Site icon Youropia.gr

Ανταπόδοση

Γράφει: Σωτηρία Βασιλείου

 

Μπρρρ… κρυώνω! Καλά, δεν άναψαν τις θερμάνσεις; Πλησιάζει οκτώ το πρωί, η θερμοκρασία στη Θεσσαλονίκη είναι στους -3, νιφάδες χιονιού πέφτουν και σβήνουν στη γη κι εγώ βρίσκομαι σε ένα μισογεμάτο Αμφιθέατρο, έτοιμη για την επιτήρηση. Προθυμοποιούμαι να μοιράσω τις σφραγισμένες κόλλες αναφοράς, πιο πολύ για να ζεσταθώ. Μέσα μου καταριέμαι την ώρα που δήλωσα επιτηρήτρια αγνοώντας το πρωινό εγερτήριο και τις προβλέψεις της ΕΜΥ. Μοιράζω τις κόλλες μάλλον αφηρημένη, ώσπου κάπου εκεί, στην τρίτη σειρά βλέπω δυο πληγωμένα, φαγωμένα ουσιαστικά, χέρια. Εγκαταλείπω τις σκέψεις μου και κοιτάζω το πρόσωπο του κοριτσιού. Είναι εκείνη… η Ζωή.

Την γνωρίζω εδώ και δέκα μέρες. Για να γίνω πιο σαφής γνωρίζω την ύπαρξη και μαντεύω το δράμα της εδώ και δέκα μέρες. Αιτία για την γνωριμία τα πληγωμένα της χέρια που αντίκρισα την προηγούμενη Δευτέρα στο ίδιο Αμφιθέατρο. Εκείνη την ημέρα η φοιτήτρια από την Κρήτη έφυγε με τους τελευταίους, παραδίδοντας ένα υποδειγματικό γραπτό. Μάλιστα συνόδευσα το κορίτσι κάποια στιγμή στην τουαλέτα. Με είδε τότε που κοιτούσα επίμονα τις πληγές της και μου είπε: «Κόπηκα… είναι και το κρύο». Δεν είπα τίποτε, απλά χαμογέλασα συγκαταβατικά. Την δεύτερη φορά η Ζωή παρέδωσε κόλλα άδεια… κι έφυγε από την αίθουσα με μάτια το ίδιο άδεια. Φοβόμουν την εξέλιξη του δράματος από την πρώτη στιγμή που την είδα το απόγευμα της Πέμπτης… πρησμένη μούρη, πληγωμένα χέρια, πρησμένη κοιλιά ορατή παρά την φαρδιά μπλούζα.

Σήμερα την κοιτάζω εξεταστικά. Πρώτα τα χέρια και ύστερα το πρόσωπο. Όχι, δεν ξέρω τίποτε από χειρομαντεία… γνωρίζω όμως άριστα το αλφαβητάρι της βουλιμίας. Είναι πρησμένο, για άλλη μια φορά, το πρόσωπό της… αλλά τουλάχιστον είναι εδώ και παλεύει για κάτι άλλο, πέρα από το ονειρεμένο σώμα της Βικτώριας Μπέκαμ ή της Μαντόνα. Με κίνδυνο να φανώ μεροληπτική και να εισπράξω καταγγελία από άλλους φοιτητές της χαμογελώ και της ψιθυρίζω: «Καλή επιτυχία». Δείχνει αποκαμωμένη από τον αποτυπωμένο στο σώμα της αγώνα της προηγούμενης νύκτας αλλά την βλέπω, θέλει και πρέπει να γράψει. Μισή ώρα μετά την έναρξη της εξέτασης ζητά τουαλέτα… την πάω… την ακούω να κάνει εμετό… «Γαστρεντερίτιδα», μου λέει, αρκετά πειστικά μπορώ να πω. Μέσα μου αναρωτιέμαι αν πρόκειται για την καθυστερημένη δράση κάποιου εμετικού σιροπιού ή συνέπεια του ανακατώματος τροφών στο στομάχι της.

Η ώρα περνάει στο Αμφιθέατρο. Δεν κρυώνω πια, η βλάβη στη θέρμανση αποκαταστάθηκε, σκέφτομαι μόνο πως η ψυχή της Ζωής παραμένει παγωμένη. Τρεις φορές τη συναντώ σε δέκα μέρες. Δεν μπορεί να είναι τυχαίο το γεγονός αυτό. Η μνήμη μου τρέχει στους δικούς μου αγώνες με το φαγητό, στα δικά μου καθημαγμένα χέρια, στο δικό μου πρησμένο και κατάχλωμο πρόσωπο, στο δικό μου, ανύποπτο τότε, φλερτ με το θάνατο. Την κοιτάζω και θαυμάζω το κουράγιο της, ξέρω πώς είναι να νιώθεις δέσμια καταστάσεων που δεν μπορείς να ελέγξεις. Πρέπει να κάνω κάτι.

Πάντως για την ώρα πρέπει να πάω να ρίξω μια αυστηρή ματιά και μια εξίσου αυστηρή προειδοποίηση στο «συνεταιρισμό» της τελευταίας σειράς. Όπως φαίνεται η Ζωή γράφει κανονικά. Χαίρομαι και αποφασίζω να την γνωρίσω πραγματικά. Μία ώρα αργότερα δίνει το γραπτό τελευταία… Είναι χαρούμενη, συμμερίζομαι τη χαρά των επινικίων της. «Ωραίο όνομα», της ψιθυρίζω, αφού δίνω τη δέσμη των γραπτών στον καθηγητή. Βγαίνουμε μαζί από την αίθουσα και τη ρωτάω αυθόρμητα, με το βλέμμα στις ορατές πληγές της: «Τι σκέφτεσαι να κάνεις;». Με κοιτάζει χαμένη και έπειτα ξεσπά σε κλάματα… Την αγκαλιάζω… για να μην λείψει στο στρείδι το όστρακο… Η ανατομία της μνήμης ονομάζει την πράξη αυτή ανταπόδοση.

Φωτογραφία: Μάγδα Διαμαντέλη

Exit mobile version