπέβαλαν οι μισθοφόροι. Κι όμως: τα βιβλία της Ιστορίας μας, αντί να βάλουνε τον Θεοδόσιο δίπλα στον Νέρωνα, στον Καλιγούλα ή τον Χίτλερ, τον τοποθετούνε στους «μεγάλους θεμελιωτές» της (παπαρηγοπούλειας κατασκευής) σημερινης μας «εθνικής ταυτότητας».
Ετούτη η διαστρέβλωση είναι ο μόνιμος κανόνας των εθνικών ιστοριών – κάποτε καταντάει εξωφρενικά ανορθολογική. Ο Βασίλειος ο Βουλγαροκτόνος δοξάζεται στα σχολικά βιβλία ως «ο σημαντικότερος αυτοκράτος των μέσων βυζαντινών χρόνων» – κι ας δηλώνεται ξεκάθαρα στο ίδιο του το παρόνομα πως ήταν ένας σφαγέας. Διόλου δεν μας απασχολεί πως το 1014 μ.Χ. διέπραξε μια απο τις φριχτότερες κτηνωδίες των αιώνων: μετά την μάχη στο Κλειδί έβγαλε τα μάτια από 14.000 Βούλγαρους αιχμαλώτους, άφηνοντας ένας μονόφθαλμο για κάθε εκατό τυφλούς για να τους οδηγήσει πίσω ακρωτηριασμένους – για να το μάθουν σε όλα τα Βαλκάνια τι παθαίνουν όσοι τα βάζουν μαζί του. Ήταν η ίδια πρακτική της φρίκης που εφάρμοσε και ο Ταμερλάνος, με τις γνωστές πυραμίδες των κομμένων κεφαλιών, τετρακόσια χρόνια αργότερα.
Ακόμη πιο επώδυνη περίπτωση, για μένα τουλάχιστον, είναι αυτή του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη στην Τριπολιτσά: ίσως γιατί στα παιδικά μου μάτια ο Κολοκοτρώνης είχε ταυτιστεί με κάποιον που δεν προσκυνούσε, δεν εξαγοράζονταν και πολεμούσε έστω και μόνος του μέχρι το τέλος – κάτι σαν Σίμωνας Μπολιβάρ των Βαλκανίων. Ωστόσο την αλήθεια την αποκαλύπτει ο ίδιος στα Απομνημονεύματά που υπαγόρευσε στον Γεώργιο Τερτσέτη: τον Σεπτέμβριο του 1921 ο στρατός του Κολοκοτρώνη «έκοβε και εσκότωνε για ημέρες τρεις τριανταδύο χιλιάδες, άντρες, γυναίκες και παιδιά», Τούρκους και Εβραίους της Τριπολιτσάς. Το γεγονός ό,τι ο Κολοκοτρώνης εξαίρεσε από τον χαλασμό 1500 Αρβανίτες όπως είχε συμφωνήσει, αποδεικνύει πως η σφαγή των υπολοίπων έγινε με δική του απόφαση. Ναι, ο θρυλικός Γέρος του Μωριά υπήρξε κι αυτός ένας χασάπης. Μα δεν τολμούμε να πούμε την αλήθεια στα παιδιά μας – γιατί δεν τολμούμε να την πούμε μήτε στον εαυτό μας, γιατί είμαστε εθισμένοι στα βολικά μας ψέματα, γιατί είμαστε εκπαιδευμένοι στα μαθήματα της ανελευθερίας, γιατί ελευθερία, ανάμεσα στα άλλα, είναι να μην ξεχνάς ούτε στιγμή πως το αίμα είναι πάντοτε κηλίδα και ποτέ λεκές.